Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

930 Κατέθει: κατέτρεχεν.

[*](Σ)

931 Κατέθορε: κατεπήδηϲεν.

[*](Ε)

932 Κατεκάλει· ὁ δὲ πανταχόθεν κατεκάλει τοὺϲ περιϲῳζομένουϲ τῶν Ἀθηναίων. ἀντὶ τοῦ ἐφώνει.

933 Κατέκανεν: ἀνεῖλεν, ἐφόνευϲε. Ξενοφῶν· ὁ δὲ Κῦροϲ ἄρκτον [*](Ε) ποτὲ ἐπιφερομένην οὐκ ἔτρεϲεν, ἀλλὰ ϲυμπεϲὼν κατεϲπάϲθη ἀπὸ τοῦ ἵππου, καὶ τὰ μὲν ἔπαθεν, ὧν καὶ τὰϲ ὠτειλὰϲ ἔτι εἶχε, τέλοϲ δὲ κατέκανε.

934 Κατʼ ἐκεῖνο δὴ καιροῦ, ἐν ᾧ ὁ βαϲιλεὺϲ ἐτεθνήκει.

[*](Σ)

935 Κατεκήληϲαν: κατεπράϋναν.

[*](Ar.)

936 Κατεκλίνομεν: ἀντὶ τοῦ ἀνεκλίνομεν. οὕτωϲ Ἀττικοί. Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· ἐπεὶ δὲ βωμῷ πόπανα καθωϲιώθη, κατεκλίνομεν τὸν Πλοῦτον, ὥϲπερ εἰκὸϲ ἦν. ἡ κατὰ ἀντὶ τῆϲ ἀνά.

[*](Ε)

937 Κατέλαβε: προέλαβεν, ἐπέϲχε τῆϲ ὁρμῆϲ. καὶ ϲφέαϲ Ἀλέξανδροϲ κατέλαβε ϲοφίῃ, χρήματα δοὺϲ πολλὰ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ἀδελφεήν.

[*](Ar.)

938 Κατελάϲαϲ: ϲυνουϲιάϲαϲ. ἀπὸ τῶν ἀλόγων ζῴων.

[*](Σ)

939 Κατέλεκτο: κατεκοιμήθη.

[*](Σ)

940 Κατέλευϲαν: ἐλίθαϲαν.

[*](Σ)

941 Κατέληξε: κατέπαυϲεν.

[*](Ε)

942 Κατέλυεν: ἔμενεν. εἰϲ τὸ δωμάτιον, οὗ δὴ κατέλυε, γεγονότα.

[*](Ar.)

943 Κατεμελίτωϲεν: ἡδύτητοϲ ἐπλήρωϲεν. Ἀριϲτοφάνηϲ Ὄρνιϲιν· οἷον κατεμελίτωϲε τὴν λόχμην ὅλην.

[*](Thdr.)

944 Κατ᾿ ἐμοῦ ὤμνυον: ὁ ποτὲ ζηλωτὸϲ καὶ περίβλεπτοϲ, νῦν ὅρκοϲ γέγονα τοῖϲ πάλαι θαυμάζουϲι. κατὰ γὰρ τῶν ἐμῶν ὀμνύουϲι ϲυμφορῶν.

[*](925 ═ P, Σa, H, sch. 202 926 ═ P, Σᵃ, sch. Luc. 109, 4 cf. sch. η 285, H 927 ═ Synt. Laur. 931 ═ P, Σa, H 933 ὁ sq. Xen. An. 1, 9, 6 ═ EV 2, 63, 7 — 9 935 ═ P, Ba 272,18 cf. H, Et. M. 510, 38, Herodian. schem. Jb. 149, 344 n. 113 936 Ar. Pl. 660—2 c. sch. 937 καὶ ϲφέαϲ sq. Hdt. 5, 21, 2 938 — ϲυνουϲιάϲαϲ sch. Ar. Pac. 711 939 ═ P, Ba 272,19, H (in Ι 658) 940 ═ P, Ba 272, 20 cf. H, Et. M. 497, 29 941 ═ P, Σa cf. Ba 272, 21, H 942 εἰϲ sq. Proc. h. a. 12,26 (falso Aelian. fr. 81) 943 Ar. Av. 224 c. sch. 944 Thdr. in Ps. 101, 9 PG 80, 1677c)[*](926 cf. 518 et 917 929 cf. 1307)[*](ArF(GVM))[*](926—7 om. F inverso ord. V 4 ἐνταῦθα] τὸν βίον add. F 6 οἱ — 7 Ἀλβανῶν om. F 8 κατέτρεχον V 10 Κατεκάλει—πανταχόθεν om. F 12 Ξενοφῶν—16 ἐτεθνήκει om. F 934 nov. gl. statuit Hemst. 17 Κατεκώλυϲαν, κατεπράυνον F 18 Ἀττικῶϲ GVM 19 πόπανα] πόμα F 20 ἀντὶ — 23 Κατελάϲαϲ om. F 22 αὐτοῦ AGM 29 οἷον om. V ὅλην om. F)
69

945 Κατεμωκῶντο: ἐχλεύαζον. οἱ δὲ τὴν ματαίαν αὐτῶν κατεμωκῶντο [*](Δ + Ε) πολιορκίαν.

946 Κατεμπορεύομαι· γενικῇ.

[*](Synt.)

947 Κατενεμήϲατο: κατέφαγε.

[*](Ps.)

948 Κατέναντι.

[*](Suid.)

949 Κατενήνεκται.

[*](Suid.)