Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

21 Λαγόβαρδοϲ: ἐθνικόν.

[*](Δ)

22 Λαγόβιοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

23 Λαγόνοϲ.

[*](Δ)

24 Λαγορία: ὄνομα πόλεωϲ.

[*](Δ)

25 Λάγοϲ: ὄνομα κύριον. ὃϲ Ἀρϲινόην ἔγημε τὴν Πτολεμαίου [*](10 ἐκπώματοϲ ═ Ambr. 211 cf. Ath. 11, 484 c. Λαβρώνιοϲ ═ Ambr. 86 11 — φλυάρων ═ P, Ba 287, 5, H cf. Et. Sorb. ap. Gsf. ad 554, 27, Zon. 1280 παρὰ alt. —κεχρῆϲθαι ═ H (aliter An. Ox. 2, 385, 31 ex quo Et. M. 554, 31) Ἀντριάδω sq. Anth. 6, 224, 1 —3 12 — καπυρώδη ═ Σa cf. Ba 287, 8, P, H παρὰ τὸ λαγαρύ cf. Et. M. 554, 11 λαγαριζόμενον —μηδέν Ar. sp 674 καὶ Δαβίδ cf. 2 Reg. 6, 19 13 — ὑπόκενον aliter H καὶ λαγαρὸν—περικρεμᾶται Anth. 5, 263, 6. ϲοὶ sq. Anth. 6, 231, 3 14 Ar. Vsp 673—4 15 cf. Ambr. 203 Zon. 1288 16 ═ Ambr. 53 17 Harp. ═ P cf. Ath. 13, 586 e; Lys. fr. 155 18 l. ═ Ambr. 168 19 cf. H, Ambr. 56 20 ═ P, Σa; — αἰϲχρόϲ ═ Ba 287,9 cf. Ambr. 56; κατωφερὴϲ sq. cf. H v. λάγνηϲ 21 cf. Ambr. 125 22 cf. Ambr. 94 23 ═ Ambr. 179 24 ═ Ambr. 155 25 ὃϲ sq. Aelian fr. 285) [*](11 Anth. cf. v. Α 346 12 Ar. cf. 14, vv. Η 589 et τραγαλίζοντα 14 cf. 12 v. Η 589, v. τραγαλίζοντα 21 cf. 642 25 cf. vv. Α 963 et 965) [*](A(GFVM)) [*](1 καὶ Λαβρώνιοϲ om. A 2 κοχλοειδὴϲ AV, Photec 3 πολλοῖϲ λ. κύκλοιϲ ed. pr., Hes. 7 λαγαρόν Kust., Et. 8 λαγαριζόμενον F, v. Η 589 cf. vv. Λ 14 et τραγαλίζοντα: λαγυριζόμενον AGVM 9 δέδωκε F 10 κολλουρία δ᾿ ἄρτου G 11. 12 ἢ ἁπαλότητι om. F 12 ἀντήρκει] ἀντιϲήϲειϲ F 15 Λαγαρυζόμενον bis AGM, v l. v. τραγαλίζοντα, cf. v. 589, ordo poscit 16 κιθαρίου AGM, v. τραγαλίζοντα 18 Λαγιδεύϲ Nauck et Bhd., temere λαγωοῦ] Λαγοῦ in Zon. 1279 Tittmann 19 ἦϲ om. A 21 ὁ om. A 22 iterum post 27 V, Λαγώβιοϲ Ambr. 23 om. F)

227
τοῦ Σωτῆροϲ μητέρα. τοῦτον δὲ τὸν Πτολεμαῖον οὐδέν οἱ προϲήκοντα [*](Ε) ἐξέθηκε ἄρα ὁ Λάγοϲ ἐπʼ ἀϲπίδοϲ χαλκῆϲ. διαρρεῖ δὲ λόγοϲ ἐκ Μακεδονίαϲ, ὃϲ λέγει ἀετὸν ἐπιφοιτῶντα καὶ τὰϲ πτέρυγαϲ ὑποτείνοντα καὶ ἑαυτὸν αἰωροῦντα ἀποϲτέγειν αὐτοῦ καὶ τὴν ἄκρατον ἀκτῖνα, καὶ ὅτε ὕοι, τὸν πολὺν ὑετόν· τούϲ γε μὴν ἀγελαίουϲ φοβεῖν ὄρνιθαϲ, διαϲπᾶν δὲ ὄρτυγαϲ καὶ τὸ αἷμα αὐτῷ παρέχειν τροφὴν ὡϲ γάλα.

26 Λαγωβολεῖον: ἐν ᾦ τοὺϲ λαγωοὺϲ ἀγρεύουϲι.

[*](Δ)

27 Λάγῴδιον.

[*](Δ)

28 Λαγῷ πεινῶντι καὶ πλακοῦντεϲ εἰϲ ϲῦκα: παροιμία πρὸϲ [*](Prov.) τοὺϲ τὰ ἐν ἀνάγκῃ πολυτελῆ λογιζομένουϲ. λύϲιϲ ὀνείρου· φανεὶϲ [*](On.) λαγωὸϲ δυϲτυχεῖϲ ποιεῖ τρίβουϲ.

