Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Synt.)

909 Κατεγκαλῶ· γενικῇ.

[*](Synt.)

910 Κατεγκρατεύομαι· αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

911 Κατεγλώττιζε: κατεφλυάρει, κατηγόρει, ἐλοιδόρει.

[*](Ar.)

912 Κατεγλωττιϲμένον· Ἀριϲτοφάνηϲ· θηλυδριῶδεϲ καὶ κατεγλωττιϲμένον. ἀντὶ τοῦ πολλαῖϲ γλώτταιϲ μεμιγμένον. γλῶττα δέ ἐϲτι καὶ ἡ λέξιϲ. κυρίωϲ δὲ κατεγλωττιϲμένον ἐϲτὶ τὸ ἔγγλωττον φίλημα. [*](896 Hdt. 6, 29, 2 897 ═ P, Ba 269, 21, H cf. sch. Luc. 28, 11, An. Ox. 2, 457, 28 898 sch. Γ 59 cf. P ═ Σa; Ba 269, 22, H v. κατ᾿ αἶὰν 900 ═ Synt. Laur. 901 ═ P, Σᵃ, Et. Gen., Et. M. 494, 28 cf. Ba 269, 23 sch. Κ 258, L 902 Κατεάγη ═ L cf. Ambr. 409 Κατεαγότα sq. ═ P, Ba 272, 9 903 Dam. fr. 77 cf. Phot. Bibl. 341b 14—16 904 ═ H, P 905 sch. Ar. Pl. 325 906 πολλὰ sq. Dam. fr. 73 (?) 907 ═ P, Ba 272,10, H cf. sch. Ar. Av. 503 908 καὶ sq. Aelian. fr. 47 909 ═ Synt. Laur. et Gud. 911 ═ P, Ba 272, 13 cf. H 912 — φίλημα Ar. Th. 131 c. sch.) [*](897 cf. 1057 903 cf. vv. ὦτα et τὰ ὦτα 905 cf. v. Β 317 911 cf. 503 912 Ar. cf. v. Μ 134. Philostr. cf. vv. Δ 519 et 1030, H 687, Θ 119, Λ 297 hinc v. Α 426) [*](ArF( GVM)) [*](1 κεφαλῶν V κεφαλῆϲ Ath. 4 ἰϲθμὸϲ F 899—900 om. F post 896 inverso ord. V 11 περικεφαλαίου FVec κατώφαν AGM κατωφερήϲ Phot. cf. Et. 903 non nov. gl. M 15 πολύν] Πολύβιοϲ F 17 βλαὺξ F 20 πολλὰ — 21 κατεβόα om. F 22 Κατεβρόχθιϲε — 23 καὶ om. G 23 Κατεγήραϲεν, ἐχρονοτρίβηϲεν F καὶ — 26 αἰτιατικῇ om. F 29 ἀντὶ — 30 κατεγλωττιϲμένον om. F 30 καταγλωττιϲμένον V)

67
καὶ Φιλόϲτρατοϲ· ὁ δὲ Ἀπολλώνιοϲ λόγων ἰδέαν ἐπήϲκηϲεν, οὐ τὴν διθυραμβώδη καὶ φλεγμαίνουϲαν ποιητικοῖϲ ὀνόμαϲιν, οὐδ’ αὖ κατεγλωττιϲμένην καὶ ὑπεραττικίζουϲαν· ἀηδὲϲ γὰρ τὸ ὑπὲρ τὴν μετρίαν Ἀτθίδα ἡγεῖτο· οὐδὲ λεπτολογίᾳ ἐδίδου οὐδὲ διῆγε τοὺϲ λόγουϲ οὐδὲ εἰρωνευομένου τιϲ ἤκουϲεν οὔτε περιπατοῦντοϲ ἐϲ τοὺϲ ἀκροωμένουϲ· ἀλλ’ ὥϲπερ ἐκ τρίποδοϲ, ὅτε διαλέγοιτο, οἶδα, ἔλεγε, καί, δοκεῖ μοι, καί, ποῖ φέρεϲθε; καί, χρὴ εἰδέναι. καὶ δόξαι βραχεῖαι καὶ ἀδαμάντιναι κύριά τε ὀνόματα καὶ προϲπεφυκότα τοῖϲ πράγμαϲι· καὶ τὰ λεγόμενα ἠχὼ εἶχεν, ὥϲπερ ἀπὸ ϲκήπτρου θεμιϲτευόμενα.

913 Κατεγοήτευϲεν.

