Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

61 Λάκκοϲ: ὁ θάνατοϲ· ἐπειδὴ λάκκῳ παραπληϲίωϲ ὁ τάφοϲ ὀρύττεται. [*](Thdr.) Δαβίδ· καὶ ὁμοιωθήϲομαι τοῖϲ καταβαίνουϲιν εἰϲ λάκκον. καὶ τοὺϲ μεγάλουϲ κινδύνουϲ οὕτωϲ ἔθοϲ ὀνομάζειν τῇ θείᾳ γραφῇ. καὶ ἀνήγαγέ με ἐκ λάκκου ταλαιπωρίαϲ. λύϲιϲ ὀνείρου· λάκκῳ καθεῖναι [*](On.) ϲαυτὸ οὐ καλὸν τόδε.

[*](62)

Λακωνίζω: τὰ τῶν Λακώνων φρονῶ. οἱ μὲν ἠττικίκαϲιν, οἱ [*](Δ + Σ) δὲ λελακωνίκαϲι. Λακωνίζειν δὲ παιδικοῖϲ χρῆϲθαι. Ἀριϲτοφάνηϲ [*](Ε) Θεϲμοφοριαζούϲαιϲ β΄.

[*](Σ)

63 Λακωνικαί: ἀνδρεῖα ὑποδήματα. ποῦ τὸ πέοϲ; ποῦ χλαῖνα; ποῦ [*](Ar.) Λακωνικαί; Ἀριϲτοφάνηϲ ἐν Θεϲμοφοριαζούϲαιϲ. καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· τοί τε Λάκωνεϲ ἐΰπεπλοι.

[*](Anth.)

64 Λακωνικαὶ κλεῖδεϲ· ὁ αὐτὸϲ Ἀριϲτοφάνηϲ· περιβόητοι δέ εἰϲιν [*](Ar.) αὗται. οἱ γὰρ ἄνδρεϲ ἤδη κλειδία φοροῦϲι κρυπτά, κακοηθέϲτατα, Λακωνίκα ἄττα, ἔχοντα γομφίουϲ. πρὸ τοῦ μὲν οὖν ἦν ἀλλ’ ὑποῖξαι τὴν θύραν ποιηϲαμέναιϲι δακτύλιον τριωβόλου· νῦν δ’ οὗτοϲ αὐτοὺϲ [*](57 — ἀποϲχίϲματα sch. Greg. cf. Byz. Zt. 26, 10 εἶτα sq. Men. Prot. fr. 20 FHG 4, 227b ═ EL. 193, 5 58 ═ P cf. Ath. 12, 536 f sq. 59 Ar. Nu. 1330 et 1329 60 ═ P 61 λάκκον Thdr. in Ps. 27, 1, PG 80, 1057a. καὶ τοὺϲ— ταλαιπωρίαϲ Thdr. in Ps. 39, 3, PG 80, 1152—3 λάκκῳ sq. Astramps. 32 — φρονῶ cf. Lex. Patm. 148, Phryn. 19, 4; l. ═ Ambr. 225;— λελακωνίκαϲιν falso Phryn. fr. 329 Λακωνίζειν sq. ═ P cf. H; Ar. fr. 338 63— Θεϲμοφοριαζούϲαιϲ sch. Ar. sp.1158 cf. sch. Ar. Th. 142, P, H; Ar. Th.142 τοι sq. Anth. 6, 292, 1 —2 64 Ar. Th. 421—8 c. sch. 423; Men. com. fr. 343) [*](59 cf. v. Μ 1025 63 Ar. cf. v. Π 987; Anth. cf. v. A 1357 et v. Μ 1136 64 cf. v. K 159) [*](ad 57 Θεόλογοϲ add. m. rec. in E 4 Λακόπλουτον AFVM 5 ἐξ] A(GFVME) ἐϲ A 11 Ἀριϲτοφάνηϲ—12 κακά] ὄνομα κύριον F 11 πάττε semel. V, Ar. 16 ὑποδέχονται F, Phot.; ὑπέδεχοντο rell. 18 Δαβίδ om. F 30 ὑποῖξε A 31 οὕτωϲ αὐτὸϲ V)

230
ἐδίδαξε θριπηδέϲτατ᾿  ἔχειν ϲφραγῖδα ἐξαψαμένουϲ. τὰ γὰρ ἀρχαῖα μονοβάλανά φηϲιν εἶναι. Μένανδροϲ Μιϲουμέναιϲ· Λακωνικὴ κλείϲ ἐϲτι, ὡϲ ἔοικέ μοι, περιοιϲτέα, φηϲίν, ὅτι ἔξωθεν περικλείεται, μοχλοῦ περιτιθεμένου ἤ τινοϲ τοιούτου· ὥϲτε τοῖϲ ἔνδον μὴ εἶναι ἀνοῖξαι.

65 Λακωνικὴ τάξιϲ: ἡ κατὰ τοὺϲ ἄνω πολέμουϲ ἀρίϲτη τῶν πρόϲθε γενέϲθαι δοκεῖ. εἰϲ πεντηκοϲτύαϲ καὶ ἐνωμοτίαϲ καὶ μοίραϲ διῃροῦντο αἱ τάξειϲ· καὶ ἦν ὁ ἐλάχιϲτοϲ ἀριθμὸϲ τῆϲ ἐνωμοτίαϲ ἀνδρῶν ε καὶ κ΄.

[*](Σ)

66 Λακωνικὸν τρόπον: περαίνειν, ἢ παρέχειν ἑαυτὰϲ τοῖϲ ξένοιϲ· ἥκιϲτα γὰρ τὰϲ γυναῖκαϲ φυλάϲϲουϲιν οἱ Λάκωνεϲ.

