Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

225

1 Λᾶαϲ: λίθοϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· πολυτρήτου τʼ ἀπὸ πέτρηϲ [*](Δ) λᾶαν, ὃϲ ἀμβλεῖαν θῆγε γένυν καλάμου.

[*](Anth.)

2 Λᾶαϲ: λίθοϲ. καὶ Λάου, λίθου. ἀπὸ τῆϲ λᾶοϲ εὐθείαϲ, γενομένηϲ [*](Δ) ἀπὸ γενικῆϲ τῆϲ λᾶοϲ. λᾶοϲ ὑπαὶ ῥιπῆϲ. λέχριόϲ γ’ ἔπ’ ἄκρου [*](Soph.) λάου βραχὺϲ ὀκλάϲαϲ.

3 Λαβαῖϲ, ἐπαφαῖϲ, ἢ ἀφορμαῖϲ, ἢ μέμψεϲι. Λαβὰϲ δὲ ἀμφιϲτόμουϲ, [*](Σ) τὰ ὦτα τοῦ κρατῆροϲ, ἤτοι τὰϲ ἀμφοτέρωθεν ἐϲτομωμέναϲ· [*](soph.) ἢ διὰ τὸ ἑκατέρωθεν τοῦ ϲτόματοϲ ταύταϲ εἶναι· ἢ τὰϲ πρόϲωπά τινα θηρίων ἑκατέρωθεν ἐχούϲαϲ. ὧν κατέρεψον καὶ λαβὰϲ ἀμφιϲτόμουϲ. τουτέϲτιν ἔρεψον καὶ τῶν κρατήρων τὴν κεφαλήν. ὅτι Βαγώαϲ ὁ [*](Ε) Αἰγύπτιοϲ ἔϲφαξεν Ὦχον τὸν Πέρϲην καὶ τὰ μὲν κρέατα ἔφαγε, τὰ δὲ ὀϲτέα μαχαιρῶν εἰργάϲατο λαβάϲ. καὶ αὖθιϲ· λαβαὶ φιλοϲοφίαϲ, ἀριθμητικὴ καὶ γεωμετρική.

4 Λαβεῖν τιμωρίαν: ἐκδικηθῆναι.

[*](Σ)

5 Λάβῃ: αὐθυπότακτον.

[*](Δ)

6 Λαβίνιοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

7 Λαβραγόρην: ϲφοδρῶϲ δημηγοροῦντα.

[*](Σ)

8 Λάβραξ: εἶδοϲ ἰχθύοϲ. καὶ παροιμία· λάβρακαϲ Μιληϲίουϲ. τὴν [*](Ar.) δὲ προϲηγορίαν πεποίηται, διότι κέχηνεν αὐτοῦ τὸ ϲτόμα, καὶ ἀθρόωϲ καὶ λάβρωϲ τὸ δέλεαρ καταπίνει· ὅθεν καὶ εὐχερῶϲ ἁλίϲκεται. ἐν Μιλήτῳ δὲ τῆϲ Ἀϲίαϲ μέγιϲτοι γίνονται λάβρακεϲ καὶ πλεῖϲτοι. Μίλητοϲ δὲ πόλιϲ Ἀϲίαϲ, ἔνθα πολλοὶ γίνονται λάβρακεϲ, διὰ τὴν ἐκδιδοῦϲα λίμνην εἰϲ θάλαϲϲαν. χαίροντεϲ γὰρ οἱ ἰχθύεϲ τῷ γλυκεῖ ὕδατι εἰϲ τὴν λίμνην ἀνατρέχουϲιν ἐκ τῆϲ θαλάϲϲηϲ καὶ οὕτω πληθύνουϲι παρὰ Μιληϲίοιϲ.

9 Λαβρότατοϲ: ϲφοδρότατοϲ.

