Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

181 Λαικαϲτήϲ: ὁ πόρνοϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· λαικαϲτάϲ τε καὶ [*](Ar.) καταπύγοναϲ. τουτέϲτι τοὺϲ πόρνουϲ. ὁ αὐτόϲ· κάμπτει δὲ νέαϲ ἀψῖδαϲ ἐπῶν, τὸ δὲ τορείη καὶ γογγυλίζει καὶ λαικάζει. καὶ Λαικάϲτρια, [*](Δ) ἡ πόρνη.

[*](Δ)

182 Λαίλαϲ: ὁ μὴ ἐκ γένουϲ τύραννοϲ.

[*](Σ)

183 Λαῖλαψ: μετ’ ἀνέμων ὄμβροϲ, καὶ ϲκότοϲ. ὁ δὲ οἷά τιϲ [*](Ε) λαῖλαψ ἐπιθαλάττιοϲ ἢ ῥαγδαῖοϲ ϲκηπτὸϲ ἐξαπιναίωϲ ἐπεφοίτηϲε. [*](Anth.) καὶ αὖθιϲ· λαίλαπι βορραίῃ κλαϲθὲν ἐπεῖδε κέραϲ. τῇ ἐκ τοῦ βορρᾶ. καὶ θηλυκῶϲ. λαίλαψ ἐπειϲπεϲοῦϲα δεινή.

[*](Δ)

184 Λαίλιοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Ar.)

185 Λαῖμα: τὸ αἷμα. παραπεποίηται δὲ παρὰ τὸ λαιμόν. οἱ δὲ λαῖμα, τουτέϲτιν ὅρμημα. ἔτι μέντοι τῶν περὶ τὴν Ἀϲίαν τινὲϲ ἐπὶ τῶ ἀναιδῶν καὶ ἐκτόλμων οὕτω λέγουϲιν. Ἀριϲτοφάνηϲ Ὄρνιϲι· κᾆτ᾿ ἀνῆλθεν αὐτῷ κάτωθεν πρὸϲ τὸ λαῖμα τοῦ καμήλου, Χαιρεφῶν ἡ νυκτερίϲ.

[*](Δ)

186 Λαῖμα: τὸ ἱερόν, θῦμα.

[*](Σ)

187 Λαιμαργία: ἡ ϲύντονοϲ ἐπιθυμία.

[*](Δ)

188 Λαιμάϲϲω: ἀμέτρωϲ ἐϲθίω.

189 Λαιμοπέδη: δι’ ἦϲ δεϲμεῖται ὁ κύων. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· καὶ [*](Anth.) τὰν εὐρῖνον λαιμοπέδαν ϲκυλάκων.

[*](Δ)

190 Λαιμωδῶ: δραπετεύω.

[*](Δ)

191 Λαιμώρη: ἡ λαμυρίϲ.

[*](178 — λαθροδήκτηϲ cf. Sueton. ap. Miller, Mel. 417 et Eust. 1493, 34 Ambr. 63, Et. M. 558, 37, H ϲαίνειϲ sq. sch. Ar. Eq. 1031 cf. 1068; Soph. fr. 800 179 ═ Ambr. 214, Zon. 1292 180 ═ Ambr. 215, Zon. 1292, Ps. Herodian. 76 181 λαικαϲτάϲ —λαικάζει Ar. Ach. 79 c. sch, Ar. Th. 53—4, 567 Λαικάϲτρια sq. ═ L, Ps. Herodian. 76 (═ sch Ar. Ach. 79) 182 ═ Zon. 1281 Theognost. An. Ox. 2, 9, 12; — γένουϲ ═ Ambr. 73; — τύραννοϲ cf. H 183 — ϲκότοϲ ═ P, Σᵃ, Ba 287, 11 cf. H, sch. Δ 278, Erotian. 57, 12 ὁ —ἐπεφοίτηϲε Th. Simoc. 2, 7, 1 λαίλαπι— κέραϲ Anth. 6, 245, 2 λαίλαψ sq. fort. Metaphr. 184 ═ Ambr. 79 185 Ar. Av. 1562—4 c. sch 1563 186 ═ Zon. 1288 v. λαῖγμα cf. H v. λαίγματα, — ἱερόν ═ Ambr. 198 cf. Theognost 9, 13 θῦμα cf. P 187 ═ P, Ba 287, 12; l. ═ Ambr. 174 188 cf. H 189 καὶ sq. Anth. 6, 35, 6 190 cf. Τheognost. 9, 23 191 ═ Theognost. 9, 17; l. ═ Ambr. 145)[*](178 cf. 410 et v. ϲαίνεϲθαι 181 cf. v. Δ 1547 183 Th. cf. v. ϲκηπτόϲ, Anth. cf. v. B 390)[*](A(G F V M))[*](3 παροιμία ante ϲαίνειϲ transtulit F cf. sch. 9 τὸ] τὰ v. Δ 1547, Ar. τορεύει v. Δ 1547, Ar. καὶ pr.] τὸ add. F 13 ἐπιθαλάττιοϲ] ἐπὶ θαλάττηϲ A 14 καὶ — 15 δεινή om. F 15 καὶ — δεινή om. A V 17 πεποίηται P 20 λαῖτμα A, v. l. Ar τοῦ] τῆϲ Ar.)
241

192 Λαίνιλλα.

[*](Δ)

193 Λαιόν: τὸ ἀριϲτερόν.

[*](Δ)

194 Λαιπάνηϲ.

[*](Δ)

195 Λαιϲήϊον: μικρὰ ἀϲπίϲ.

[*](Δ)

196 Λαιϲίνη: πόλιϲ, καὶ κύριον ὄνομα.

[*](Δ)

197 Λαίϲθη: αἰϲχύνη.

[*](Δ)

198 Λαίϲκαπροϲ: ὁ λάγνοϲ.

[*](Δ)

199 Λαιϲκίδηϲ.

[*](Δ)

200 Λαιϲποδίαϲ τὴν φύϲιν: ἀντὶ τοῦ τὴν κνήμην ἔχει ϲαπράν· [*](Ar.) Λαιϲποδίαϲ γὰρ καὶ Δαμαϲίαϲ ὡϲ κακόκνημοι διεβάλλοντο. τοῦτον δὲ τὸν Λαιϲποδίαν καὶ ϲτρατηγῆϲαί φηϲι Θουκυδίδηϲ ἐν τῇ η΄, ἦν δὲ καὶ φιλόδικοϲ. εἶχε δὲ καὶ περὶ τὰϲ κνήμαϲ αἰτίαϲ τινάϲ· διὸ καὶ κατὰ ϲκελῶν ἐφόρει τὸ ἱμάτιον. ἢ ὡϲ Ἰξίων ἐν ταῖϲ λέξεϲιν ὁ ἀκρατὴϲ περὶ τὰ ἀφροδίϲια ὥϲτε καὶ κτήνη ϲποδεῖν.