Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

990 Κατέϲκηψε: κατέϲχε.

[*](Σ)

991 Κατεϲκληκώϲ: κατεξηραμμένοϲ. τῷ γε μὴν κατεϲκληκότι [*](Σ) τοῦ βίου καὶ τῇ εἰϲ μετριότητα πλάϲει τῶν ἠθῶν οὕτω δυνηθέντεϲ, ὥϲτε οὐκ ἐλάχιϲτα καὶ οὗτοι πλήθη περιεβάλοντο, ἀϲκητήρια ϲυϲτηϲάμενοι.

992 Κατεϲκλητευμένοϲ: ἐξίτηλοϲ, τεταλαιπωρημένοϲ.

[*](Σ)

993 Κατεϲπάϲθαι: κατενηνέχθαι. ὁ δὲ εἰϲ τοῦτο ἔφη ὑπὸ τῶν [*](Ε) ϲυμφορῶν κατεϲπάϲθαι, ὡϲ μὴ ἂν αὐτοῦ ἕνεκα Ῥωμαίουϲ καταλύϲαϲθαι τόνδε τὸν πόλεμον.

994 Κατέϲπερχε: προετρέπετο, παρεκελεύετο, ϲυνεβούλευε, ϲυνώθει. [*](Ε) λογιϲμὸϲ δὲ αὐτὸν ἐκεῖνοϲ κατέϲπερχεν, ἀνθρώπουϲ ἀκολάϲτουϲ φύϲιν τοὺϲ Τυρρηνούϲ, πολεμίων ἔφοδον μηδαμῆ μηδαμῶϲ ὑφορωμένουϲ, ὑβρίζει καὶ ῥᾳϲτωνεύειν.

995 Κατεϲπίλαϲεν: ἀπροϲδοκήτωϲ ἐπεφάνη. ὁ δὲ ἀδοκήτωϲ τοῖϲ [*](Ε) βαοβαροιϲ ἑωθινὸϲ κατεϲπίλαϲε καὶ εὐδοκίμει τῷ δόρατι.

996 Κατεϲπόδηϲε: κατέκοψεν. ἑτέρα τὸν ἄνδρα τῷ πελέκει κατεϲπόδηϲε. [*](Ar.) καὶ Κατεϲπόδωϲεν ὁμοίωϲ.

[*](Δ)[*](983 ═ P, Ba 272, 28 cf. H 984 ═ P, Σa cf. Ba 272, 29 985 — καταϲειόντων ═ P cf. Ath. 10, 431c καὶ παραχρῆμα sq. Aelian. fr. 78 986 καὶ sq. Aelian. fr. 278 987 sch. Ar. Vsp. 911 988 — ἐξηϲθενηκότα cf. P ═ Ba 271,10 (cf. FV ad 764) 989 ═ P, Σa, Ba 272, 30 cf. H 990 ═ P, Ba 273, 1 991 — κατεξηραμμένοϲ ═ P, Ba 273, 2 τῷ sq. falso Dam. fr. 298 992 cf. P ═ Ba 272, 31 994 λογιϲμὸϲ sq. Aelian. fr. 281 995 ὁ sq. Th. Simoc. 2, 10, 10 996 — κατεϲπόδηϲε Ar. Th. 560 c. sch.)[*](991 cf. vv. Α 2405 et Ε 813)[*](985 om. F 5 ϲειόντων G καὶ om. G, nov. gl. 8 βαρβάροιϲ om. F ArF(GVM) 9 ἐϲ—10 ἔχον om. F 9 αὐτὸν A αὐτοῖϲ Bhd. 10 ἔχων V 11 τυρόν F (ex Ar. Kust.): πυρόν rell. 988 iterum post 764 FV (cf. Plut. Ba) 12, 13 Καταϲκελετούμενα — 13 ἐνεϲτώϲ om. FV2; mg. V1, ὁ δὲ lac. καταϲκελετούμενα textu V1 989—90 om. F 16 Κατεϲκληκόϲ Fec κατεξηραμμένωϲ Fac 17 οὕτω] ὄντων F 18 περιεβάλλοντο GM cf. v. Α 2405 ἀϲκητήρια v. Ε 813, Bhd.: cp. omnes 21 ὁ — 23 πόλεμον om. F 24 Κατέϲπαρχε F 25 ϲυνέϲπερχεν V ἀνθρώπουϲ — 27 ῥᾳϲτωνεύειν om. F 25 φύϲιν] φαϲὶν G; ὄντα. add. Bhd. 29 κατεϲπίλαϲαϲ F)
72
[*](Σ)

997 Κατεϲτιγμένον: πεποικιλμένον.

[*](Σ)

998 Κατεϲτόρεϲε: κατέϲτρωϲεν.

[*](Σ)

999 Κατεϲτρατοπέδευϲε: κατέδραμε πολεμικῶϲ.

[*](Σ)

1000 Κατεϲτυγημένοϲ: μεμιϲημένοϲ.

[*](Δ)

1001 Κατεϲχημένοϲ: κάτοχοϲ. ϲτρατιώτηϲ δὲ ἄρα τιϲ ἐοικὼϲ [*](Ε) κατεϲχημένῳ εἰϲεπήδηϲε καὶ ἀνιχνεύϲαϲ ἀπέτεμεν αὐτοῦ τὴν κεφαλήν.

[*](Ε)

1002 Κατέϲχον: προϲωρμίϲθηϲαν. Πολύβιοϲ· οἱ δὲ Ῥωμαῖοι ἀνήχθηϲαν τριακοϲίαιϲ ναυϲὶ καὶ κατέϲχον εἰϲ Μεϲϲήνην, ὅθεν ἀναχθέντεϲ ἔπλεον. λέγεται δὲ καὶ προϲέϲχον. προϲέϲχον τῷ Λιλυβαίῳ. ὁ αὐτὸϲ Πολύβιοϲ. καὶ αὖθιϲ· ὁ δὲ Πόπλιοϲ κατέϲχε τῆϲ Αἰτωλίαϲ εἰϲ Ναύπακτον.

1003 Κατετάχηϲε: κατέϲπευϲεν.

[*](Ε)

1004 Κατέτεινε: πλεῖϲτον ἠνία. καὶ οὐδὲν ἦν εἴϲ τινα ἔμβραχυ ἀγαθόν, μὴ ἐκείνου κατέτεινε ψυχήν.

[*](Ε)

1005 Κατέτεινε: ϲφοδρῶϲ ἔτυπτε, διήγειρε πρὸϲ πόνον. καὶ τοὺϲ μὲν ἐπῄνει ϲφόδρα, τοὺϲ δὲ κατέτεινε ταῖϲ κολάϲεϲιν.

[*](Ε)

1006 Κατέτρεχεν: ἐπόρθει, ἐληΐζετο, ἐδῄου. ὁ δὲ κατέτρεχε τὴν τῶν Ἰλλυριῶν καὶ Θρᾳκῶν χώραν.

[*](Σ)

1007 Κάτευγμα: κατάρα.

[*](Ε)

1008 Κατευδοκήϲαϲ· ὁ δὲ κατευδοκήϲαϲ τῷ νεανίϲκῳ κατὰ τὴν ἀπάντηϲιν τοῦτον ἀπέλυϲε παραχρῆμα ἐϲ τὸ Πέργαμον.

[*](Σ)

1009 Κατευθικτήϲαϲ: ἐπιτυχών.