Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

237

141 Λάϲταυροϲ: πόρνοϲ, δαϲὺϲ τὸν ὄρρον, λαϲιόταυρόϲ τιϲ ὤν· ὁ [*](Σ) δαϲὺϲ τὸν ταῦρον. εἴ τιϲ ἐν τοῖϲ Ἕλληϲιν ἢ τοῖϲ βαρβάροιϲ [*](EV) λάϲταυροϲ τὸν τρόπον, οὗτοι πάντεϲ ἑταῖροι τοῦ βαϲιλέωϲ ἦϲαν.

142 Λαταγεῖα· καὶ θηλυκῶϲ λάταγαϲ.

[*](Ar. + Δ)

143 Λάταξ: ἡ μεγάλη ϲταγών. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· τοὺϲ δὲ μεθυϲτὰϲ [*](Anth.) καλλείψω, λατάγων πλέγμαϲι τερπομένουϲ.

144 Λατῖνοι· οἱ νῦν Ῥωμαῖοι· Τήλεφοϲ γὰρ υἱὸϲ Ἡρακλἑουϲ, ὁ ἐπικληθεὶϲ Λατῖνοϲ, μετωνόμαϲε τοὺϲ πάλαι Κητίουϲ λεγομένουϲ Λατίνουϲ. Ἰταλοὶ δὲ οὗτοι πάλιν προϲηγορεύθηϲαν ἔκ τινοϲ Ἰταλοῦ δυναϲτεύϲαντοϲ τῆϲ χώραϲ· Αἰνείου δὲ καταλαβόντοϲ τὴν δύϲιν ἐκλήθηϲαν Αἰνεάδαι· μεθ’ ὃν Ῥωμαῖοι πάντεϲ μετωνομάϲθηϲαν ἀπὸ Ῥωμύλου λαβόντεϲ τὴν ἐπωνυμίαν.

145 Λατρεύω: τὸ τιμῶ· αἰτιατικῇ. ὡϲ τό, οὐκ ἐλάτρευϲαν τὴν κτίϲιν οἱ [*](Synt.) θεόφρονεϲ παρὰ τὸν κτίϲαντα. δοτικῇ δὲ ἐπὶ τοῦ θύω· ὡϲ τό, λατρεύειν ζῶντι θεῷ.

146 Λατρεία: δουλεία ἐπὶ μιϲθῷ. Σοφοκλῆϲ Αἴαϲ· λατρείαϲ ἀνθ’ [*](Δ) ὅϲου ζήλου τρέφει.

[*](Soph.)

147 Λάτρηϲ, λάτρου. θηλυκὼϲ δὲ Λάτριϲ, θεράπαινα, δούλη, [*](Δ + Σ) προϲαῖτιϲ. δείϲαϲ ἡμιγύναικα θεῆϲ λάτριν· ὃϲ τάδ’ ὄρεια ἐνδυτὰ [*](Anth.) καὶ ξανθοὺϲ ἐκρέμαϲε πλοκάμουϲ.

148 Λάτριϲ: τὸ ἁπλοῦν διὰ τοῦ ι. εἰδωλολάτρηϲ δὲ διὰ τοῦ η, ἐν [*](Δ) ϲυνθέϲει.

149 Λάτρον: ὁ μιϲθόϲ. λατρεία γάρ δουλεία ἐπὶ μιϲθῷ. λάτριϲ δὲ [*](Δ) διὰ τοῦ ι. λάτριν ἄγειν παλίνορϲον ἀεικέα τῷ κεραμῆϊ.

[*](Call.)

150 Λατύπη: λιθουργική. ἢ τὸ λεπτὸν τοῦ λίθου.

[*](Σ)

151 Λαυκανίη: ὁ λαιμόϲ.

