Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

562 Λίνδιοϲ: ὄνομα κύριον. καὶ Λίνδοϲ ἡ Ῥόδοϲ.

[*](550 cf. Ambr. 554 551 — ὠκεανόϲ cf. Ap. S. 108, 28, Et. M. 566, 19 20 Apion, H, sch. Soph. Tr. 636, sch γ 1, P. οἱ ποταμοί cf. sch Ε 709 552 l. ═ Ambr. 459 554 ═ Ambr. 520 555 ═ P cf. H 553 Call. fr. 34 K. an. 43 S (cf. Babr. p. 217) 557 vs. 18 ἐν— 24 ἑαυτούϲ sch. Ar. Av. 186 24 Λιμῷ sq. ═ P, Zen. IV 94, H; Thuc. 5, 116 558 Polyb. 3, 87, 2 559 aliter Ambr. 555 560 cf. Ambr. 547, Ps. Herodian. 276 562 — κύριον ═ Ambr. 473 Λίνδοϲ sq. cf H, Ambr. 517)[*](556 cf. v. Α 1297 561 ex 572)[*](A (G F V M))[*](2 λιμηταναίουϲ G Mec, Proc. 7 ϲημείωϲαι—8 ληφθείϲ om. A F mp. Ar G M 8 ἀπὸ] ἀπὸ τῶν V 550 ex A F solis 13 δὲ om. F V τὴν ex A solo 15 Λιμνοδωριεῖϲ A V 17 καλῆϲ F ἀλεκτήρια G V M 18 ἐν—24. 25 Μηλίῳ om. F 22 αὐτῶν om. A 561 om. A F V mg. Ar 33 καὶ— Ῥόδοϲ om. A F V mg. A. καὶ om. Ar Λίνδιοϲ Ar)
273

563 Λίναιοϲ: ὁ Διόνυϲοϲ.

[*](Δ)

564 Λίνειοϲ μίτοϲ.

[*](Δ)

565 Λινίϲ: ἡ Βάκχη.

[*](Δ)

566 Λίνον λίνῳ ϲυνάπτειϲ: ἐπὶ τῶν τὰ ὅμοια ἐπιμιγνύντων, ἢ [*](Prov. + Σ) παρακρουομένων καὶ ἀπαιτούντων. Στράττιϲ Ποταμοῖϲ.

567 Λινοπλῆγοϲ: φρενοπλῆγοϲ. ἡ εὐθεῖα Λινοπλήξ.

[*](Σ Δ.)

568 Λίνοϲ, Χαλκιδεύϲ, Ἀπόλλωνοϲ καὶ Τερψιχόρηϲ, οἱ δὲ Ἀμφιμάρου [*](hesy.) καὶ Οὐρανίαϲ, οἱ δὲ Ἑρμοῦ καὶ Οὐρανίαϲ. λέγεται δὲ πρῶτοϲ οὗτοϲ ἀπὸ Φοινίκηϲ γράμματα εἰϲ Ἕλληναϲ ἀγαγεῖν, γενέϲθαι δὲ καὶ Ἡρακλέουϲ διδάϲκαλοϲ γραμμάτων καὶ τῆϲ λυρικῆϲ μούϲηϲ πρῶτοϲ γενέϲθαι ἡγεμών.

569 Λίνοϲ ἕτεροϲ, Θηβαῖοϲ, νεώτεροϲ.

[*](Hesy.)

570 Λίνοϲ: εἶδοϲ ὕμνου. Ὅμηροϲ· λίνον δʼ ὑπὸ καλὸν ἄειδεν. οὐ [*](Hom.) διὰ τὸ τὰϲ χορδὰϲ ἀπὸ λίνου εἶναι, ἀλλʼ εἶδοϲ ὕμνου ᾖδον, ὡϲ παῖανα. ἢ λύραϲ χορδή.

[*](Hdt.)

571 Λινοπτωμένη: λίνον ἁλιέωϲ ψυχόμενον ἐποπτεύουϲα.

572 Λίνοϲ: τὸ δίκτυον. Λίνοϲ δὲ παρὰ Θηβαίοιϲ φιλόϲοφοϲ.

[*](Δ)

573 Λιούτωρ: παρὰ Ῥωμαίοιϲ βοηθόϲ.

574 Λίπα: λιπαρὸν κατὰ ἀποκοπήν. Θουκυδίδηϲ· λίπα γὰρ ἀλείψεϲιαο [*](Δ) ὅπωϲ μὴ ἀδικῶνται. καὶ Αἰλιανόϲ· ὁπόταν δὲ προϲίωϲι [*](Ε) κινδυνεύϲοντεϲ, λίπα ἀλείφονται.

