Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Hom.)

501 Μελίβοιαν: τὴν Ὀλιζῶνα πόλιν.

[*](Suid.)

502 Μελίβοιοϲ: γεωργὸϲ ὁ τὸν Οἰδίπουν ἀναθρεωάμενοϲ. καὶ ζήτει ἐν τῷ Οἰδίπουϲ.

[*](Δ)

503 Μελίδειον κηρίον.

[*](ΣΔ.)

504 Μελίαι: βέλη. δόρατα. μελίαι δ᾿ ἦϲαν αὐταῖϲ αἱ κερκίδεϲ· [*](498 cf. Ambr. 327 499 Iul. ep. 180 (p. 230 Bidez) 500 — δένδρου ═ Ambr. 467, sch. Π 143, H ἱζόμενοϲ sq. Ar. Av. 741 501 cf. B 717 508 cf. Ambr. 499 et Zon. 1348 504 — βέλη ═ Ρ, Ba 297, 14 δόρατα ═ Zon. 1343 cf. P μελίαι—κερκίδεϲ Greg. Naz. PG 36, 570b) [*](502 ex v. Οἰδίποτϲ 503 cf. 512) [*](A(GFVM)) [*](1 ἱππων GVM αὖ (V) M: ἂν A ἐκ G 2 ὅτου — 3 ὡραίαν] καὶ χλαμύδαϲ ὡραίαϲ V 5 γε om. V 6 τὸ del. Bhd. τοὺϲ προειρημένουϲ] πεπερνημένουϲ temere M. Schmidt 7 τοϲοῦτο GM ἀπεωρήϲατο V 8 καὶ ἐπὶ — ἀτιμίᾳ om. V 9 τε et ἅμα καὶ ἀπείροιϲ om. V 10 τε ex A solo 12 γοῦν A: οὖν GVM 13 καὶ — ἐνθείϲ om. V μέντοι ex A solo ἐκείνου] Μέλιτοϲ V, qui 14 ὥϲπερ—βίᾳ et χωρῶν ἐπὶ τῷ om. 14 χωρῶν] χορῶν ed. pr. χορῷ Kuehn δώρῳ M. Schmidt 15 βραδὺ V ἀνατεραϲθεὶϲ V 16 τοῦ — τόπον om. V 17 β΄ μ. εὐγενεῖϲ om. V καὶ om. V 17. 18 ἐπὶ κεφαλὴν ὠθῶν ἑαυτόν GVM 498 post 526 GM; Μέλιτοι GVM 21 γὰρ A, Iul.: δὲ GFVM φαϲὶ καὶ αὐτὸ ποιητικὸν F 24 Ὄρνιϲιν om. V ἑζόμενοϲ GM 26 Ὀλυζῶνα GM Ὀλιταιῶνα F 502 om. AF post 499 V 27 καὶ — 28 Οἱδίπουϲ om. V 29 Μελίϲϲιον Tittmann cf. 512, Ambr.)

355
φηϲὶν ὁ θεολόγοϲ Γρηγόριοϲ. καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· οὕτω τοι, μελία [*](Anth.) ταναά, ποτὶ κίονα μακρὸν ἧϲο, πανομφαίῳ Ζηνὶ μένουϲ’ ἱερά.

505 Μελιηδήϲ: ὁ γλυκύτατοϲ. καὶ Ὅμηροϲ· μελιηδέα θυμὸν ἀπηύρα.

[*](Δ)

506 Μελίνη: εἶδοϲ ὀϲπρίου. ἦν δὲ καὶ ϲῖτοϲ ἀπὸ μελίνηϲ, τοῦτο [*](Σ) γὰρ ἦν ἐν τῇ χώρᾳ πλεῖϲτον. καὶ αὖθιϲ· ἐφέροντο ἀδεῶϲ οἶνον, [*](Ε) ὄϲπρια, μελίναϲ, ϲῦκα. πάντα γὰρ ἀγαθὰ εἶχεν ἡ χώρα πλὴν ἐλαίου.

507 Μελίνη· Δημοϲθένηϲ ἐν Φιλιππικῷ. ὄϲπριόν ἐϲτιν· ὅπερ καὶ [*](Harp.) ἀρϲενικῶϲ λέγεται· Σοφοκλῆϲ μὲν γὰρ καὶ Ἡρόδοτοϲ καὶ Ξενοφῶν θηλυκῶϲ εἶπον μελίνην. Ξενοφῶν δὲ ὁ αὐτὸϲ ἐν Ἀναβάϲει καὶ μέλινον καὶ μελίνουϲ εἶπεν. ἔνιοι δὲ εἶδόϲ τι κεγχρίου νομίζουϲι τὴν μελίνην, ὅπερ τινὰϲ καλεῖν ἔλυμον. Θεόφραϲτοϲ δὲ ἐν ζ΄ Περὶ φυτῶν ὡϲ διαφέροντα ταῦτα ἀναγράφει κέγχρον ἢ μελίνην ἢ ἔλυμον.

508 Μελίπηκτα: εἶδοϲ πλακοῦντοϲ.

[*](Δ)

509 Μελιπνόουϲ: ἡδυπνόουϲ.

[*](Σ)

510 Μελίρρυτον.

[*](Δ)

511 Μέλιϲϲα: ὄνομα πόλεωϲ. καὶ ζωΰφιον, ὅπερ ἐργάζεται τὸ μέλι.

[*](Δ)

512 Μελιϲϲείου κηρίου.

[*](Δ)

513 Μελιϲμόϲ: τῶν μελῶν ἡ διαίρεϲιϲ. ἐκ τοῦ μελίζω.

[*](Δ)

514 Μελιϲϲοκόμοϲ: ὁ τῶν μελιϲϲῶν ἐπιμελούμενοϲ.

[*](Δ)

515 Μέλιϲϲοϲ: ὄνομα κύριον. ζήτει ἐν τῷ γεννητική.

[*](Δ)

516 Μελιϲϲῷα.

[*](Δ)

517 Μελιϲτί: κατὰ μέλοϲ.

[*](Δ)

518 Μέλιττα: ἡ μέλιϲϲα.

[*](Δ)

519 Μελιταῖον κυνίδιον. τῶν γὰρ κυνῶν οἱ μὲν ἰχνευταί, οἱ [*](Δ) δὲ ὁμόϲε τοῖϲ θηρίοιϲ χωροῦϲιν, οἱ δὲ ἐπὶ φυλακῇ τῶν κτημάτων οἰκουροί, οἱ δὲ ἐπὶ τέρψει, ὡϲ τὰ Μελιταῖα κυνίδια. καὶ Μελιτηροὶ κύν νεϲ, οἱ ἐπὶ τέρψει τρεφόμενοι.

520 Μέλιταιεύϲ.

[*](Δ)