Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1125 Μιϲόδημε, καὶ μοναρχίαϲ ἐραϲτὰ καὶ ξυνὼν Βραϲίδᾳ καὶ φορῶν [*](Ar.) κράϲπεδα ϲτεμμάτων τήν θ’ ὑπήνην ἄκουρον τρέφων.

1126 Μιϲολάμαχοϲ ἡμέρα: μιϲοπόλεμοϲ· ὁ γὰρ Λάμαχοϲ πολεμικώτατοϲ [*](Ar.) ἦν καὶ φιλοπόλεμοϲ ϲτρατηγὸϲ ὤν. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἡμέρα γὰρ ἐξέλαμψεν ἡ μιϲολάμαχοϲ.

1127 Μιϲοπράγμων: ὁ ἡϲύχιοϲ καὶ ἤρεμον βίον ἠρημένοϲ. πεφύκαϲιν οἱ ἄνθρωποι τῇ μιϲοπράγμονι ζωῇ τὴν ἀρετὴν ἐπιφημίζειν, Οὐχ οὕτωϲ ἔχον, κατά γε τὴν ἐμήν· ἡ γὰρ ἐν μέϲῃ τῇ πολιτείᾳ διὰ τῶν πολιτικῶν ἔργων τε καὶ λόγων ἀναϲτρεφομένη ἀρετὴ γυμνάζει τε τὴν ψυχὴν πρὸϲ τὸ ἐρρωμενέϲτερον καὶ βεβαιοῦται μᾶλλον ἐπὶ τῆϲ πείραϲ, ὅϲον αὐτῆϲ ὑγιέϲ τε καὶ ὁλόκληρον· ὅϲον δὲ κίβδηλον καὶ [*](1117 — ἀντικαταλλάττων ═ P, Ba 302, 9 cf H, sch. Luc. 237,10 Μιϲθαρνῶ sq. Synt. Gud. 1418 ═ P cf. H, sch. Ar. Ach. 597 1119 ═ P, Ba 302, 10, H, sch. Luc. 237, 11 cf. Bk. 278, 15; l. ═ Ambr. 778 1120 ═ Synt Gud. 1121 Ar. Eq. 807 c. sc. 1122— ἐργαζόμενοϲ ═ P, Ba 302, 11 cf. H Μιϲθοφόροι — ἄγουϲαι sch. Ar. Eq. 555 Μιϲθοφορῶ sq. ═ Synt. Gud. 1123 ἡ sq. Aelian. fr. 12 1124 — δοτικῇ ═ Synt. Gud. μιϲθὸν δίδωμι ═ Ambr. 795 1125 Ar. sp. 474 —6 1126 Ar. Pac. 304 c. sch. 1127 πεφύκαϲιν sq. Dam. fr. 296 ═ Thot. Bibl. p. 352a 18—27) [*](1117 cf. v. Α 3988 1123 cf. vv. Α 287, Π 274 et 2648 1125 cf. v. Α 940 1127 cf. v. 0 914) [*](1 ἐξάγειν τε ἀπόρθητα A 3 ἀντὶ τοῦ καταλλάττων V καὶ G M; A(GFVM) om. Ar 1119 ante 1118 GM, ordo poscit 7 γενομένη AGVM 10 αὐτῶν] αὐ G αὐτὸν Ar. 14 καὶ GM; om. Ar 17 παραλαβεῖν F; μίϲθωμα πόρνηϲ ἁγνὸϲ οὐ μερίζεται mg. add Ar 1124 post 1118 G M, ordο poscit 18 δοτικῇ om. AFV; Μιϲθοδοτῷ· δοτικῇ mg. add. Ar 22 ὤν —23 μιϲολάμαχοϲ om. F 26 ἔχων GFVM ἐμήν] γνῶϲιν add. G κρίϲιν add. Phot.)

402
ἐπίπλαϲτον ἐμφωλεύει ταῖϲ ἀνθρωπίναιϲ ζωαῖϲ, τοῦτο πᾶν διελέγχεται καὶ ἑτοιμότατον καθίϲταται πρὸϲ διόρθωϲιν.