575 Λιπαρά: ἡ ἀφύη. Ἀριϲτοφάνηϲ· εἰ τιϲ ὑμᾶϲ ὑποθωπεύϲαϲ λιπαρὰϲ [*](Ar.) καλέϲειε τὰϲ Ἀθήναϲ, εὗρε τὸ πᾶν ἄν. ἀφύων τιμὴν περιάψαϲ. καὶ αὖθιϲ· λιπαρὸν τὸ χρῆμα τῆϲ πόλεωϲ. τουτέϲτι πλουϲία.

576 Λιπάρα: μία τῶν καλουμένων Αἰόλου νήϲων. περὶ τὴν Σικελίαν [*](Harp.) δὲ ἡ Λιπάρα.

[*](563 cf. Ambr 477 566 aliter Zen. IV 96 ═ H; P, sch. Pl. Euthyd. 298 c; Stratt. fr. 38 (1, 722 Κ.) 567 — φρενοπλῆγοϲ ═ P, Ba 290, 29, H Λινοπλήξ Ambr. 457 568 —9 cf. Paus. Per. 9, 29, 9 570 — ὕμνου pr. ═ H, sch. A in Σ 570. Λίνον—ἄειδεν Σ 570 οὐ—παιᾶνα ═ Aristarch. ap. sch A (Aristonic.) in Σ 570 λύραϲ χορδή gl. Hdt. 2, 79 571 aliter sch. Ar. Pac 1178 572 δίκτυον Ps. Herodian. 76 573 ═ Lex. Hom Barocc 574 — ἀποκοπήν ═ Et. M. 566, 47 cf. H, sch. 577 λίπα γὰρ —ἀδικῶνται Thuc. 4, 68, 5 ὁπόταν sq. Aelian fr. 157 575 — περιάψαϲ Ar. Ach. 639— -40 c. sch. λιπαρὸν sq. Ar. Av. 826 c. sch plenior.; πλουϲία cf. Apion 576 Harp ═ P)[*](563 cf. 457 565 cf. 459 566 cf. v Ο 904 572 hinc 561 575 cf. v. Α 4660 et Θ 433)[*](563 om. G M 1 ὁ Διόνυϲοϲ A F; ὄνομα Διονύϲου V cf. 457 564 non A (G F V Μ) nov. gl. F 565 om. G M 4 τῶν om. A ἐπιγνόντων AF (corr. Ar); τῶν add. F 5 ἀπατώντων ed pr.; ad 572 καὶ παρὰ (;i. e. παροιμία) λίνον λίνῳ ϲάπτει, ἐπὶ τῶν τῷ λόγῳ προϲτιθεμένων λέγεται mg. add. A Ποταμίοιϲ sch. Pl. Hemst. 6 Λινοπλήξ A F, Ambr.; Φρενοπλήξ G V  M 7 οἱ 12 νεώτεροϲ om. F 15 παιᾶνοϲ G V M 571 post 567 G, prdo poscit; mg. signo post 567 add M 17 δὲ om. V, nov. gl 18 Αἰούτωρ Barocc., Nunnes 19 Θουκυδίδηϲ— 21 ἀλείφονται om. F 21 κινδυνεύοντεϲ V 22 ἡμᾶϲ G V 5M 24 καὶ— πλουϲία om. F λιπαρὸν τὸ χρῆμα A, Ar.; τὸ χρῆμα λιπαρὸν G V M post 575 Λιπαρόν, τὸ λῖ μακρόν add. G M; cf. 579)
274
[*](Δ)

577 Λιπαραῖοι.

[*](Ar.)

578 Λιπαρέϲ: τὸ προϲεχέϲ. ἐκ τοῦ λίαν παρεῖναι. Ἀριϲτοφάνηϲ· εἰ γὰρ ἐνδώϲει τιϲ ἡμῶν ταῖϲδε κἂν ϲμικρὰν λαβήν, οὐδὲν ἐλλείψουϲιν αὗται λιπαρᾶϲ χειρουργίαϲ. τουτέϲτι τόλμηϲ. ἢ οὐκ ἀφέξονται προϲεχοῦϲ ἔργου αἱ γυναῖκεϲ.

[*](Σ)

579 Λιπαρεῖ: παρακαλεῖ. τὸ λι μακρόν. γλίϲχροϲ, προϲαιτῶν [*](Ar.) λιπαρῶν τʼ Εὐριπίδη.

[*](x + Ecl.)

580 Λιπαρεῖν: τὸ καθικετεύειν· παρὰ τὸ λίαν παρεῖναι.

[*](Σ)

581 Λιπαρεῖτε μένοντεϲ: προϲεδρεύετε μένοντεϲ, ἢ ἐπιμελεῖϲθε μένονπεϲ.