[*](Δ)

914 Κᾆτ᾿ ἔγωγʼ ἐξηγρόμην: ἀντὶ τοῦ ἔπειτα μετὰ ταῦτα ἐγὼ [*](Ar.) ἐξηγέρθην. ἐπὶ τῶν ψευδομένων. εἰρηκότοϲ γὰρ τοῦ Διονύϲου· ναυμαχήϲαν κατέδηϲα ναῦϲ ιγ΄· ἐπιφέρει ὁ Ἡρακλῆϲ· κᾆτ᾿ ἔγωγ᾿ ἐξηγρόμην· ϲκώπτων Διόνυϲον, καὶ ἐγώ, φηϲίν, ἀνέϲτην ἐξ ὀνείρων, δηλῶν, ὅτι ταῦτα ὄναρ ἔπραξεν. οἱ δὲ τὸν Διόνυϲόν φαϲι ταῦτα λέγειν, ὡϲ τῶν ἐπίτηδεϲ ψευδομένων ἐπιλεγόντων τοῦτο, καθὸ δηλούντων, ὅτι ἐνυπνίῳ έοικε τὸ λεγόμενον.

915 Κατέγραφον· πυθόμενοι δὲ ταῦτα οἱ Συβαρῖται κατέγραφον [*](Ε) ἑαυτοῖϲ εὐδαιμονίαν δι’ αἰῶνοϲ. μὴ γὰρ ἂν ἐκπλεύϲειν τῶν φρενῶν ἐϲ τοϲοῦτον, ὡϲ ἀνθρώπουϲ προτιμῆϲαί ποτε θεῶν.

916 Κατεγγυᾶν: παραδιδόναι. καὶ τὴν αὑτοῦ μητέρα γυναῖκα Σ αὐτῷ κατεγγυᾶν· αἱρεῖϲθαι οὖν, ὃ βούλεται, ϲυγγενείαϲ τε καὶ δουλείαϲ καὶ ῥᾳδίωϲ τεύξεϲθαι τοῦ νομιϲθέντοϲ ἀμείνονοϲ.

917 Κατεδάρθη: κατεκοιμήθη.

[*](Σ)

918 Κατεδαφίζω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

919 Κατέδει: ἐδέϲμει. Ἰώϲηποϲ· καὶ κατέδει τοῦτον τοῖϲ κλήμαϲι [*](Ε) κατὰ τὸ ἰϲχυρότατον.

920 Κατεδηδεϲμένοϲ: καταβεβρωμένοϲ.

[*](Δ)

921 Κατεδηδοκώϲ: καταβεβρωκώϲ.

[*](Σ)

922 Κατεδιῄτηϲε: κατεδίκαϲεν.

[*](Σ)

923 Κατεδημαγώγηϲε: κατεϲτρατήγηϲε καὶ ἦρξε τοῦ δήμου. [*](Ε) Ἀρριανόϲ· τῷ τε ϲτρατηγήματι τῷδε μάλιϲτα φιλανθρώπῳ φανέντι κατεδημαγώγηϲεν οὐκ ἀπιϲτεῖν αὐτῷ καὶ πολεμοῦντι τοὺϲ περιοίκουϲ.

924 Κατεδόξαζον: ἀπείκαζον, ἐνόμιζον. τοὺϲ δὲ περιϲωθένταϲ [*](Ε) κατεδόξαζον εἶναι περὶ διϲχιλίουϲ.

[*](912 vs. 1 ὁ sq. Philostr. 1, 17 913 cf. H 914 Ar. Ran. 51 c. sch. plenior. 915 Aelian. fr. 87 916 — παραδιδόναι ═ P, Ba 272, 11 917 ═ P, Ba 272, 12, H cf. sch. Pl. Ap. 40d 919 καὶ sq. Ios. Ant. 5, 309 920 cf. Ambr. 405, H, sch. Pl. Phaed. 110e 921 ═ P, Ba 272, 14, H (in Ar. Pac. 385) 922 ═ P, Σa cf. Ba 272,15, H 923 τῷ sq. Arr. Parth. vel Exc. fr. 18 914 cf. v. Ε 1714 915 cf. v. Ε 578 917 cf. 518 et 926 1 καὶ — 9 θεμιϲτευόμενα om. F 12 ἐπὶ — 15 λέγειν om. F 13 κατέδυϲα ArF(GVM) ed. pr. 18 δὲ] γὰρ V 19 μὴ—20 θεῶν om. F 23 τεύξαϲθαι A 27 ἰϲχυρότερον F 920 post 921 FV 28 καταβεβρωμένοϲ] κατακεραϲμένοϲ F 29 Κατεδηδωκώϲ GVM, Ba 922—3 ord. corr. M)
68
[*](Σ)

925 Κατέδων: κατεϲθίων.

[*](Σ)

926 Κατέδραθε: κατεκοιμήθη.

[*](Synt.)

927 Κατέδραμον· αἰτιατικῇ.

[*](Ε)

928 Κατέδυ· ὁ δὲ ἐν Καρχηδόνι τὸν βίον κατέϲτρεψε καὶ ἐνταῦθα κατέδυ.

[*](Ε)

929 Κατέθεον: ἐξεπόρθουν, ἐληΐζοντο. οἱ δὲ Κελτοὶ κατέθεον τὴν γῆν τῶν Ἀλβανῶν.