Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

161 Λαχανηρόν.

[*](Σ)

162 Λαχανίζεϲθαι: ἀντὶ τοῦ λάχανα ϲυλλέγειν· ὡϲ ξυλίζεϲθαι καὶ φρυγανίζεϲθαι.

[*](Δ)

163 Λαχάνωνοϲ.

[*](Ar.)

l64 Λαχάνοιϲ: τοῖϲ λαχανοπωλίοιϲ. ὅτι πολλοὶ εὐορκίαν ἐπιδεικνύμενοι πρὸϲ λάχανα ὀμνύουϲι, μὰ τὰ λάχανα καὶ μὰ τὰ καλὰ λέγοντεϲ.

[*](152 δέουϲιν ═ P v. λάβρα, Ba 288, 18, H cf. Et. M. 557, 47, Lex. rhet. fr. 406 ex Eust. O. 1921, 56, sch χ 128 (ex quo Et. M. 557, 44), gl. Hdt. 1, 180 Moer. 202, 35 vs. 2 Λαύρα — 3 τόποϲ sch. Ar. Pac. 99 153 ═ Ambr 170 154 cf. P, H, sch. Ar. Eq. 362 et Av. 1106 156 sch. Ar. Nu. 52; Eup. fr. 148; Λ 176 157 — θοινηϲάμενοϲ ═ P, Ba 288, 21, H οὕτοι—ϲπλάγχνα Aelian fr. 156 οἱ sq. Th. Simoc 2, 5, 6 158 ═ P, Σa, H, Ba 288, 19 159 ═ Ambr. 58 160 ═ Ambr. 169 161 cf. Ambr. 186 162 ═ P cf. Et M. 558, 14 163 ═ Ambr. 102 164 — λαχανοπωλίοιϲ sch. Ar. Lys. 556)[*](152 vs. 3 Λαύρα sq. cf. v O 827 155 ex v. B 26 158 cf. v. ϲκῦλα 164 ὅτι sq. cf. v. Μ 277)[*](A (G F V M))[*](2 ἢ om. et Λαύρα — 3 τόποϲ post 154 transpos. V 3 καὶ pr. —4 λαούϲ, om. A F V 5 Λαυρεντία (A) V cf. Ambr. 175 6 Ἀττικὸϲ G V M cp. A μέταλλα ed. pr. 155 ex G M solis 10 τρυφή AM: τροφή G V cf. sch. 11 Κόραξι G Κόλαϲϲι V Ὅμηροϲ] καὶ q. G V M 14 λαφύζουϲι V 14. 15 δείξαϲ τὰϲ ϲημαίαϲ] haec ad orationem ducis Romani rettulit Bhd. 18 ἀντίταϲιν 20 λέγονται F cp. A 161 non nov. gl. A F 162 non nov. gl. F 163 ex A V solis 27 ὅτι— 28 λέγοντεϲ om. A F V mg. Ar 27 πολλὴν ed. pr. cp. Ar 28 καλὰ Ar, v. Μ 277: κακὰ G M)
239

165 Λαχάρηϲ, Λαχάρουϲ, Ἀθηναῖοϲ, ϲοφιϲτήϲ· μαθητὴϲ Ἡρακλέωνοϲ [*](Hesy.) Ἀθηναίου, διδάϲκαλοϲ δὲ πλείϲτων, ἐνδόξων δὲ Εὐϲτεφίου καὶ Νικολάου καὶ Ἀϲτερίου· ἀκμάϲαϲ ἐπί τε Μαρκιανοῦ καὶ Λέοντοϲ τῶν βαϲιλέων. ἔγραψε Περὶ κώλου καὶ κόμματοϲ καὶ περιόδου, Διαλέξειϲ, Ἱϲτορίαν τὴν κατὰ Κορνοῦτον, Ἐκλογὰϲ ῥητορικὰϲ κατὰ ϲτοιχεῖον. ὅτι ὁ Λαχάρηϲ ὁ ϲοφιϲτὴϲ βραδύτεροϲ μὲν ἦν πρὸϲ τοὺϲ λόγουϲ, καλὸϲ δὲ καὶ ἀγαθὸϲ τὴν ὄψιν· πρὸϲ ἀρετὴν φιλόϲοφοϲ ἄξιοϲ καλεῖϲθαι μᾶλλον ἢ ϲοφιϲτήϲ. ἐπεὶ καὶ ἄλλωϲ θεοφιλὴϲ ἀνὴρ ἦν, ὅϲ γε τὰϲ ὄψειϲ ἀποβαλὼν πάλιν ἀνεκτήϲατο.

166 Λάχεια γῆ: βραχεῖα.

167 Λαχεῖν δίκην: δικάϲαϲθαι.

[*](Σ)

168 Λάχνη: τρίχωϲιϲ. λέγεται δὲ καὶ ὁ τῆϲ θαλάϲϲηϲ ἀφρόϲ.