[*](Σ)

67 Λακωνικόϲ: ὁ ϲτερρόϲ, ὁ ἀνδρεῖοϲ. τοιοῦτοι γὰρ οἱ Λάκωνεϲ. καὶ ἐπίρρημα. καὶ Λακωνικὸν πνέων, ἀντὶ τοῦ ἰϲχυρόν· ἢ [*](Ar.) τὰ Λακώνων φρονῶν.

68 Λακωνικῶϲ ταῦτα καὶ ϲυντόμωϲ λέγω: ἀντὶ τοῦ ἀνδρείωϲ· τοιοῦτοι γὰρ οἱ Λάκωνεϲ.

[*](Suid.)

69 Λακωνιϲμόϲ: ἡ πρὸϲ τοὺϲ Λάκωναϲ οἰκειότηϲ· ὥϲπερ Ἀττικιϲμὸϲ ἡ πρὸϲ τοὺϲ Ἀττικούϲ.

[*](Ar.)

70 Λακρατίδηϲ: οὗτοϲ ἀρχαῖοϲ ἄρχων Ἀθήνηϲιν. ἦρχε δὲ ἐπὶ τῶν χρόνων Δαρείου, ἐφʼ οὗ πλείϲτη χιὼν ἐγένετο καὶ ἀπέπηξε πάντα, ὡϲ μὴ δύναϲθαί τινα προϊέναι. διόπερ τὰ ψυχρὰ πάντα Λακρατίδαϲ ἐκάλουν. Ἀριϲτοφάνηϲ· παλαιῷ Λακρατίδῃ τὸ ϲκέλοϲ βαρύνεται. ὅ ἐϲτι διὰ τὸ γῆραϲ οὐχ οἷόϲ τέ εἰμι θᾶττον βαδίζειν.

[*](call.)

71 Λάκτιν: τὴν λεγομένην κώταλιν, τορύνην, ὅ ἐϲτι ζωμήρυϲιν. εὐεργέα λάκτιν.

[*](Hesy.)

72 Λακύδηϲ, Ἀλεξάνδρου Κυρηναίου, φιλόϲοφοϲ, ὃϲ τῆϲ νέαϲ Ἀκαδημίαϲ κατῆρξεν. ἔγραψε δὲ φιλόϲοφα καὶ Περὶ φύϲεωϲ.

[*](Anth.)

73 Λαλαγεῦϲαν: ἐμμελῶϲ φωνοῦϲαν. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· τὰν δὲ πάροϲ λαλαγεῦϲαν ἐν ἄλϲεϲιν ἀγρότιν ἀχώ, πρὸϲ νόμον ἁμετέραϲ τρέψε λυροκτυπίαϲ.

74 Λαλάγημα: τὸ ἀναφώνημα, τὸ ἤχημα. ἱρήν ϲοι θαλάμην, [*](Anth.) ζωάγρια καὶ λαλάγημα ἀντίθεμαι.

[*](Δ)

75 Λαλέοντοϲ: λαλοῦντοϲ.

[*](65 cf. ad v. Ε 1408 66 ═ P cf. H 67— ἀνδρεῖοϲ ═ P, Ba 287 21, H Λακωνικὸν sq. sch. Ar. Lys. 276 68 l. Iul ep. 82 (p. 107, 8 Bidez) 70 Ar. Ach. 220 c. sch. cf. P 71 Call. (fr. 27 Κ. 178 S) c. explic. cf. Et. M. 555,18, sch. Nic. Th. 109 72 cf. Laert 4, 59 73 τὰν sq. Anth. 6, 54 9—10 74 ἱρήν sq. Anth. 6, 220, 15—6)[*](74 cf. v. Θ 6)[*](A(GFVM))[*](6 πρόϲθε FVM μόραϲ coni. Bhd. 9 περιραίνειν V ἑαυτοὺϲ F 11 ὁ alt. A: καὶ F om. GVM 12 ἐπίρρημα ad 68 rettulit Gronov. del. Bhd. καὶ alt. del. Gsf. 69 om. AFV mg. Ar 18 οὗτοϲ— 22 βαδίζειν] ὄνομα κύριο F 24 εὐαργέα F 25 δϲ — 26 φύϲεωϲ om. F 26 δὲ ex A solo 27 φρονοῦϲαν V 28 ἄλγεϲιν V 30 ἀναφώνημα Mec; ᾱφώνημα AMac ἀναφώνημα G πρῶτον φώνημα FV 31 ἀντίθεμα V)
231

76 Λαλητέοϲ· ἅπαϲ’ Ἀχαιῒϲ μνῆμα ϲόν, Εὐριπίδη· οὔκουν ἄφωνοϲ, [*](Anth.) ἀλλὰ καὶ λαλητέοϲ.

77 Λαλιά: ἡ δημηγορία. ἦν δὲ ὁ Ἀρκεϲίλαοϲ ἐν τῇ λαλιά διαϲτατικὸϲ [*](Δ) τῶν ὀνομάτων καὶ παρρηϲιαϲτὴϲ ἱκανῶϲ.

78 Λαλίϲτατον: τὸ κατὰ λόγον ϲοφόν. λέγεται δὲ καὶ ὁ εὔγλωττοϲ [*](Σ) καὶ ὁ εὐφωνότατοϲ.

79 Λαλίϲτερον: φλυαρώτερον, ἀδολεϲχέϲτερον. |

[*](Σ)

80 Λαλῶ· δοτικῇ.

[*](Synt.)