Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ Synt.)

869 Καταχλευάζω ϲε. γενικῇ δέ· καταχλευάζοντεϲ δὲ τῶν παρακλητικῶν λόγων οἱ ϲταϲιώδειϲ.

[*](Δ)

870 Καταχορδῶ.

[*](Synt.)

871 Καταχορεύω· γενικῇ.

[*](Synt.)

872 Καταχωνεύω· αἰτιατικῇ.

[*](Ar.)

873 Καταχρεμψαμένη: καταπτύϲαϲα.

[*](Synt.)

874 Καταχρῶμαι· δοτικῇ.

875 Καταχρωννῦϲα.

[*](Ar.)

876 Κατάχυϲμα: ζωμόϲ, παρὰ τὸ χέεϲθαι. οἷον κατάχυμα.

[*](Σ)

877 Καταχύϲματα: ἔθοϲ ἦν Ἀθήνηϲιν, ὅτε νεώνητοϲ οἰκέτηϲ εἰϲάγοιτο εἰϲ τὴν οἰκίαν, τὸν δεϲπότην ἢ τὴν δέϲποιναν ἰϲχάδων καὶ καρύων πλῆθοϲ καταχεῖν αὐτοῦ· καταχύϲματα ἐκάλουν. φαϲὶ δὲ καὶ ἐπὶ τῶν πρῶτον πρεϲβευόντων καὶ ἐπὶ τῶν θεωρῶν τοῦτο γίνεϲθαι, ὅτε πρῶτον τοῦτο ἐποίουν.

[*](Ar.)

878 Καταχύϲματα: ἔθοϲ ἦν παῤ Ἀθηναίοιϲ τῶν νεωνήτων δούλων τῶν πρώτωϲ εἰϲιόντων εἰϲ τὴν οἰκίαν, ἢ ἁπλῶϲ τῶν ἐφʼ ὧν οἰωνίϲαϲθαί τι ἀγαθὸν ἐβούλοντο, καὶ τοῦ νυμφίου παρὰ τὴν ἑϲτίαν τραγήματα κατέχεον εἰϲ ϲημεῖον εὐετηρίαϲ· ὡϲ καὶ Θεόπομπόϲ φηϲιν ἐν Ἡδυχάρει· φέρε ϲὺ τὰ καταχύϲματα ταχέωϲ κατάχει τοῦ νυμφίου, καὶ τῆϲ κόρηϲ. εὖ πάνυ λέγειϲ. ϲύγκειται δὲ τὰ καταχύϲματα ἀπὸ φοινίκων, κολλύβων, τρωγαλίων καὶ ἰϲχάδων καὶ καρύων, ἅπερ ἥρπαζον οἱ ϲύνδουλοι. Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· ἰοῦϲʼ εἴϲω κομίϲω τὰ καταχύϲματα ὥϲπερ νεωνήτοιϲιν ἄνδραϲιν.

[*](867 — vs. 7. 8 ἀπολαμπομένηϲ Ar. Ach. 1128 c. sch.; Ν 340—1 868 — καταγέλωϲ sch. Ar. Eccl. 631 ═ P cf. H, Poll. 2, 97. δημοτική sq. Ar. Eccl. 6312 869 γενικῇ sq. cf. Synt. Gud. 591 et Synt. Laur. 871 ═ Synt. Gud. 872 ═ Synt. Gud. 873 sch. Ar. Pac. 815 874 ═ Synt. Laur. et Gud. 876 sch. Ar. Av. 535 cf. H 877 ═ P 3 cf. Bk. 269, 9 878 Ar. Pl. 768—9 c. sch. cf. H; Harp. ═ P 2; Theopomp. com. fr. 14 (1, 736 K.))[*](873 cf. v. Μ 457)[*](ArF (GVM))[*](1 Ἀριϲτοφάνηϲ — 9 καταχέεϲθαι om. F 8 εἶπεν GM 10 Ἀριϲτοφάνηϲ — 11 ἐχόντων om. F 12 γενικῇ — 13 ϲταϲιώδειϲ om. F 869, 872, 874—5, 8701 873 ordo in V 874—5 om. F 876 ante 879 FV 24 καὶ pr. om. F ἐπὶ τῶν pr.] ἐπιόντων V 878 om. F 29 χατέχεον V, sch.: καταχέειν AGM εὐεκτηρίαϲ V 30 τοῦ om. V)
65

879 Καταψαίρουϲι: κινοῦνται.

[*](Σ)

880 Καταψευδομαρτυρηϲάμενοϲ: ἀντὶ τοῦ παραϲχὼν τοὺϲ τὰ [*](Harp.) ψευδῆ μαρτυρήϲανταϲ. Δημοϲθένηϲ ἐν τῷ κατὰ Στεφάνου.

881 Καταψεύδομαι· γενικῇ.

[*](Synt.)

882 Καταψήϲαϲ: τῇ χειρὶ ὁμαλίϲαϲ. Πολύβιοϲ· τοὺϲ δὲ παῖδαϲ καθ᾿ [*](Ar. + Ε) ἕνα προϲαγόμενοϲ καὶ καταψήϲαϲ θαρρεῖν ἐκέλευε. καὶ Φιλόϲτρατοϲ· καὶ τὸ καταψῆϲαι τοῦ ἵππου τὰ ὦτα καὶ τὴν χαίτην.

883 Καταψηφίζεται· γενικῇ. κατακρίνει.

[*](Σ)

884 Καταψήχω: τρίβω καὶ ὁμαλίζω.

[*](Δ)

885 Καταψῶν: καταπραΰνων. Ἀριϲτοφάνηϲ· καὐτὸϲ καταψῶν αὐτὸν [*](Ar.) ὥϲπερ πωλίον. ὥϲπερ πῶλον καταψῶντεϲ, ταῖϲ χερϲὶν ὁμαλίζοντεϲ.

886 Καταψύχω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

887 Καταιβάτηϲ: Ζεὺϲ παῤ Ἀθηναίοιϲ· παρὰ τὸ καταβιβάζειν τοὺϲ [*](Ar.) κεραυνούϲ. ἢ ἀπὸ τοῦ καταβαίνειν διʼ ἔρωτα τῶν γυναικῶν.

888 Κατ᾿ αἶγαϲ ἀγρίαϲ: παροιμία λεγομένη ἐπὶ κατάραϲ. κατ᾿ [*](Σ) αἶγαϲ ἀγρίαϲ τρέπειν τὰ κακά.