Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

684 Μετὰ βραχύ.

685 Μετὰ γὰρ νοϲούντων μαίνεϲθαι καλόν: ὅτι χρὴ ϲυνεξομοιοῦϲθαι [*](Prov.) τοῖϲ παροῦϲιν. ὅμοιον τῷ, ὁ μαινομένοιϲ μὴ ϲυμμαινόμενοϲ, οὗτοϲ μαίνεται.

686 Μεταγένηϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

687 Μεταγενήϲ: μεταγενέϲτεροϲ.

[*](Σ)

688 Μεταγένηϲ, Ἀθηναῖοϲ, Δύλου παῖϲ, κωμικόϲ. τῶν δὲ αὐτοῦ [*](Hesy.) δραμάτων ἐϲτὶ ταῦτα· Αὖραι, Μαμμάκυθοϲ, Θουριοπέρϲαι, φιλοθύτηϲ. Ὅμηροϲ ἢ Ἀϲκηταί.

689 Μεταγειτνιών: δεύτεροϲ μὴν παρʼ Ἀθηναίοιϲ. ἐν δὲ τούτῳ [*](Harp.) Ἀπόλλωνι Μεταγειτνίῳ θύουϲι.

690 Μεταδιδάξαι: τὸ τὴν προτέραν ἀφεῖναι βουλὴν καὶ ἐλθεῖν ἐπ᾿  ἄλλην. καὶ οὕτε μεταδιδάϲκοντοϲ ἐπείθοντο τοῦ ἡγεμόνοϲ οὔτε [*](Ε) ὀλοφυρομένου καὶ ἱκετεύοντοϲ ἔπαϲχόν τι πρὸϲ τὰϲ δεήϲειϲ.

691 Μεταδίδωμι· δοτικῇ. γενικῇ δέ· ὑμεῖϲ δέ, ὦ Ἀθηναῖοι, πάϲηϲ τῆϲ πόλεωϲ [*](Synt.) μεταδόντεϲ αὐτῷ.

692 Μεταδιῶξαι: ἐπιζητῆϲαι,ἐφευρεῖν. μετὰ τῶν ἐπιτηδείων ὑπεξελθόντα [*](Ε) ἑτέρων μεταδιῶξαι χώραν.

693 Μεταδόρπια: ἐπίδειπνα.

[*](Σ)

694 Μετάδοϲ ἐνδεεῖ ἄρτων.

[*](681 vs. 3 Μεταβολή sq. Tact. 34 682 ═ P, Ba299, 3 cf. H, Moer. 203, 31, Zon. 1341 683 ═ Ambr. 330 685 — ϲυνεξομοιοῦϲθαι ═ Paroem. ed, Gsf. 78 n. 656 1. ═ fr. trag. ad. 438, fr. com. ad. 1287 686 ═ L 687 ═ P, Ba 299, 4, H 689 Harp. ═ P cf. Bk. 280, 26 690 καὶ οὔτε sq. Dionys. Hal. 9, 3, 5 691 cf. Bk. 157, 7; γενικῇ ═ Synt. Gud.; ὑμεῖϲ sq. Dem. 23, 214 693 ═ P, sch. Pl. Crit. 115b)[*](4 κλίϲιϲ om. F 5 ἢ] ἧϲ post litt. ψ, Τact. 6 οὐρανὸν F ὀνομάζου A(GFVM) ϲιν G V M, post litt. ψ 10 τῶν πολεμίων F ἀϲπίδου in ἀϲπίδοϲ corr. V 11 μεταπράτται μεταπράτα V 12 Μετάβολοϲ F 684 om. AF V mg. Ar. M 685 non nov gl. G V 14 νοϲούντων] φαϲί coll. Paroem. add. Nauck, καὶ τὸ add. Leutsch. Prov. 1 p. 509 15 μαινόμενοϲ μὴ ϲυμβηϲόμενοϲ F 16 οὖτοϲ del. Boisson. An. 5, 491 19 Δύλου] δήλου G δοῦλοϲ δούλου ed. pr. Ἡδύλου vel Αὔλου scripserim δὲ om. V 20 Αὖραι] ἢ coll. Ath. 8, 355a add. Mein. 21 ἤ del. Mein. et Daub 691 om. AF V mg. Ar 27 δέ alt. om. Ar 29 μετὰ— 30 χώραν om. F 30 ἑτέραν Κust. 31 ἐπιδείπνια G M 32 ἄρτου G V M)
370
[*](E)

695 Μετακαλοῦντεϲ: ἀναπειθοντεϲ. τοὺϲ μὲν ἀπειλῇ ἀναϲτέλλοντεϲ, τοὺϲ δὲ καὶ βίᾳ μετακαλοῦντεϲ.

696 Μετακλείδηϲ· ζήτει ἐν τῷ Ἀθηναίαϲ.

[*](Σ)

697 Μετακόϲμιον: τοῦ κόϲμου κρείττονα.

[*](Synt.)

698 Μεταλαμβάνω καὶ Μεταλαγχάνω· γενικῇ.

[*](Σ)

699 Μεταλαγχάνει: μετῄει, ἀφυϲτερεῖ ἢ ἀποτυγχάνει κλήρου.

[*](Synt.)

700 Μεταλλάϲϲω· αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

701 Μετὰ Λέϲβιον ᾠδόν: παροιμία λεγομένη λεγομένη ἐπὶ τῶν τὰ δεύτερα φερομένων· οἱ γὰρ Λακεδαιμόνιοι τοὺϲ Λεϲβίουϲ κιθαρῳδοὺϲ πρώτουϲ προϲεκαλοῦντο· ἀκαταϲτατούϲηϲ γὰρ τῆϲ πόλεωϲ αὐτῶν χρηϲμὸϲ ἐγένετο τὸν Λέϲβιον ᾠδὸν μεταπέμπεϲθαι· οἱ δ᾿ ἐξ Ἀντίϲϲηϲ Τέρπανδρον ἐφ᾿ αἵματι φεύγοντα μεταπεμψάμενοι ἤκουον αὐτοῦ ἐν τοῖϲ ϲυϲϲιίοιϲ [*](Prov.) καὶ κατεϲτάληϲαν. ὅτι οἱ Λακεδαιμόνιοι ϲταϲιάζοντεϲ μετεπέμψαντο ἐκ Λέϲβου τὸν μουϲικὸν Τέρπανδρον, ὃϲ ἥρμοϲεν αὐτῶν τὰϲ ψυχὰϲ καὶ τὴν ϲτάϲιν ἔπαυϲεν. εἴποτε οὖν μετὰ ταῦτα μουϲικοῦ τινοϲ ἤκουον οἱ Λακεδαιμόνιοι, ἔλεγον μετὰ Λέϲβιον ᾠδόν.

[*](Σ)

702 Μεταλλεύει: μεταφέρει. καὶ ἀντὶ τοῦ ἐρευνᾷϲ, πολυπραγμονεῖϲ [*](Anth.) ἐν Ἐπιγράμμαϲι· τῶν τί μεταλλεύειϲ τοῦτου μυχόν, ὦ φιλόλιχνε;

[*](Δ)

703 Μεταλλεία: ἡ ἔρευνα τοῦ χρυϲοῦ.