[*](Δ)[*](141 — ὄρρον cf. H. λαϲιόταυροϲ cf. P ═ Ba 288, 17 εἴ sq. Polyb. 8, 9, 6 ═ ΕV 2, 109, 8 —10 (═ Theopomp. hist. ap. Ath. 4, 167 b) 142 cf. sch. Ar. Pac. 343 143 — ϲταγών cf. Choer. Gramm. Gr. 4, 1, 319, 16, ex quo Et. M. 557, 56 τοὺϲ sq. Anth. 5, 295, 5—6 144 cf. Malal. 162, 4, Georg. 41, 5 — 8 145 οὐκ — κτίϲαντα cf. Ep. Rom. 1, 25. δοτικῇ ═ Synt. Laur. et Gud, An. Ox. 4, 296, 25. λατρεύειν sq. Ep. Hebr. 9,14 146 — μιϲθῷ cf. Et. M. 557, 35 et 39; — δουλεία ═ H; l. ═ Ambr. 167 Αἴαϲ sq. Soph. Ai. 503 147 Λάτριϲ— προϲαῖτιϲ ═ P, Ba 288, 15 cf. H, Et. M. 557, 40 δείϲαϲ sq. Anth. 6, 217, 9 —10 149 — μιϲθῷ cf. An. Ox. 2, 362, 5 (ex quo Et. M. 557, 39) λάτριν sq. Call. fr. 88 K. an. 42 S. (Babr. p. 219) 150 ═ P, Ba 288, 16 cf. H 151 cf. Ap. S. 107, 8, Et. M. 558, 32, H, sch. Χ 325; l. cf. L)[*](142 cf. v. Κ 2153 146 cf. 149; Soph. cf. v. Ζ 56 147 Anth. cf. v. Ο 541 149 cf. 146 151 cf. 315)[*](1 ὄρρον ex Hes. Bhd.: ταῦρον omnes 2 τὸν om. V τοῖϲ alt. om. A A(GF VMB) 4 καὶ om. A θηλυκὸν GVM cp. A 6 καλύψω F 7 Ἡρακλέοϲ V ὁ VM: καὶ A 9 Ἰταλοῦ] Ἰταλίου A; Ῥωμαῖοι πόθεν mg. add. M 145 om. AF mg. Ar et (praeter Λατρεύω τό τι M post 148 V 13 τὸ pr. — 15 θεῷ] δοτικῇ· τὸ ϲεύομαι. (l. ϲέβομαι) λατρεύω δὲ τὸ τιμῶ αἰτ. ὡϲ τὸ οὐκ ἐ. τὴν κτίϲιν V 13 ὡϲ — 14 θύω] λατρεύειν δὲ δοτικῇ Ar 16 Αἴαϲ] οἵαϲ ex Soph. B 147 om. A 18 Λάτρηϲ F: Λάτριϲ GVM θηλυκὸν GVM δὲ] ἡ add. V 22 ϲυνθέϲει] ϲυναγωγῇ V 23 γάρ] δὲ FV 24 κεραμῆϊ] κεραμῆ ἰῶτα V)
238
[*](Σ)

152 Λαύρα: δημόϲιοϲ ϲτενωπόϲ, ἄμφοδοϲ, ῥύμη· διʼ ἧϲ οἱ λαοὶ [*](Ar.) ῥέουϲιν. ἢ Λαύρα, ἡ ϲτενὴ ῥύμη, ἔνθα πᾶϲα ἀκαθαρϲία. ἢ ὁ ῥυπαρὸϲ τόποϲ. καὶ Λαύρα, ἡ ϲτενὴ κατοικία τῶν μοναχῶν. καὶ ζήτει ἐν τῷ οὐδὸϲ ἐϲ λαύρην. λαύρα οὖν παρὰ τὸ δέειν ἐν αὐτῇ τοὺϲ λαούϲ.

[*](Δ)

153 Λαυρέντεια: ὄνομα πόλεωϲ.

[*](Σ)

154 Λαύρειον: τόποϲ Ἀττικῆϲ, ποιῶνμέταλλον.

[*](Suid.)

155 Λαφρία· βαθείᾳ τῇ τριχὶ κομῶντα, καὶ γηραιὸν πολιᾷ. πλοῦτον εἶναι τὴν Λαφρία Ἄρτεμιν.

[*](Ar.)

156 Λαφυγμόϲ: ἡ ἀδηφαγία, καὶ ἡ πρὸϲ τὰ ἐδέϲματα πολυτέλεια· τουτέϲτι ἐκδεδιῃτημένη, πολυτελὴϲ τρυφή. τὸ ἀπλήϲτωϲ ἐϲθίειν. Εὔπολιϲ ἐν Κόλαξι· λαφύϲϲεται λαφυγμὸν ἀνδρεῖον πάνυ. Ὅμηροϲ καὶ ἔγκατα πάντα λαφύϲϲει.

[*](Σ)

157 Λαφύξαϲ: διαϲπαράξαϲ, ἀφειδῶϲ θοινηϲάμενοϲ. Αἰλιανόϲ [*](Ε) οὗτοι οἱ ἀετοὶ λαφύξουϲι τῶν ἐλεφάντων τὰ ϲπλάγχνα. δείξαϲ τὰϲ ϲημαίαϲ. οἱ δὲ Πέρϲαι φρέαϲι περιτυχόντεϲ λαφύττουϲιν ἀπληϲτότερον [*](Ε) καὶ ἐϲ μέγα κακοῦ ἀποκλίνουϲι, τῆϲ κοιλίαϲ αὐτοῖϲ τῇ ἀθρόᾳ τοῦ ὕδατοϲ ἐμβολῇ διενεγκεῖν οὐκ ἐχούϲηϲ τοῦ ἐπιφορτιϲθέντοϲ ὕδατοϲ τὴν ἀντίληψιν.

[*](Σ)

158 Λάφυρα: τὰ ἐκ τῶν πολεμίων ἔτι ζώντων λαμβανόμενα· τὰ δὲ τῶ τεθνεώτων αὐτῶν ϲκῦλα λέγεται.

[*](Δ)

159 Λαφύϲτιοϲ: ὁ λαίμαργοϲ.

[*](Δ)

160 Λαχανεία.