[*](Ar.)

1128 Μιϲοπορπακιϲτάτη: μιϲοπολεμωτάτη, τουτέϲτιν εἰρηνική. παρὰ τὸν πόρπακα. πόρπαξ δὲ κατά τιναϲ μὲν ὁ ἀναφορεὺϲ τῆϲ ἀϲπίδοϲ· ὡϲ δέ τινεϲ, τὸ διῆκον μέϲον τῆϲ ἀϲπίδοϲ ϲιδήριον, ᾧ κρατεῖ τὴν ἀϲπίδα ὁ ϲτρατιώτηϲ.

[*](Suid.)

1129 Μῖϲοϲ.

[*](Synt.)

1130 Μιϲῶ· αἰτιατικῇ. μιϲῶ τὴν ἀφελῆ, μιϲῶ τὴν ϲώφρονα λίαν. ἐπὶ τῆϲ [*](Suid.) ἀπονήρου καὶ δοϲιπύγου. ζήτει ἐν τῷ ἀφελέϲ.

[*](Δ)

1131 Μίϲτυλλον: εἰϲ μικρὰ διέκοψαν.

[*](Δ)

1132 Μίϲχοϲ.

133 Μιτάτωρ: ὁ προαποϲτελλόμενοϲ ἄγγελοϲ πρὸ τοῦ ἄρχοντοϲ.

[*](Δ)

1134 Μίτιοϲ: ὄνομα πόλεωϲ.

[*](Δ Prov.)

1135 Μίτοϲ: τὸ λεπτότατον ϲχοινίον. καὶ παροιμία· Ἀπὸ λεπτοῦ [*](Δ) μίτου τὸ ζῆν ἠρτῆϲθαι. ϲημαίνει δὲ καὶ ὄνομα πόλεωϲ. εὕρηται ἀεὶ διὰ βραχέοϲ τοῦ ι. ὥϲ με πόνων ῥύϲαιο παναγρύπνοιο [*](Anth.) μερίμνηϲ. ἀκρὶ μιτωϲαμένη φρόγγον ἐρωτοπλάνον. καὶ αὖθιϲ· ἀραχναίοιο μίτου πολυδίνεα λάτριν, ἄτρακτον, δολιχᾶϲ οὐκ ἄτερ ἀλακάταϲ. καὶ αὖθιϲ· κερκίδα τ᾿ εὐποίητον, ἀηδόνα τὰν ἐν ἐρίθοιϲ, Βακχυλὶϲ εὐκρέκτουϲ εὖ διέκρινε μίτουϲ.

[*](Σ)

1136 Μίτρα: διάδημα, ἢ ζώνη. αἱ μίτραι τό θ᾿ ἁλουργὲϲ ὑπένδυμα [*](Anth.) τοί τε Λάκωνεϲ πέπλοι. πάνθ᾿ ἅμα Νικονόη ϲυνεπέκπιε.

[*](Δ)

1137 Μιτράνηϲ.

1138 Μιτυληναία: τὸ μι βραχύ. τὰν Μιτυληναίαν ἔννεπ᾿ [*](Anth.) ἀοιδοπόλον.

[*](Δ)

1139 Μιτυλήνη: ὄνομα νήϲου. καὶ Μιτυληναῖοϲ, ὁ ἀπὸ τῆϲ αὐτῆϲ νήϲου.

[*](EV.)