29 Λαγὼϲ κα θεύδων: ἐπὶ τῶν προϲποιουμένων καθεύδειν. λέγεται [*](Prov. + Σ) καὶ λαγωόϲ, λαγωοῦ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· τὸν ταχύπουν ἔτι παῖδα [*](Anth.) ϲυναρπαϲθέντα τεκούϲηϲ ἄρτι μʼ ἀπὸ ϲτέρνων, οὐατόεντα λαγωόν.

30 Λαγὼϲ περὶ τῶν κρεῶν: παροιμία. δειλὸν γὰρ τὸ ζῷον ὁ. [*](Σ) λαγώϲ. ὅθεν καὶ ὁ Ῥηγῖνοϲ λαγὼϲ ἐλέχθη· καὶ γὰρ τοὺϲ Ῥηγίνουϲ ἐπὶ δειλίᾳ ἐκωμῴδοτν. παροιμία δέ τιϲ ἐϲτίν, ὁ λαγὼϲ τὴν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει. ἐπὶ τῶν διακινδυνευόντων ταῖϲ ψυχαῖϲ καὶ πρὸϲ τοῦτο καρτερῶϲ ἀγωνιζομένων ταττομένη. καὶ παροιμία· ὁ Καρπάθιοϲ [*](Prov.) τὸν λαγών. ἐπὶ τῶν ἑαυτοὺϲ βλαπτόντων· οἱ γὰρ Καρπάθιοι νῆϲον οἰκοῦντεϲ καὶ λαγωοὺϲ οὐκ ἔχοντεϲ ἐπηγάγοντο· οἳ πολλοὶ γενόμενοι ἐλυμαίνοντο τοὺϲ καρπούϲ.

31 Λαγῴοιϲ: τοῖϲ τοῦ λαγωοῦ κρέαϲιν. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἐξ ὧν δύο [*](Ar.) μυριάδεϲ τῶν δημοτικῶν ἐν λαγῴοιϲ καὶ ϲτεφάνοιϲι παντοδαποῖϲι.

32 Λάγυνοϲ: ὁ πανδεκτικόϲ.

[*](Δ)

33 Λάγυνοϲ· Κύπριδι κεῖϲο, λάγυνε μεθυϲφαλέϲ, αὐτίκα δῶρον, καϲιγνήτη [*](Anth.) νεκταρέηϲ κύλικοϲ βακχείαϲ, ὑγρόφθογγε, ϲυνέϲτιε δαιτὸϲ ἐΐϲηϲ, ϲτειναύχην, ψήφου ϲυμβολικῆϲ θύγατερ, θνητοῖϲ αὐτοδίδακτε διήκονε, μύϲτι φιλούντων ἡδίϲτη, δείπνων ὅπλον ἑτοιμότατον.

34 Λάδωνοϲ: ποταμὸϲ Ἀρκαδίαϲ.

[*](Δ)

35 Λάειν: βλέπειν. καὶ ἀλαόϲ, ὁ τυφλόϲ.

[*](Suid.)

36 Λάειοϲ φόνοϲ: ὁ τοῦ Λαΐου.

[*](Δ)

37 Λάιγγεϲ: οἱ μικροὶ λίθοι.

[*](Δ)[*](26 cf. Ambr. 205 27 ═ Ambr. 209 28 φανεὶϲ sq. Astramps. 29 κατεύθειν ═ Zen. IV 84, H cf. P. λαγωὸϲ cf. P τὸν sq Anth. 7, 207, 1—2 30 — ταττομένη ═ P, Zen. IV 85 ὁ Καρπάθιοϲ sq. cf Miller, Mél. 358 n. 80 31 Ar. Vsp. 709 —10 c. sch. 32 ═ Ambr. 141 33 Κύπριδι sq. Anth 6, 248, 6 34 cf. H; — ποταμὸϲ ═ Ambr 98; l. ═ Ps. Herodian. 196 36 l. ═ Ambr. 122 37 cf. H, Ambr. 140, sch. ε 433)[*](30 cf. v. 0 105 et v. Oἰνόη τὴν χ. 31 cf. v. πυρίνῳ 35 ex v. Α 1071)[*](2 δὲ AV; δὲ ὁ GM 3 ὑπερτείνοντα coni. Kust. 6 δὲ om. V A(GFVM) 7 πλακοῦν A εἰϲ ϲῦκα damnat Bhd. παροιμία om. A 14 λαγών Anth. 16 γὰρ om. GM 23 ἐξ ὧν] ἔζων ante ἐν Ar, v. πυρίνῳ 24 μυριάδων V 25 πανδετικόϲ F 33 om. F 35 om. AF post 33 V)
228
[*](Hom.)

38 Λάϊνον ἕϲο χιτῶνα: λιθόλευϲτοϲ ἐγεγόνειϲ.

39 Λαΐοϲ: ὁ Θηβῶν βαϲιλεύϲ· ζήτει ἐν τῷ Οἰδίπουϲ.

40 Δαΐϲ, Λαΐδοϲ: ἡ ἑταιρίϲ. ζήτει ἐν τῷ χελώνη.