Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

561 Μέμηλα: ἐφρόντιϲα. καὶ Μέμηλε, μέλλει.

[*](ΔΣ)

562 Μεμηλώϲ: ἐπιμελούμενοϲ.

[*](Σ)

563 Μέμηνε: μαίνεται.

[*](Σ)

564 εμιλτωμένον· Ἀριϲτοφάνηϲ· τὸ ϲχοινίον φεύγουϲι τὸ μεμιλτωμένον. [*](Ar.) ἐπεὶ ὀκνηρῶϲ εἶχον οἱ Ἀθηναῖοι πρὸϲ τὰϲ ϲυνόδουϲ, εἰώθαϲιν ὑπηρέται β΄ μεμιλτωμένον ϲχοινίον ἐκτείνοντεϲ διὰ τὴϲ ἀγορᾶϲ διώκειν τὸν ὄχλον εἰϲ τὴν ἐκκληϲίαν, ὥϲ φηϲι Πλάτων ὁ κωμικόϲ. ὅϲοι δὲ ἐχρίοντο, ἐξέτινον ζημίαν.

565 Μέμμιοϲ· ὕπατοϲ ἦν Ῥωμαίων. ζήτει ἐν τῶ Ἀχαία.

[*](Ε)

566 Μεμιϲθαρνηκώϲ: ὁ μιϲθῷ καμών.

[*](Σ)

567 Μέμνῃ: β΄ προϲώπου.

[*](Δ)

568 Μέμνη ημαι· γενικῇ.

[*](Synt.)

569 Μεμνῇτο: μιμνήϲκοιτο. οὕτω προπεριϲπωμένωϲ, ὡϲ Ἡρωδιανὸϲ [*](Ar.) ἐν τῇ Ομηρικῇ προϲῳδίᾳ Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· ἴνα τοὐμὸν ἱμάτιον Φορῶν μεμνῇτό μου.

[*](551 aliter sch. Δ 435, H 552 ═ L, sch. Δ 40 cf. H, Et. M. 578, 21 553 sch. Ar. Eq. 1168 554 — προθυμουμένη cf. sch. Δ 73, οὐδὲ sq. Anth. 7,148, 3—4 555 Μέμβλετό sq. cf. H v. μέμβλεται, Et. M 578, 40 556 — παραμένει ═ Ambr. 514 cf. Et. M 578, 34 (e sch. Δ 11) παραγενόμενον cf. H; haec ad Call. (fr.137 Κ., 124 S.) rettulit Toup 558 ═ P cf. H ═ Σa, Ba 297, 26 Zon 1355 560 cf. An. Ox. 1, 287, 28, ex quo Et. M 578, 41 561 — ἐφρόντιϲα Ambr. 516 cf. H Μέμηλε sq. ═ P, Σa, Ba 297, 27 cf. sch. α 151, Herodian. schem. Jb. 149, 342 532 ═ P, Ba 297, 28 aliter sch. Ε 708, H 563 ═ P, Σᵃ, Ba 297, 29 534 Ar. Ach. 22 c. sch. 566 ═ P, Ba 298,1 cf. H 568 ═ Synt. Gud. cf. Laur. 569 (praeter μιμνήϲκοιτο) Ar. Pl. 991 c. sch. cf. sch. A in  Ψ 361)[*](553 cf. 1487 554 cf. v. Κ 1832 557 ex v. Α 4660 564 cf. v. ϲχοινίον 565 cf. v. Α 4669)[*](1 προθυμουμένη—4 Μεμαυῖα om. F 1 προθυμουμένη e sequent. ortum A(GFVM) esse vidit Bhd. 557 om. AF V mg. Ar; Μεμβράξ praemisit G mg. add. M μεμέτρηται F μεμέτρονται V 14 μέλει M, Ba om. F 19 εἰώθειϲαν Aec. 22 ὕπατοϲ—Ἀχαΐα] ὄνομα κύριον F 24 β΄ ἀϲώπου AV 26 μεμνήϲκοιτο GF ὡϲ] φηϲιν add. F)
360
[*](E?)

570 Μέμνων, ὁ ἐϲ Ἴλιον ϲτρατεύϲαϲ, ἡγεῖτο μὲν Αἰθιόπων, οὐκ ἦν δὲ Αἰθίοψ, ἀλλὰ ἀπὸ Σούϲων τῶν Περϲικῶν καὶ τοῦ Χοάϲπου ποταμοῦ, τὰ ἐκείνῃ ἔθνη ὑποχείρια ἔχων.

[*](Σ)

571 Μέμονα: προθυμοῦμαι.

[*](Σ)

572 Μέμορται: μεμοίραται.

[*](Σ)

573 Μεμωκημένοϲ: καταπεφρονημένοϲ.

[*](Δ)

574 Μέμωνοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

575 Μεμπτέοϲ: μέμψεωϲ ἄξιοϲ.

[*](Σ)

576 Μεμοιραμένων: λαχόντων, κληρωϲαμένων.

[*](Σ)

577 Μεμοίραται: μετέχει, εἴληφε.

[*](Thdr.)

578 Μεμυαλωμένα: εὐτραφῆ καὶ πίονα. οὕτω γὰρ καὶ ὁ γόμοϲ ἐκέλευϲε. καὶ Μαλαχίαϲ δὲ ὁ προφήτηϲ ἐκέλευϲεν ἄμωμά τε καὶ ἄρτια· ἐπαρᾶται δὲ τοῖϲ τοιαῦτα μὲν ἔχουϲιν, ἀνάπηρα δὲ προϲφέρουϲι.

[*](Σ)

579 Μεμύημαι: πεπείραμαι.

[*](Σ)

580 Μεμυκότα: κρύψαντα, καμμύϲαντα· ἢ κεκολλημένα. καὶ [*](Hom.) Ὄμηροϲ· ϲὺν δ᾿ ἕλκεα πάντα μέμυκεν. ἐκ παρατηρήϲεωϲ Ὁμηρόϲ φηϲι τῶν ἐν πολέμῳ τρωθέντων τὰ τραύματα μὴ μύειν, μόνου δὲ τοῦ Anth. Ἕκτοροϲ κατὰ θείαν πρόνοιαν. καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· τὸν πάροϲ Ὀρβηλοῖ μεμυκότα δειράϲι ταῦρον. ἀντὶ τοῦ μυκηθμῷ χρώμενον, μυκώμενον.