Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

848 Καταφιλοϲοφῶν· γενικῇ. διὰ τῆϲ ϲιγῆϲ νικῶν.

[*](Synt.)

849 Καταφλυαρῶ· γενικῇ.

[*](829 ═ Synt. Gud. 830 Κατατραυματίζω ═ Ambr. 518 832 cf. Synt. Laur., Synt. Gud. 591, Boisson. 2, 361 vs. 382, Bk. 152, 6 833 οὐ sq. Polyb. fr. 171 834 ═ Synt Laur. et Gud. 835 ἀλλ᾿ sq. Soph. OC 218 c. sch. (cf. Nauck Mél. gr. rom. 4, 235) 836 ═ Synt Gud., An. Ox. 4, 295, 15 841 ἦν sq. Th. Simoc. 5, 4, 1 842 sch. Ar. Pac. 6 843 ═ P, Ba 271, 30, H 845 ═ P, Ba 272,1 846 ═ P, Ba 271, 31 847 ═ Synt. Gud. 848 γενικῇ ═ Synt. Laur. διὰ sq. ═ P, Ba 272, 2 cf. H 849 ═ Synt. Gud.)[*](831 cf. 1006)[*](ArF(GVM))[*](2 Κατατραυλίζω F 3 ληιζομένων — 4 κατατρεχόντων om. F 832 om. F post 828 V 8 οὐ — 12 αἰτιατικῇ om. F 13 καταφυγή] Καταήν φυγή praemisso 836 V 14 ἀποφυγεῖν FGV 17 οὐκ om. V 838—9 om. F, 838 post 840 V 20 ἀφῃρέθηϲαν— 21 καταυλούμενοι om. F 21 Λακεδαιμόνιοι] Ἀθηναῖοι Mein. (Com. Gr. 2, 658; 4, 634); vv. Β 442 et Ι 411 contulit Bhd. 22 τῶν καταύχμων F 24 φαγεῖν] δὲ add. F 26 μήτε] μηδὲ sch.)
63

850 Καταφονεύω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

851 Καταφορικῶϲ: ϲφοδρῶϲ.

[*](Σ)

852 Καταφωνῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

853 Καταφωρᾶν: ἐλέγχειν.

[*](Δ)

854 Κατάφωροϲ: φανερόϲ.

[*](Σ)

855 Καταφωτίζω· αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

856 Καταφρόνηϲιν: ὁ Θουκυδίδηϲ τὴν ὑπερφρόνηϲίν φηϲιν· ἐπίταϲιν [*](Thuc.) γὰρ ἡ κατά πρόθεϲιϲ ϲημαίνει. οἷον οὐ δύναϲθε εἰπεῖν, ὅτι διὰ τὸ ἔχειν τὰ τρία ταῦτα, οἷον ἀξυνεϲίαν, μαλακίαν, ἀμέλειαν, οὐ πολεμοῦμεν, ἀλλὰ διὰ τὴν καταφρόνηϲιν· ὅ ἐϲτι διὰ τὸ ἄγαν φρονεῖν, καὶ οἷον ὑπερφρονεῖν. καταφρόνηϲιν γὰρ τὴν ἀφροϲύνην λέγει.

857 Καταφρονῶ· γενικῇ.

[*](Synt.)

858 Καταφρυάττομαι· γενικῇ.

[*](Synt.)

859 Καταχαλῶ ϲου· γενικῇ.

[*](Synt.)

860 Καταχαίρων· Ἡρόδοτοϲ· πάρεϲτι δ᾿ εἰκάζειν, εἴτ᾿ εὐνοίῃ ταῦτα [*](Ε) ἐποίηϲαϲ, εἴτε καὶ καταχαίρων. περὶ Δημαρήτου.

861 Καταχέω ϲου· γενικῇ.

[*](Synt.)

862 Κατὰ χεῖραϲ: εὐκόλωϲ.

[*](Σ)

863 Κατὰ χειρὸϲ ὕδωρ λέγουϲιν, οὐ κατὰ χειρῶν οὐδ᾿ ἐπὶ χεῖραϲ, [*](Σ) οὐδὲ ἄλλωϲ πωϲ. καὶ τὸ ῥᾷϲτον πάντων καὶ εὐχερέϲτατον, κατὰ χειρὸϲ ὕδωρ καλοῦϲιν. οὕτωϲ Τηλεκλείδηϲ ἐν Ἀμφικτύοϲιν· εἰρήνη μὲν πρῶτον ἁπάντων ἦν ὥϲπερ ὕδωρ κατὰ χειρόϲ. φέρε, παῖ, [*](Ar.) ϲτέφανον· κατὰ χειρὸϲ ὕδωρ φερέτω τίϲ. ὁ δὲ λέγει· δειπνήϲειν μέλλομεν, ἢ τί. τὸ γὰρ παλαιὸν τοῖϲ εὐωχουμένοιϲ περιέκειντο ϲτέφανοι, καταψύχοντεϲ τὸ κρανίον ἀπὸ τῆϲ τοῦ οἴνου μέθηϲ καὶ θέρμηϲ.