[*](Σ)

169 Λαχνήεντα: δαϲέα, τετριχωμένα. καὶ Λαχνήειϲ, ὁ δαϲύϲ.[*]( Σ Δ.) καὶ Λάχνοϲ, ὁ δαϲύϲ.

170 Λάχοϲ: μοῖρα. ἐν οἷϲ ἦν καὶ ϲυὸϲ ἀγρίου μέγα λάχοϲ. λέγεται |[*](Ε) δὲ καὶ Πρόλαχοϲ, ἡ πρώτη μερίϲ. καὶ αὖθιϲ ἐν Μύθοιϲ· τοῦτο μὲν οὖν πρῶτον λάχοϲ (μέροϲ) οἴϲομαι. καὶ αὖθιϲ· ϲφαῖρα[*]( x + Σ) δὲ λάχοϲ κονίηϲ ἐμίχθη.

171 Λαχών: κληρωϲάμενοϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· πρὶν λαχεῖν τὰ κοινὰ [*](Σ) κατεϲθίειϲ. τουτέϲτι πρὶν κληρωθῆναι, πρὶν χειροτονηθῆναι, πρὸ [*](Ar.) διανομῆϲ ἁρπάζειϲ. ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν ἐν τοῖϲ δείπνοιϲ ἁρπαζόντων πρὸ διανομῆϲ.

172 Λάψαι: τῇ γλώττῃ πιεῖν.

[*](Σ)

173 Λάψοντεϲ: ἐπιθυμητικῶϲ ἔχοντεϲ τοῦ πιεῖν· οἱ γὰρ αἵματοϲ [*](Hom.) ἐμπεφορημένοι καὶ διὰ δίψαν ὁρμῶντεϲ ἐν τῇ κρήνῃ ἔχουϲι τὸ παράϲτημα. ζήτει πλατύτερον ἐν τῷ ἀπολάψειϲ.

174 Λαιά: ἀριϲτερά, ἢ κολοβά.

[*](Σ)

175 Λαιδρόϲ: ὁ θραϲύϲ.

[*](Δ)

176 Λαίεται: καταλύεται.

[*](Δ)[*](165 vs. 6 ὅτι sq. Dam. fr. 84 166 aliter sch. ι 116 167 ═ P, Ba 288, 22 cf. H 168 ═ P, Ba 288, 24 cf. H; — τρίχωϲιϲ ═ L; An. Ox. 1, 256, 31 unde Et. M. 558, 18 169 — τετριχωμένα ═ P, Ba 288, 23 cf. H, sch. Σ 415 Λαχνήειϲ, ὁ δαϲύϲ ═ Ambr. 67 Λάχνοϲ sq. ═ P, Ba 288, 26 170 ἐν— λάχοϲ sec. lambl. fr. 4* τοῦτο —οἴϲομαι (praeter μέροϲ) Babr. p. 216. μέροϲ cf. P, H 171 — κληρωϲάμενοϲ ═ Σᵃ, Ba 288, 27, H, sch. ε 40 πρὶν sq. Ar. iq. 258 c. sch. 172 ═ P, Ba 288, 28, H 173 οἱ —παράϲτημα ═ Aristonic. ap. sch. A in Π 161 174 ═ P, Ba 287, 10 cf. H, Et M. 558, 47 175 ═ Ambr. 57 Et. M. 558, 36 cf. H, sch. Nic. Th. 689 176 Zon. 1290 cf. H, Theognost. An. Ox. 2, 9, 10)[*](165 Dam. cf. v. Σουπηριανόϲ 172 cf. 119 174 cf. 193)[*](1 Λαχάρουϲ G M; Λάχουϲ V om. A 2 δὲ alt.] τε Rohde 4 ἔγραψε] A (G F V A M) δὲ add V 5 τὴν] Τέχνην Daub 8 ἐπεὶ —ἀνὴρ hic A, v. Σουπηριανόϲ: post ἀνεκτήϲατο G V M ἀνὴρ ἦν A, v. Σουπηριανόϲ: ἦν ἀνήρ V (et in v. Σουπ) ἦν ὁ ἀνήρ G M 10 γῆ ad explicat. omnes 13 καὶ om. G V M nov. gl. 14 καὶ —δαϲύϲ om. A 17 μέροϲ del. ed. pr.; Pl. Leg. 745 d contulit Ruhnken Tim. p. 173 ϲφαίραϲ Kust. 18 κονίῃϲιν ed. pr. 27 κολωβά V κολόβιον Phot. Ba)
240
[*](Δ)

177 Λαιετόν: τὸ ἀρχαῖον.

[*](Δ)

178 Λαίθαργοϲ: λατροδήκτηϲ. ϲαίνειϲ δάκνουϲα καὶ κύων λαίθαργοϲ [*](Ar) εἶ. παροιμία ἐπὶ τῶν ὑποκρινομένων δῆθεν εὐνοεῖν, ἐπιβουλευόντων δὲ λάθρα.

[*](Δ)

179 Λαιθυράζω: χλευάζω.

[*](Δ)

180 Λαικάζω: ἀπατῶ.