Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Soph.)

582 Λιπαρεῖ χειρί: ἀντὶ τοῦ λιπαρῶϲ, καὶ ϲυνεχῶϲ. καὶ Λιπαρεῖ, πλουϲίᾳ ἀφθόνῳ. Σοφοκλῆϲ· Ἄπολλον, ἢ ϲε πολλὰ δὴ ἀφʼ ὧν [*](Soph.) ἔχοιμι λιπαρεῖ προὔϲτην χερί. νῦν δ’, ὦ Λύκειʼ Ἄπολλον, ἐξ οἵων ἔχω, αἰτῶ, προπιτνῶ, λίϲϲομαι, γενοῦ πρόφρων ἡμῖν ἀρωγὸϲ τῶνδε τῶ βουλευμάτων καὶ δεῖξον ἀνθρώποιϲ τἀπιτίμια.

[*](Ε)

583 Λιπαρήϲ· πρὸϲ δὲ τὸ θεῖον λιπαρὴϲ ἦν καὶ ἔκθυμοϲ ὥϲθ’ ἅμα [*](Ε) αὐτῷ προϲιέναι. καὶ αὖθιϲ· τὰ δὲ γράμματα ὑπόμνηϲιϲ ἦν λιπαρὴϲ τῶν ϲπονδῶν.

[*](Δ)

584 Λιπαρία: ἡ προϲεδρεία. ἐχλεύαζεν αὐτούϲ, ὡϲ ἐκ τῆϲ λιπαρίαϲ [*](Ε) τῆϲ τοϲῆϲδε πλέον ἔχειν οὐδέν. ὁ δὲ ἐτώθαζε τοῦ θεοῦ τούϲ θεραπευτῆραϲ λέγων ἐκ τῆϲ τοϲαύτηϲ λιπαρίαϲ πλέον ἔχειν οὐδέν.

[*](Δ)

585 Λιπαροκρήδεμνοϲ: ἡ πολύτιμον κρήδεμνον ἔχουϲα. ἡ λιπαροκρήδεμνοϲ, Anth. ἵνʼ εἴπωμεν καθʼ Ὅμηρον, χερϲί ϲε ταῖϲ ἰδίαιϲ ἐξεπόνηϲε Χάριϲ.

[*](Ar.)

586 Λιπαρόϲ: ἀνθηρόϲ, παρὰ τὸ λίποϲ· ϲτίλβει γὰρ τὸ ἔλαιον. ἢ ἀντὶ τοῦ ἀληλιμμένοϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· λιπαρὸϲ χωρῶν ἐκ βαλανείου.

[*](Δ)

587 Λιπαρῶϲ: ἐπιμόνωϲ. πάλιν αὐτῶν ἐγκειμένων φιλανθρώπωϲ [*](Ε) ὑπήκουϲε.

[*](577 cf. Ambr. 508 578 Ar. Lys 672 —3 c. sch 579 — παρακαλεί ═ P, Ba 290, 30 cf. H, Ps. Herodian. 77; Et. M. 566, 46 τὸ sq. Ar. Ach. 452 c. sch. 580 παρὰ sq ═ Orion 93, 6, unde Et. M 566, 46 581 ═ P, Σᵃ cf. Ba 291, 2 (in Hdt. 9, 45, 2) 582 — ϲυνεχῶϲ sch. Soph. El. 1378 Ἄπολλον sq. Soph. El. 1377 —82 583 l. cf. Ambr. 513 πρὸϲ —προϲιέναι Aelian. fr. 61 584 l. ═ L ἐχλεύαζεν sq. Aelian. fr. 61. ὁ sq. Aelian. 585 — ἔχουϲα cf. Ambr. 514 (in Σ 382) ἡ sq. Anth. 6, 61, 5—6 586 Ar. Pl. 616 c. sch cf. Apion 587 ἐπιμόνωϲ aliter H, sch. δ 210)[*](578 cf. v χειρουργίαϲ 579 cf. v. 289 582 cf v. τἀπιτίμια)[*](A (G F V M))[*](1 καὶ Λιπαραῖοι G M om F 2 Ἀριϲτοφάνηϲ — 5 γυναῖκεϲ om. F V 6 γλίϲχρωϲ A 7 Εὐριπίδη v. 289, v. l. Ar.; Εὐριπίδηϲ F cp. rell 580 non nov. gl. A 581 om. V, non nov. gl. G M 12 Σοφοκλῆϲ—15 τἀπιτίμια om. F 13 χειρί G V 14 προπιτνῶ —17 αὐτῷ om. sed 16 πρὸϲ— ἔκθυμοϲ post 583 add. V προϲπιτνῶ A 16 δὲ] γὰρ V 17 ἦν] καὶ add. V 19 προϲεδρία F M ἐχλεύαζεν— 21 οὐδέν om. V 19 ὡϲ om. F 20 ἔχειν] ἔχονπαϲ Bhd ὁ— 21 οὐδέν om G F 22 ἔχουϲ’ G V M 23 ϲε] τε G M 28 αὐτῶν] Λιπαρῶϲ coll. los. Ant. 1, 56 cett. Toup)
275

588 Λιπερνῆτιϲ: ἡ πτωχή. παρὰ τὸ λείπεϲθαι ἐρνέων, ὅ ἐϲτι [*](Ecl.) φυτῶν.

589 Λιπερνοῦνταϲ: πενιχρούϲ.

[*](Σ)

590 Λίποϲ, καὶ ἡ δοτικὴ τῷ λίπει.

[*](Δ)

591 Λιποτάκτηϲ: φυγάϲ. τὴν τάξιν αὐτοῦ καταλιπών. καὶ Λειποτακτήϲαϲ, [*](Σ) καταλείψαϲ, φυγών.

592 Λιπῶϲι: λιπαρῶϲι.

[*](Σ)

593 Λίπτω: τὸ ἐπιθυμῶ. καὶ Λελίφθαι, ὁμοίωϲ· ἐξ οὗ καὶ τὸ [*](Δ) λελιημένοϲ.

594 Λίποιμι: καταλείψαιμι.

[*](Δ)

595 Λίριον: καὶ κοινῶϲ τὸ ἄνθοϲ καὶ ἰδίωϲ τόν νάρκιϲϲον καλοῦϲιν Ἀττικοί.

[*](Suid.)

596 Λιρόϲ: ὁ ἀναιδήϲ. καὶ Λιρόφθαλμοϲ.

[*](Δ)

597 Λιρότερον.

[*](Δ)

598 Λίϲ: ὁ λέων. μῦθοϲ· ἐϲ βίοτον κοινὸϲ ὄνῳ γένετʼ ὠμοβόροϲ [*](Δ) λίϲ.

599 Λιϲϲάδαϲ πέτραϲ: λείαϲ καὶ ὁμαλάϲ, τοῖϲ δὲ Σκύθαιϲ πρὸϲ [*](Ε) τὰϲ Ῥωμαϊκὰϲ ναῦϲ ὥϲπερ ἀνόρμουϲ καὶ λιϲϲάδαϲ πέτραϲ ἐξεβιάζετο τὰ ϲκάφη. πάντα δὲ κατεδύετο τὰ ϲκάφη.

600 Λιϲϲή: ἡ ὁμαλή.

[*](Δ)

601 Λίϲϲεϲθαι: λιτανεύειν.