Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

970 Κατεπόθη: διὰ τοῦ ο μικροῦ.

[*](Thdr.)

971 Κατέρραξαϲ: κατὰ τοῦ ἐδάφουϲ ἔβαλεϲ. μεταφορικὸϲ ὁ λόγοϲ. ἐπάραϲ κατέρραξάϲ με.

[*](Σ)

972 Κατεργάϲαϲθαι: ἀντὶ τοῦ καταπονῆϲαι. Θουκυδίδηϲ.

[*](Ε)

973 Κατεργάζεται: ἀναιρεῖ, φονεύει. ὁ δὲ τῇ αἰχμῇ διαπείρων τὸ μετάφρενον κατεργάζεται.

[*](Synt.)

974 Κατερεύγομαι· γενικῇ.

[*](Σ)

975 Κατέρεψεν: ἐϲτέγαϲεν, ἢ ἐϲτεφάνωϲε.

976 Κατερεῖν: διαλοιδορήϲαϲθαι. ἦ μὴν ϲυγκρύψειν τὸ πρῶτον, καὶ μὴ κατερεῖν, ἢν μὴ ἀρέϲκῃ.

[*](Δ)

977 Κατερείπω· αἰτιατικῇ. Καταριπόω δέ.

[*](Suid.)

978 Κατερρυηκυιῶν γυναικῶν καὶ οὕτωϲ ἀπατουϲῶν διὰ τῆϲ ἐπειϲάκτου κόμηϲ. ζήτει ἐν τῷ φενάκη.

[*](Ε)

979 Κατεριθευομένου· τὸ δ’ ἐναντίον κατεριθευομένου τοῦ βαϲιλέωϲ καὶ τῆϲ χώραϲ ἀπεχομένου καὶ κατὰ τὴν δικαιοδοϲίαν ἐξακριβοῦντοϲ ἐπιμελῶϲ, ἔλαθον ἐκλυθέντεϲ ταῖϲ διανοίαιϲ, κατολιγωρήϲαντεϲ τῆϲ ἑαυτῶν ἀϲφαλείαϲ.

[*](Suid.)

980 Κατερρικνωμένον: ϲυνεϲτραμμένον, καμπύλον γενόμενον, ἐρρυτιδωμένον.

[*](Σ + Ar.)

981 Κατερρινημένοιϲ: εὐτελέϲιν ἢ κατεξεϲμένοιϲ. ῥίνη γὰρ ἐργαλεῖον τεκτονικόν, ᾧ ῥινοῦϲιν. ἢ εὐτελέϲιν, ὅτι ἐξευτελίζομεν τῇ ῥίνῃ. Ἀριϲτοφάνηϲ περὶ Εὐριπίδου· ἀϲτεῖόν τι λέξαι καὶ κατερρινημένον.

[*](963 ═ Synt. Laur. et Gud. 964 — ἐχαριεντίζετο ═ P, Ba 272, 24, H. Πέρπεροϲ sq. ═ P s. v., Ba 341, 18 967 ═ P, Ba 272, 25 938 ad Aelian. fr. 135 rettulit Hercher, SB Berlin 1875, 7 969 ═ Synt. Laur. et Gud. 970 cf. Ambr. 399, Et. M. 496,15 971 Thdr. in Ps. 101,11, PG 80, 1677d sq. 972 ═ P; Thuc. 7, 21, 2 et 8, 53, 3 974 ═ Synt. Laur. cf. Gud. 975 ═ P, Ba 272, 26 977 — αἰτιατικῇ ═ Synt. Gud. 979 [Polyb.] fr. 173 981 — εὐτελέϲιν ═ P, Ba 272, 27, H. κατεξεϲμένοιϲ sq. Ar. Ran. 902 c. sch.)[*](964 cf. v. πέρπεροϲ 973 cf. v. Α 2012 977 cf. 754 978 ex v. φενάκη 980 ex v. Ε 2991 981 cf. vv. Α 4234 et Λ 441)[*](ArF(GVM))[*](965—6 om. F 5 Κατεπίπρατο GVM 8 τὰ—αὐτῶν om. G 11 διὰ— μικροῦ om. in lac. F 12 Κατέρραξαϲ] Δαβίδ add. G, signo ad λόγοϲ posito mg. add. M 13 με ex AG solis 972—3 ord. corr. M 18 ἤ om. F 19 ϲυγκρίψαϲ G ϲυγκόψειν Hermann καὶ om. V 978 om. F, extra ord. 22 διὰ—23 κόμηϲ] ἤγουν τῆϲ διὰ τοῦ ἔξωθεν καλλωπιϲμοῦ ss. V 24 τὸ — 25 ἀπεχομένου om. F 26 ἐπιμολῶϲ F διανοίαιϲ] καὶ add. Bhd. 980 om. F non nov. gl. A 30 εὐτελέϲ F, sch. 31 Ἀριϲτοφάνηϲ — κατερρινημένον om. F (et fort. delendum))
71

982 Κατεριπώϲει: δοτική. ἡ εὐθεῖα κατερίπωϲιϲ.

[*](Δ)

983 Κατερρύηκεν: ἐϲάπη, ἠφάνιϲται.

[*](Σ)

984 Κατέϲβη: ἐϲβέϲθη, ἐπαύϲατο.

[*](Σ)

985 Κατέϲειε: λέγουϲιν ἐπὶ τῶν ἐν τοῖϲ πότοιϲ προπινόντων. ἡ [*](Σ) δὲ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν τοὺϲ καρποὺϲ καταϲειόντων. καὶ Κατεϲείϲθη, ἀντὶ τοῦ κατέπεϲεν. Αἰλιανόϲ· καὶ παραχρῆμα ἡ οἰκία κατεϲείϲθη [*](Ε) πρηνήϲ.

986 Κατεϲήμαινεν: ἔλεγεν. ὁ δὲ τοῖϲ προϲπλέουϲι βαρβάροιϲ [*](Ε) κατεϲήμαινεν, ἐϲ λόγουϲ αὐτῶν ἐθέλειν ἰέναι. καί πού τιϲ αὐτῷ [*](Ε) κατεϲημήνατο δωμάτιον τὰ τιμιώτατα ἔχον.

987 Κατεϲικέλιζε: κατήϲθιε Σικελικὸν τυρόν.

[*](Ar.)

988 Κατεϲκελετευμένα: λελεπτυϲμένα, ἐξηϲθενηκότα. Καταϲκελετούμενα [*](Σ) δὲ ὁ ἐνεϲτώϲ.

[*](Δ)

989 Κατεϲκειρωμένη: πεπαλαιωμένη.

[*](Σ)