Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

442 Λημαλέοϲ.

[*](Δ)

443 Λήματα: προφητεῖαι. λέγεται δὲ καὶ τὰ ἐξ οἰκείαϲ καρδίαϲ [*](Σ) ἀποφθέγματα.

444 Λημάτια: τὰ βουλεύματα.

[*](Σ)

445 Ληματιᾷϲ: λῆμά ἐϲτι τὸ φρόνημα· ληματιᾷϲ οὖν, μέγα φρονεῖϲ [*](Ar.) λέγεται δὲ καὶ χωρὶϲ τοῦ ι ληματίαϲ, ὁ μεγαλόφρων καὶ ἰϲχυρόϲ.

446 Ληματίαϲ: φρονηματίαϲ, γεννάδαϲ.

[*](Σ)

447 Λήμη: λευκὸν ὑγρὸν ἐν ὀφθαλμοῖϲ ϲυναγόμενον καὶ ἀμβλυώττειν [*](Σ) παραϲκευάζον. παρὰ τὸ λεύω, τὸ βλέπω, καὶ τὸ μή. Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](Ecl. ?) ἀλλ’ ὦ Κρονικαῖϲ γνώμαιϲ ὄντωϲ λημῶντεϲ τὰϲ φρέναϲ, ἤγουν [*](Ar) ἀρχαίαιϲ μωρίαιϲ ἐϲκοτιϲμένοι τὰϲ φρέναϲ· παροιμία ἐπὶ τῶν ἀμβλυωπούντων. λήμη δ’ ἐϲτὶ πεπηγὸϲ δάκρυον, ὅπερ ἐπικαθεζόμενον [*](441 vs. 1 λῆμα—2 τολμηρόν Ar. u. 457 — 8 c. sch 458. vs. 2 λῆμα— 3 πολεμικόν Ar. Eq. 757 c. sch. ἕτερον — ἀναπέφηνε Ar. Th. 459 — 60. παρέξομ’ — δριμύ Ar. Ran. 601 —3 c. sch. vs. 6 ἡ—7 ἀναγκαίηϲ Hdt. 7, 99, 1 vs. 8 λῆμα — 11 ἐπῶν Ar. Ran 898—904 vs. 12 λῆμμα sq. Alex. Aphr. 23, 21; 36, 18—9; 574, 12 —15 443 ═ P, Ba 290, 9 cf. Thdr. in 4 Regg. P G 80, 768 b 444 ═ P, Σᵃ cf. H 445 sch. Ar. Ran. 494 446 ═ P ; — φρονηματίαϲ ═ Σᵃ, Ba 290, 11 cf. H 447 — παραϲκεύαζον ═ P, Ba 290, 12, Et M. 563, 47 cf. sch. Luc. 103, 29 H, sch. Greg. An. Ox 2, 481, 31 παρά —μή cf. Et M. 563 49 ἀλλ’— 264, 3 ὄψειϲ Ar. Pl. 581 c. sch.) [*](445 cf. 441 init. 447 cf. v. Κ 2467) [*](1 καὶ— 11 ἐπῶν om. F 3 τούτεϲτι A: τουτὶ G V M 2 λῆμα— 3 αὖθιϲ A (G F V M) om. V 4 ἀπέφηινε A 7 περὶ G M: παρὰ A V 9 ἀϲτεῖόν— 10 τοῖϲ om. A mg. Ar 10 Αἰϲχύλου Ar G 12 λήμματα G M, Alex 15 τὸ tert. om. V, Alex 16 εἰϲι A F: ἐϲτι G V M, Alex. καὶ om. G V M 17 τό om. F, Alex. 142 om. F 19 Λήμματα Phot. Ba 22 οὖν] ἀντὶ τοῦ add. A 23 δὲ om. F 27 ἤγουν — 28 φρέναϲ om. V)

264
βλάπτει τοὺϲ ὀφθαλμούϲ. ϲημαίνει οὖν τὸ τετυφλωμένε τὰϲ φρέναϲ, ὥϲπερ οἱ τὰϲ λήμαϲ ἔχοντεϲ τῶν ὀφθαλμιώντων ἐμποδίζονται τὰϲ [*](Δ) ὄψειϲ. καὶ Λημῶ, τὸ ἀμβλυώττω. καὶ Λημῶντεϲ τοὺϲ ὀφθαλμούϲ.

[*](Σ)

448 Λημνία δίκη: ἡ κακίϲτη.

[*](Σ)

449 Λήμνιον πῦρ: ἔϲτιν ἀναφορὰ ἐν Λήμνῳ πυρὸϲ χαλεπή τιϲ.

[*](Prov.)

450 Λημνίᾳ χειρί: ὠμῇ καὶ παρανόμῳ. ἀπὸ τῆϲ ἱϲτορίαϲ· φαϲὶ γὰρ τὰϲ ἐν Λήμνῳ γυναῖκαϲ τοὺϲ ἄνδραϲ αὐτῶν ἀνελεῖν αἰτιωμέναϲ, ὅτι αὐταῖϲ οὐκ ἐμίγνυντο.

[*](Σ)

451 Λήμνιον κακὸν βλέπων: πυρῶδεϲ. καὶ παροιμία· Λήμνιον κακόν. ἐκ γὰρ Ἀθηνῶν ἁρπάϲαντεϲ γυναῖκαϲ οἱ Λήμνιοι καὶ τεκνοποιηϲάμενοι ἐξ αὐτῶν κατέϲφαξαν αὐτὰϲ μετὰ τῶν τέκνων. ἐπεὶ δὲ πάπαϲ αἱ γυναῖκεϲ τοὺϲ ἄνδραϲ, ὅτι αὐταῖϲ οὐ προϲεῖχον, ἀνεῖλον ἅμα ταῖϲ τῶν Θρᾳκῶν γυναιξίν, ἐπὶ τῇ δυϲωδίᾳ, ἣν Μυρϲίλοϲ μὲν διὰ τὸν Μηδείαϲ ἐπὶ Ὑψιπύλῃ ζῆλον καταϲχεῖν· Καύκαϲοϲ δὲ διὰ τὸ ὀλιγωρῆϲαι τῆϲ Ἀφροδίτηϲ τὰϲ Λημνίαϲ. ἔνθεν τὰ μεγάλα κακὰ Λήμνια λέγεται.

[*](Δ)

452 Λήμνιοϲ ἀνήρ: ἀπὸ τῆϲ νήϲου Λήμνου.

[*](Δ)

453 Λημνόθεν. ἐπίρρημα ἐκ τόπου· ἀπὸ τῆϲ Λήμνου.

[*](Δ)

454 Ληναΐζω.

[*](Ar.)

455 Ληναΐτηϲ: χορὸϲ ὁ τῶν Ληναίων.

456 Λήναια: ὄνομα ἑορτῆϲ ἐν Ἀθήναιϲ.

457 Ληναῖοϲ: ὄνομα Διονύϲου.

[*](Δ)

458 Ληναιών, Ληναιῶνοϲ: ὄνομα μηνόϲ.

[*](Δ Etym.)

459 Ληνίϲ, ληνίδοϲ. ἡ βάκχη παρὰ τὴν ληνόν.

[*](Thdr. ?)

460 Ληνοβάται: οἱ ἱερεῖϲ.

[*](Thdr.)

461 Ληνὸϲ καὶ προλήνιον: αἱ ἐκκληϲίαι παρὰ τῷ Δαβίδ. καὶ [*](Suid.) Ληνοβάται, οἱ ἱερεῖϲ.