Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

1427 Μυωξία: ὑβριϲτικὸϲ λόγοϲ. ϲημαίνει δὲ τοὺϲ τῶν μυῶν χηραμούϲ.

[*](Δ)

1428 Μυωπάζω: τὸ φυλάττω.

[*](Σ)

1429 Μυωπιζόμενοϲ: μυωπάζων, παρακαμμύων, ἄκροιϲ τοῖϲ ὀφθαλμοῖϲ [*](Δ) προϲέχων. Μυωπίζω καὶ τὸ τύπτω.

[*](Σ)

1430 Μύωψ: ὁ οἷϲτροϲ. μυῖά τιϲ ἐρεθίζουϲα τὰϲ βοῦϲ. λέγεται [*](Call.) παρὰ Καλλιμάχῳ ἐν Ἑκάλῃ, βοῦϲ ϲῶοϲ μύωψ· τοὺϲ βοῦϲ ϲοβῶν καὶ διώκων μύωψ. λέγεται Μύωψ καὶ ἡ μάϲτιξ τοῦ ἵππου, τὸ ϲιδήριον, ὃ ἐπὶ τοῦ ποδὸϲ φοροῦϲι κεντοῦντεϲ τοὺϲ ἵππουϲ. Πολύβιοϲ· ὁ δὲ [*](E) προϲθεὶϲ τοὺϲ μύωπαϲ ἐξ ἀμφοτέροιν τοῖν μεροῖν ἤλαυνε κατακράτοϲ. [*](Anth.) καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· Λυϲιδίκη ϲοι, Κύπρι, τὸν ἱππαϲτῆρα μύωπα, χρύϲεον εὐκνήμου κέντρον ἔθηκε ποδόϲ. καὶ αὖθιϲ· βουϲτρόφον ἀκροϲίδαρον ἀπειλητῆρα μύωπα. καὶ αὖθιϲ· κέντρα τ᾿ ἐναιμόεντα διωξίπποιο μύωποϲ.

1431 Μύρα: τόποϲ τῆϲ Λυκίων ἐπαρχίαϲ. καὶ Μυρέων ἀνθρώπων, [*](Δ) τῶν ἀπὸ Μύρων τῶν Λυκίων.

[*](Σ)

1432 Μύραινα: καταφερήϲ. ἀπὸ τοῦ ζῴου. ὦ προδότι καὶ παράγωγε καὶ μύραινα ϲύ.

[*](Δ)

1433 Μυρεύϲ: ὁ τῶν Μύρων, ὡϲ Πατρεὺϲ ὁ Πατρῶν· καὶ ἡ δοτικὴ Πατερῖ καὶ Μυρεῖ.

[*](Σ Δ)

1434 Μυρία: πολλά, ἀναρίθμητα. Μύρια δὲ ὁ ἀριθμόϲ.

[*](1424 ═ P; —ἄξιον cf. H; Men. com. fr. 430 1425 ═ Synt. Gud. p. 591, An. Ox. 4, 297, 23; —καμμύω ═ Ps. Herodian. 88, Et. M. 596, 22, H; αἰτιατικῇ ═ Synt. Laur. 1426 Γότθων sq. Proc. Bell. 6, 23, 37 1427 ═ P, Ba 305, 12 cf. H 1428 l. ═ Ambr. 1047 1429 — προϲέχων ═ P, Ba 305, 14 cf. H Μυωπίζω sq. aliter Ambr. 1046 1430— οἷϲτροϲ cf. sch. χ 299, H, Et. Gud. v. οἷϲτορϲ μυῖά—βοῦϲ ═ P, Ba 305, 16, Et. Gen, Et. M. 596, 21 cf. H βοῦϲ ϲῶοϲ—διώκων μύωψ Call. (fr. 138 K. 46 S.) c. sch. cf. sch. χ 299, Et. Gud. v. οἷϲτροϲ vs. 14 ὁ—κράτοϲ Polyb. fr. 61 Λυϲιδίκη—ποδόϲ Anth. 5, 202, 1—2. βουϲτρόφον—μύωπα Anth. 6, 95, 1. κέντρα sq. Anth. 6, 233, 5 1431 Μυρέων cf. Ambr. 996 1432 ═ P; ὦ sq. comico attr. Valck. 1433— Πατρῶν cf. Steph. Byz. vv. Μύρα et Πάτραι 1434 cf. Philop. diff., Et. M. 595, 5; — ἀναρίθμητα ═ P, Ba 304, 25; πολλά ═ H, sch. A 2, An. Ox. 1, 270, 17, unde Et. M. 595, 7)[*](1425 cf. 1467 1429 cf. v. Ε 1065 1432 cf. v. Π 2370 1433 cf. v. Π 788)[*](A(GFVM))[*](1 Μυόδοχον cett. G 1425 om. AFV mg. Ar 7 δὲ] δὲ καὶ G 8 φυλάττω] τυφλώττω coll. Oecumen. in 2 Petr. 1, 9 (PG 119, 584c) Bochart 10 Μυωπίζω] nov. gl. FV; δὲ add. G 11 ὁ οἷϲτροϲ om. AGF ss. M λέγεται— 19 μύωποϲ om. V, qui vs. 13 Μύωψ—17 ποδόϲ in brev. contr.mg. exhibet 12 βουϲϲόοϲ e sch. Kust. βουϲόοϲ Bhd. τοὺϲ AF: τὰϲ GM 13 μύωψ. λέγεται om. F 15 ἀμφοτέρων τῶν μερῶν GM ἀμφοῖν τῶν μ. B.-W. 16 καὶ— 19 μύωποω om. F 17. 18 βουτρόφον AM 22 προδότι] προδότιμα Α 22.23 προαγωγέ coll. Ar. Vsp. 1028, Ran. 1079 Bhd. 23 καὶ ϲὺ μύραινα A 24 καὶ om. GF)
427

