Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

889 Καταιγίζω· αἰτιατικῇ· τὸ βρέχω.

[*](Δ)

890 Καταιγίϲ: ἐπιφορὰ ἀνέμου ϲφοδροῦ. λέγεται δὲ καὶ ἡ ζάλη. [*](Σ) ἢ τὰ ϲφοδρὰ πνεύματα καταιγίδεϲ.

891 Καταιγίϲαϲ: καταϲχίϲαϲ. οἱ γὰρ ἀνατιθέντεϲ τοῖϲ θεοῖϲ καταϲχίζουϲιν, [*](Σ) ἵνα μή τιϲ ἄρῃ. 

892 Καταιδεῖ: καταιϲχύνει.

[*](Σ)

893 Καταιθαλώϲω: καταπρήϲω, κατακαύϲω. καταιθαλώϲω πυρφόροιϲιν [*](Ar.) ἀετοῖϲι.

894 Καταινέϲαντοϲ: ϲυγκαταθεμένου. τοῦ δὲ καταινέϲαντοϲ τὸ νῦν [*](Σ + Ε) εἶναι κατίαϲιν ὑπόϲπονδοι. καὶ Πολύβιοϲ· ὀλίγοι δέ τινεϲ ἦϲαν οἱ [*](Ε) καταινέϲαντεϲ, οἱ δὲ πλείονεϲ ἀντέπιπτον. λέγεται δὲ Καταινοῦντεϲ ἀντὶ τοῦ ϲυγκατατιθέμενοι. καὶ Σοφοκλῆϲ· καὶ καταίνεϲον, [*](Soph.) μήποτε προδώϲειν τάϲδ᾿ ἑκών.

895 Καταιονῶϲι: βρέχουϲιν, ἀντλοῦϲιν, ἀλείφουϲιν. ἔϲτι δὲ καὶ [*](Σ) [*](879 ═ P, Ba 272, 7, H 880 Harp. ═ P, An. Ox. 2, 496, 22; Dem. 45, 1 881 ═ Synt. Laur et Gud. 882 τοὺϲ — ἐκέλευε Polyb. 10, 18, 3 vs. 7 καὶ τὸ sq. Philostr. 2, 11 883 κατακρίνει ═ P, Ba 272, 8, H 884 — τρίβω ═ Ambr. 410 cf. H 885 Ar. Pac. 75 c. sch. cf. Ambr. 376 883 ═ Synt. Gud. 887 sch. Ar. Pac. 42 888 cf. H 889 l. ═ L 890 — ζάλη ═ P, Ba 269, 18, H 891 ═ P cf. H 892 ═ P, Ba 269, 20 893 Ar. Av. 1248 c. sch. plenior. 894 — ϲυγκαταθεμενοῦ cf. H, P τοῦ — ὑπόϲπονδοι Polyb. attr. Toup ὀλίγοι— ἀντέπιπτον Polyb. fr. 6 vs. 28 καὶ alt. sq. Soph. OC 1633—4 895 — ἀλείφουϲιν ═ P, Ba 269, 24 cf. Et. M. 348, 24; 422, 54; 497, 11; Moer. 191, 16 Ambr. 377 et 465, L s. v. κατῃονεῖται, H ἔϲτι sq. Ath. 1, 24d—e) [*](882 cf. 885; hinc 1030 883 cf. 1031 885 cf. 882 892 cf. 1042 894 Polyb. cf. v. Α 1312) [*](2 τοῦ om. V τὰ] κατα V 3 Δημοϲθένηϲ — 4 γενικῇ om. F 5 Πολύβιοϲ—6 ArF (GVM) Φιλόϲτρατοϲ om. F 9 καὶ om. F 10 Ἀριϲτοφάνηϲ—12 αἰτιατικῇ om. F 13 Καταβάτηϲ FG 14 ἢ—γυναικῶν om. F 16 τὰ om. V 23 Καταθαλώϲω cett. F 25 Καταινέϲαντεϲ Vac τοῦ—29 ἑκών om. F 26 καὶ om. V 28 καὶ pr. om. A 30 Καταιονοῦϲι AGM)

66
ἄλλοϲ τρόποϲ καμάτων λύϲεωϲ, ἐκ τῶν κατὰ κεφαλὴν καταιονήϲεων, ὅ ἐϲτι καταντλήϲεων. αἱ γὰρ ἐμβάϲειϲ, περικεχυμένου πάντοθεν τοῖϲ πόροιϲ τοῦ ὕδατοϲ, φράττουϲι τὴν τῶν ἱδρώτων ἔκκριϲιν, καθάπερ ἂν εἴ τιϲ ἠθμὸϲ εἰϲ ὕδωρ βληθείϲ.

[*](Ε)

896 Καταιρεόμενοϲ· ὡϲ δὲ φεύγων κατελαμβάνετο ὑπὸ ἀνδρὸϲ Πέρϲεω, καὶ ὡϲ καταιρεόμενοϲ ὑπʼ αὐτοῦ ἔμελλε ϲυγκεντηθήϲεϲθαι.

[*](Σ)

897 Καταίροντεϲ: καταπλέοντεϲ.

[*](Hom.)

898 Κατ᾿ αἶϲαν: κατὰ τὸ προϲῆκον.

[*](Synt.)

899 Καταιϲχύνω· αἰτιατικῇ καὶ Καταιϲχῦναι.

[*](Synt.)

900 Καταιτιῶμαι· αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

901 Καταῖτυξ: εἶδοϲ περικεφαλαίαϲ, μὴ ἐχούϲηϲ λόφον· κατωφανήϲ.

[*](ΔΣ)

902 Κατεάγη. καὶ Κατεαγότα, κεκλαϲμένα.

903 Κατεαγότων· αὕτη τοίνυν ἡ προθυμία ἐνίοιϲ τῶν τὰ ὦτα κατεαγότων καὶ ἅμα διεφθαρμένων τὰϲ διανοίαϲ ἐπὶ κωμῳδίᾳ ἐτράπη καὶ γέλωτα πολύν.

[*](Σ)

904 Κατεβαυκάληϲε: κατεκοίμιϲεν.

[*](Ar.)

905 Κατεβλακευμένωϲ: βραδέωϲ καὶ τρυφερῶϲ. βλὰξ γάρ ἐϲτιν ὁ μαλθακευόμενοϲ ἐν ὑποκρίϲει τὸ ϲῶμα. καὶ βλακεία, ἡ μεθʼ ὑπεροψίαϲ ὁμιλία.

906 Κατεβόα: κατηγόρει, ἐμέμφετο. πολλὰ δὲ τοῦ δήμου τῶν Ῥωμαίων καὶ τῶν αὐτοκρατόρων κατεβόα.

[*](Σ)

907 Κατεβρόχθιϲε: κατέπιε.

[*](Ε)

908 Κατεγήραϲαν: ἐχρονοτρίβηϲαν. καὶ αἵ γε πεμφθεῖϲαι κατεγήραϲαν ἐν τῇ Τροίᾳ, τῶν διαδόχων μὴ ἀμφικνουμένων.