864 Καταχειροτονίαν: ἔθοϲ ἦν Ἀθήνηϲι κατὰ τῶν ἀρχόντων καὶ [*](Harp.) κατὰ τῶν ϲυκοφαντῶν προβολὰϲ ἐν τῷ δήμῳ γίνεϲθαι. εἰ δέ τιϲ καταχειροτονηθείη, οὗτοϲ εἰϲήγετο εἰϲ δικαϲτήριον. οὕτωϲ Δημοϲθένηϲ καὶ Ὑπερίδηϲ καὶ Θεόφραϲτοϲ.

865 Καταχειροτονῶ· γενικῇ.

[*](Synt.)

866 Καταχεῖταί μου ἀήρ.

[*](851 ═ P, Ba 272, 3 852 ═ Synt. Gud. 853 ═ Ambr. 413, sch. Thuc. 1, 82, 1 854 ═ P, Ba 272, 5, H aliter L; l. ═ Ambr. 27 855 ═ Synt. Laur. et Gud. 856 sch. Thuc. 1, 122, 4 857 ═ Synt. Laur. et Gud., An. Ox. 4, 295, 13 858 ═ Synt. Laur. 860 Hdt. 7, 239, 2 861 ═ Synt. Laur. cf. Gud. 862 ═ P, Σa cf. Ba 272, 6 863 — vs. 22 χειρόϲ P cf. Phryn. Ecl. Moer. 201, 30 Telecl. fr. 1, 2 (1, 209 K.) φέρε sq. Ar. Av. 463—4 c. sch. 864 Harp. cf. Bk. 268, 27, P; Dem. 21, 6; Hyper. fr. 218 865 ═ Synt. Laur. et Gud. 866 gl. comic. sec. Bhd.)[*](863 Ar. cf. v. ϲτέφανοϲ)[*](852—5 mg. M 3 Καταφρονῶ G cf. vs. 12 4 Καταφοράν F 5 Κατάφοροϲ ArF(GVM) F 856 post 851 F 7 φηϲιν] δηλοῖ F 859 habent omnes 14 Καταλαλῶ V 16 καὶ ex F, Hdt. Δημαρίτου V Δημαράτου A Μαρήτου F 21 οὔτωϲ—25 θέρμηϲ om. F 31 ἀήρ] λῆροϲ coll. v χάοϲ Bhd. post 866 861 iterum V)
64
[*](Ar.)

867 Κατάχει τοὔλαιον ἐν τῷ χαλκείῳ: Ἀριϲτοφάνηϲ. ἀντὶ τοῦ εἰϲ τὸν ὀμφαλὸν τῆϲ ἀϲπίδοϲ, ἵνα λαμπρότεροϲ γένηται. εἰϲὶ γάρ τινεϲ, οἳ ἐν ἐλαίῳ ὁρῶντεϲ μαντεύονται. ϲμήχει οὖν τὴν ἀϲπίδα καταχέω τὸ ἔλαιον ἐπὶ τῆϲ χαλκῆϲ πτυχόϲ· εἶτα φαιδρυνθείϲηϲ αὐτῆϲ, ἐνοπτριζόμενοϲ εἰϲ αὐτὴν λέγει, ὁρῶ ἐν αὐτῇ γέροντα ὑπὸ δειλίαϲ φεύγοντα, καὶ οἷον μὴ δυνάμενον ὁρᾶν τὴν ἀϲπίδα, διὰ τὴν ἔκλαμψιν. καὶ Ὅμηροϲ· ὅϲϲε δ᾿ ἄμερδεν αὐγὴ χαλκείη κόρυθοϲ ἀπολαμπομένηϲ εἶπεϲ ἂν τὸν Βάκχον οὕτωϲ ἰδεῖν διακείμενον, τοῦ μάϲτιξι μᾶλλον ἢ ἄνθεϲιν ἐαρινοῖϲ καταχέεϲθαι.

[*](Ar.)

868 Καταχήνη: κατάγελωϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· δημοτική γʼ ἡ γνώμη, καὶ καταχήνη τῶν ϲεμνοτέρων ἔϲται καὶ τῶν ϲφραγῖδαϲ ἐχόντων.