1435 Μυριάμφορονν: μυρίων ἀμφορέων ἄξιον. Ἀριϲτοάνηϲ· πόθεν [*](Ar.) ἀναλάβοιμι ῥῆμα μυριάμφορον, ὅτῳ προϲείπω ϲʼ; οὐ γὰρ εἶχον οἴκοθεν.

1436 Μυριέλικτοϲ: ὁ πολλαῖϲ ἑλίξεϲι ϲυϲτρεφόμενοϲ. Εὐνάπιοϲ· [*](Ε) ὁ βαρὺϲ ἐκεῖνοϲ καὶ μυριέλικτοϲ ὄφιϲ (ὁ πολυέλικτοϲ), καθάπερ ὑπὸ τῆϲ Μηδείαϲ ὑποψιθυριζόμενοϲ καὶ βαρυνόμενοϲ τὴν ψυχὴν, κεκαρωμένοϲ παρέδωκεν ἑαυτόν.

1437 Μυρίκη: εἶδοϲ φυτοῦ. πεδίον ἦν ἀχανέϲ, ἐν μυρῖκαί τε [*](Δ) ἐπεπήγεϲαν.

[*](Ε)

1438 Μυρρίνη: εἶδοϲ φυτοῦ. καὶ Μυρρινῶν, ἀρχῆϲ ἐπιθυμῶν. [*](Δ) μυρρίναιϲ γὰρ ϲτεφανοῦνται οἱ ἄρχοντεϲ. τὸ δὲ δένδρον Μυρίκη. [*](Ar. (Σ) Δ) μυρρίνην λαβόντα, τῶν Αἰϲχύλου λέξαι τι. οἱ γὰρ παῖδεϲ ἐν τοῖϲ [*](Ar.) ϲυμποϲίοιϲ κλῶνα δάφνηϲ ἢ μυρρίνηϲ λαβόντεϲ ᾔδον.

1439 Μυριοπραγότερον καὶ Μυριοπρατότερον.

[*](Δ)

1440 Μύριοι ἐν Μεγαλοπόλει: Δημοϲθένηϲ ἐν τῷ κατ᾿  Αἰϲχίνου. [*](Harp.) ϲυνέδριόν ἐϲτι κοινὸν Ἀρκάδων ἀπάντων, οὗ πολλάκιϲ μνημονεύουϲιν οἱ ἱϲτορικοί.

1441 Μύριϲ: ὄνομα κύριον. καὶ Μυρίτηϲ οἶνοϲ.

[*](Suid.)

1442 Μυρλεανόϲ: ὄνομα πόλεωϲ Βιθυνίαϲ, ἡ νῦν Ἀπάμεια καλουμένη.

[*](Suid.)

1443 Μυρμηκανθρώποιϲ Φερεκράτηϲ γράφει.

[*](Suid.)

1444 Μυρμηκίδην ἀντιπραττόμενον τῇ Φειδίου τέχνῃ.

[*](Suid.)

1445 Μύρμηξ· μυρμήκων ἀτραποὺϲ ἢ τί διαμινυρίζεται. περὶ Ἀγάθωνόϲ [*](Ar.) φηϲι τοῦ ποιητοῦ, ὡϲ λεπτὰ καὶ ἀγκύλα ἀνακρουομένου μέλη· τοιαῦται γὰρ αἱ τῶν μυρμήκων ὁδοί. ὁ δὲ Ἀγάθων ὑποκριτικὰ μέλη ἐποίει καὶ αὐτὸϲ ὑποκρίνεται. διὸ καὶ χορικὰ λέγεται.

1446 Μυρμιδόνεϲ: ὄνομα ἔθνουϲ.

[*](Δ)