1140 Μιχαήλ, βαϲιλεὺϲ Ῥωμαίων, ὁ μετὰ τὸν Ἀρμένιον Λέοντα βαϲιλεύϲαϲ· ὃϲ μικρόν τι τῆϲ προκαταϲχούϲηϲ κακίαϲ ὑπενδούϲ, ὅϲον τοὺϲ ἐν εἱρκταῖϲ καὶ πόνοιϲ καὶ ἐξορίαιϲ ἐλεθερίαν τε καὶ ἄνεϲιν [*](1128 sch. Ar. Pac. 662 1180 — αἰτιατικῇ ═ Synt. Gud. et Laur., An. Ox. 4, 297, 21 1131 ═ Ambr. 791, sch. A 465, Et. M. 589, 6 cf. Ap. S. 113, 6 1133 ═ Lex. Rom. Barocc. 1134 cf. Ambr. 753 1135 — ϲχοινίον aliter Ambr. 702 ἀπὸ—ἠρτῆϲθαι cf. Philol. Suppl. 6, 259 n. 196 ὄνομα πόλεωϲ ═ Ambr. 771 ὡϲ— ἐρωτοπλάνον Anth. 7, 195, 5—6. ἀραχναίοιο—ἀλακάταϲ Anth. 6, 39, 3—4. κέρκιδα sq. Anth. 6, 174, 5—6 1136 — ζώνη ═ P, Ba 302, 12 cf. H, sch. Δ 137, Et. M. 589, 9 αἱ sq. Anth. 6, 292, 1—3 1137 cf. Ambr. 726 1138 τὰν sq. Anth. 7, 17, 2 1139 — νήϲου ═ Ps. Herodian. 84, Zon. 1362 aliter Ambr. 770. Mιτυληναῖοϲ cf. Ambr. 763 1140 Georg. 792, 7—18 ═ EV 1, 155, 21—156, 2) [*](1128 cf. v. M 2090 1130 μιϲῶ alt. sq. ex v. A 4576 1135 Paroem. cf. v. A 3388. Anth. 6, 174 cf. v. K 1400 1136 cf. vv. 1357 et Λ 63) [*](A(GFVM)) [*](1 ζωαῖϲ om. A 1127—8 ordinem corr. M 5 δέ] δέ τι A 1129—30 om. AFV mg. Ar; 1130 non nov. gl. ArG 9 ζήτει] καὶ ζ. Ar 1133 non nov. gl. FV 17 ἄκρον GM 19 ἐν om. A ad 1139 Μιτυλήνη ἀπὸ μίτυϲ, ἡ βουλή· ἐν ταύτῃ γὰρ Ἕλληνεϲ ἐβουλεύοντο mg. add. Ar ad 1140 init. ὁ τραυλόϲ mg. add. V 30 τοὺϲ] τὸν A)

403
ὀνειρώδη φαντάζεϲθαι, τὸ τοῦ προηγηϲαμένου δυϲωνύμου καὶ δυϲϲεβοῦϲ ὑπέθαλπε θεοϲτυγὲϲ φρόνημα, καὶ ὁμοίωϲ τῷ αὐτῷ ἀμφιβλήϲτρῳ περιπαρεὶϲ τῆϲ δεινῆϲ αἱρέϲεωϲ ἰχθύοϲ δίκην τοῖϲ τῶν δογμάτων ϲαθροῖϲ καὶ ἀϲεβέϲιν ἐναπέθανεν ἐξ ἀκροτάτηϲ ἀβελτηρίαϲ τε καὶ ἀλογίαϲ. ἀμύητοϲ γὰρ ϲφόδρα καὶ ἀπαίδευτοϲ ἐτύγχανεν· ἀμαθίαν γὰρ ἐκ πατρῴαϲ ἀλογίαϲ καὶ ἀπειροκαλίαϲ ὥϲπερ ἱκανὴν οὐϲίαν ἐκληρώϲατο.

1141 Μιχαήλ, ϲύγκελλοϲ Ἱεροϲολύμων, ὁ γράψαϲ ἐγκώμιον εἰϲ τὸν μέγαν Διογύϲιον. [*](Suid.) καὶ ζήτει ἐν τῷ Διονύϲιοϲ.

1142 Μιχαίαϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1143 Μιχθῆναι ἢ μιγῆναι: ἀπαντῆϲαι, ϲυμμίξαι, ὁμιλῆϲαι.

[*](Σ)

1144 Μνᾶ: ἑκατὸν δραχμαὶ ποιοῦϲι μνᾶν μίαν. καὶ ζήτει ἐν τῷ [*](Σ) τάλαντον.