Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

824 Μέ χρι· γενικῇ.

[*](Synt.)

825 Μέχρι αἰδοῦϲ: μέχρι αἰδοίων.

[*](Σ)

826 Μέχρι τῶν ἀμφωτίδων: ἐπὶ τῶν ἄγαν πεπληρωμένων. τὸ [*](Prov.) δὲ ἀμφωτίδων, μέχρι τῶν ὤτων.

827 Μειαγωγεῖν: τὸ ἔλαττον φέρειν. καὶ Μειαγωγεῖον.

[*](Δ)

828 Μειαγωγήϲουϲι τὴν τραγῷδίαν: ἐάν τιϲ εἰϲήγαγεν εἰϲ [*](Ar.) τούϲ φράτοραϲ υἱὸν ἐνήλικα γενόμενον, ἱερεῖον παρίϲτατο αὐτῷ ἐν ὡριϲμέῳ ϲταθμῷ, πρὸϲ ὃ ἔδει προϲάγειν, καὶ οὐκ ἐξῆν μεῖον παραϲχεῖν. ὅτε δὲ ἐντεθείη τὸ ἱερεῖον εἰϲ τὸν ζυγόν, περιεϲτῶτεϲ ἐβόων μεῖον, μεῖον. τοῦτο δηλονότι ἔλαϲϲόν ἐϲτι. παρὰ τοῦτο οὖν λέγει, μειαγωγήϲουϲι τὴν τραγῳδίαν. πρὸϲ τὸν ζυγὸν προϲάξουϲι καὶ ϲτήϲουϲι. καὶ ὁ τὸ πρόβατον εἰϲάγων, μειαγωγὸϲ ἐκαλεῖτο κουρεῖον. ἔδει δὲ αὐτὸ ἔλαττον ἴϲχειν ϲταθμοῦ τινοϲ, διὰ τοὺϲ φιλοδοξοῦνταϲ.

[*](820 vs. 2 Μέτοικοι— 3 οἰκοῦντεϲ cf. Bk. 281,19, H; fonti rhetorico attrib. Wentzel vs. 3 εἴ— λέγειν Ar. Eq. 347, 350 παρὰ— ἐνοίκουϲ Soph. OC 934—5 c. sch.; Aeschyl. Ag. 57 Ζωβίαν— πέπρακεν cf. Dem. 25, 57; fonti rhetorico attr. Wentzel sed cf. v. A 3913 τοῦτον sq. Laert. 4, 14 821 Harp. ═ P 822 ═ P, Σa cf H 823 ═ P, Ba 300, 7 824 ═ Synt. Gud., An. Ox. 4, 297, 11 325 P 826 ═ Paroem. ed. Gsf. 78 n. 651; 1. fr. com. ad. 736 827— φέρειν Ambr. 525 828 Ar. Ran. 798 c. sch.)[*](820 Dem. cf. vv. Α3913 et Ε1514 826 cf. v. 1791)[*](2 ἀϲτῶν] κριθῶν V cf. vs.1 2 Μέτοικοι— 13 θεῖναι om. 4 δὲ om. G A(GFVM) 5 εἰ— 13 θεῖναι om. F 5 Θέλειϲ AM; λέγειϲ G 6 ἔνοικοϲ alt. A; ἔνοικον GM 11. 12 ἐπεξαγαγὼν G 13 ἀτονοῦντεϲ G 15 διαβαίνειν V 824 om. AF V; 825 non nov. gl. GM 21 καὶ Μειαγωγεῖον om. F; καὶ om. V, nov. gl. post 829 V cf. ad p. 380, 2 23 ἱερεῖον om. G 24 πρὸϲ— 29 φιλοδοξοῦνταϲ om. F 25 δὲ ex A solo τεθείη V 26 δῆλόν τι M δῆλον et τι post λαϲϲον add. G περὶ AV τούτου V λέγει om. V 27 ὁ om. GM 28 κουρεῖον] lac. statuit Κust. ἔδει — 29 φιλοδοξοῦνταϲ om. V)
380
[*](Δ)

829 Μειαγωγία. καὶ Μειαγωγόϲ, ὁ εἰϲάγων. Ἀπολλόδωροϲ [*](Harp.) ἐν τοῖϲ περὶ θεῶν· ὅτι οἱ φράτορεϲ, ἵνα μείζουϲ νέμωνται μερίδαϲ ἐπεφώνουν ἑϲτῶτεϲ, κτανεῖν δεῖ· ὃϲ μεῖον γάρ ἐϲτι. μειαγωγῆϲαι δέ ἐϲτι τὸ ἐπιδοῦναι τοῖϲ φράτορϲι τὸ μεῖον.

[*](Δ)

830 Μείδαϲ, Μείδαντοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

831 Μειδίαμα: ὁ γέλωϲ.

[*](Δ)

832 Μειδίαϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

833 Μείδω: τὸ γελῶ. καὶ Μειδιῶ ὁμοίωϲ.

[*](Δ)

834 Μείδωνοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

835 Μειδύλοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Prov.)

836 Μείζονα βοᾷ δάφνηϲ χλωρᾶϲ καιομένηϲ: ἐπὶ τῶν μεγάλα βοώντων.

[*](Hom.)

837 Μείλανι: τῷ μέλανι.

[*](Δ)

838 Μείλαξ: ὁ λειμών, ὁ παράδειϲοϲ. καὶ Λείμακεϲ, τὸ πληθυντικόν.

[*](Δ)

839 Μειλικτήριον.

[*](Δ)

840 Μείλια: τὰ προικία.

[*](Σ |)

841 Μειλίγμαϲιν: ἀπατήμαϲιν. ἐξιλεώμαϲιν, ἡδύϲμαϲι. καὶ τὸν [*](Ε?) τρόπον τῆϲ μειλίξεωϲ οὐδ᾿ αὐτὸν ἀπεκρύψατο.

[*](Σ)

842 Μειλικτηρίοιϲ: προϲηνέϲιν, ἡδέϲι, πραέϲι.

[*](Δ)

843 Μείλινον δόρυ.