[*](Δ)[*](1 λίθοϲ ═ An. Ox. 2, 459, 32, Apion cf. sch. B 319 ═ Γ 12, H, An. Ox 1, 258, 4 (et 2, 388, 31), ex quo Et. M. 552, 30 πολυτρήτου sq. Anth. 6, 67, 34 2 — λίθοϲ cf. ad 1 Λάου pr. sq. Soph. OC 195—6 c. sch. cf. Et. M. 552, 50 M 462 3 — μέμψεϲι ═ P, Ba 287, 1 cf sch. Luc 240, 4, Et. M. 554,10, H Λάβαϲ δὲ— κεφαλήν Soph OG 473 c. sch. ὅτι— vs. 12 λάβαϲ ad lo. Antioch. fr. 38 rettulit FHG 4, 554 sed cf. Aelian. fr. 37 (ex v. Α 3201) λαβαὶ sq. Laert. 4, 10 4 ═ P, Ba 287, 7 5 cf. Ambr 231 6 cf Ambr. 80 7 ═ P, Ba 287, 4 cf. H; aliter sch. Ψ 479 8 sch. Ar. Eq. 361 9 ═ H; l Ambr. 42)[*](3 λᾶοϲ] λᾶαϲ A 4 λᾶοϲ ὑπαὶ— 5 ὀκλάϲαϲ om. F 4 λέχρεοϲ GM A(GFVM) λέγχρεοϲ V 10 ὅτι—12 λαβάϲ om F 4 om. V 17 ϲφοδρὸν A 26 ϲφοδρότατοϲ ex F, Hes.)
226
[*](Δ)

10 Λαβρώνιον: εἶδοϲ ἐκπώματοϲ. καὶ Λαβρώνιοϲ.

[*](Σ)

11 Λαβύρινθοϲ: κοχλιοειδὴϲ τόποϲ· λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν φλυάρων. [*](Ecl.)| παρὰ τὸ μὴ λαβεῖν θύραν. ἢ παρὰ τὸ πολλοὺϲ λόγων κύκλουϲ κεχρῆϲθαι. ϲημαίνει δὲ καὶ τὸ τῶν Ἀντριάδων Νυμφῶν ἀνάθημα. [*](Anth.) εἰν ἁλὶ λαβύρινθε, τύ μοι λέγε, τίϲ ϲʼ ἀνέθηκεν ἀγρέμιον πολιᾶϲ ἐξ ἁλὸϲ εὑράμενοϲ;

[*](Σ)

| 12 Λάγανα: πλακουντάρια, ὡϲ καπυρώδη. παρὰ τὸ λαγαρύ. [*](Ar.) καί, λαγαριζόμενον καὶ τρώγοντα τὸ μηδέν. καὶ Δαβὶδ θύϲαϲ ἐπὶ τῇ τῆϲ κιβωτοῦ μεταθέϲει γυναιξὶ καὶ ἀνδράϲι καὶ νηπίοιϲ διέδωκε κολλουρίδα ἄρτου καὶ ἐϲχαρίτην καὶ λαγανιϲτὸν καὶ μερίδα θύματοϲ.

[*](Δ)

13 Λαγαρόν: ὑπόκενον. ἐμηχανῶντο δέ, ὅϲα λαγαρότητι ἢ [*](Ε) ἁπαλότητι πρὸϲ τὰϲ τοξείαϲ ἀντήρκει. καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· καὶ [*](Anth.) λαγαρὸν δειρῇ δέρμα περικρέμαται. καὶ αὖθιϲ· ϲοὶ γὰρ ὑπὲρ ϲχιδάκων λαγαρὸν ποπάνευμα πρόκειται.

[*](Ar.)

14 Λαγαριζόμενον· Ἀριϲτοφάνηϲ· ὡϲ ᾔϲθηνται τὸν ϲύρφακα ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον καὶ τραγαλίζοντα τὸ μηδέν.

[*](Δ)

15 Λάγειον οἷμα: τὸ τοῦ λαγωοῦ.

[*](Δ)

16 Λαγίδηϲ: ὁ τοῦ λαγωοῦ.

[*](Harp.)

17 Λαγίϲκα: ἑταίρα τιϲ, ἧϲ Λυϲίαϲ μνημονεύει.

[*](Δ)

18 Λαγνεία: πορνεία.

[*](Δ)

19 Λάγνηϲ: ἄρϲενικῶϲ ἀντὶ τοῦ ὁ λάγνοϲ.

[*](Σ)

20 Λάγνοϲ: πόρνοϲ, αἰϲχρόϲ, κατωφερὴϲ πρὸϲ τὰ ἀφροδίϲια.