Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
827 Κατατοξεύω· αἰτιατικῇ.
[*](Synt.)828 Κατὰ τὸ πρὸϲ Ῥωμαίουϲ ἔχθοϲ Λιβύων καὶ Γαλατῶν Ῥωμαίων [*](Ε) ϲυνιϲταμένων.
[*](818 — vs. 2 ἐρῶ ═ P cf. sch. Pl. Rep. 2, 367b Schanz; Pl. Rep. 2, 358d ὁ — λέγει Aelian. fr. 176 vs. 3 καὶ alt. sq. falso Dam. fr. 177 819 χαλεπὸν Proc. Bell. 1, 20,12 ═ EL 92, 15—7 820 Harp. ═ P; Theophrast. fr. 98 821 ═ Bk. 151, 30 822 Ar. Ran. 366 — 7 c. sch. 823 Ar. Ach. 621—2 c. sch. 824 καὶ sq. fort. Eunap. sec. Bhd. 825 ═ Synt. Laur. et Gud., An. Ox. 4, 295,17 826 Harp. ═ P; Hyper. 1, 9; Philoch. fr. 138 827 ═ Synt. Laur. cf. Gud.)[*](818 Aelian. cf. v ϲτρεβλούμενοϲ. Dam. cf. v. Ε 1052 822 cf. v. Πυρρίχη)[*](2 ἐρῶ om. V ὁ — 7 ὁδὸν] ἀντὶ τοῦ μακρὸν λόγον διεξελεύϲομαι (═ vs. 1) F ArF(GIVM) 3—4 anacoluthiam perspexit Kust. 6 ἔδοξαν V 9 κεῖϲθαι Harp. Phot. 10 Θεόφραϲτοϲ — 14 δοτικῇ om. F 11 δυεῖν A, v. l. Harp. 16 κατετίληϲε γὰρ] κατατιλᾷ F 16 τοῦτο— 22 καρτερόν om. F 18 δρᾶμα] την add. VM lac. AI ἐν δράματι sch. αὐτῆϲ A 20 κατατιλᾶ] nov. gl. omnes 22 πεζοῦϲι GIVM 24 οὐχ — 25 γενικῇ om. F 27 ὑποκάτω] κάτω Harp. Phot. Hyper. 30 ante Ῥωμαίων lac. in A, κατὰ suppl. Port.)829 Κατατωθάζω· αἰτιατικῇ.
830 Κατατραυματίζω ϲε.
831 Κατατρεχόντων: ληϊζομένων, πορθούντων. τῶν δὲ Οὔννων τὰϲ Ῥωμαϊκὰϲ πόλειϲ κατατρεχόντων, πολλὰϲ παραϲτήϲαϲθαι πόλειϲ. [*](Ε) καὶ πᾶϲαν τὴν πόλιν πυρπολοῦνταϲ καταδραμεῖν.
832 Κατατρέχω· ἐπὶ μὲν ἐμψύχων γενικῇ· κατατρέχω νεβρῶν. ἐπὶ δὲ ἀψύχων αἰτιατικῇ· κατατρέχει Αἴγυπτον, ληΐζεται Συρίαν.
833 Κατατρίψειν: καταδαπανήϲειν, χρονιεῖν. οὐ γὰρ ἐδόκει αὐτῷ τὸν ἐν Τυρρηνίᾳ πόλεμον ἀτελῆ καταλείποντι περὶ τῶν ἐκείνῃ πόλεων πραγματεύεϲθαι, δεδοικότι μὴ κατατρίψειεν ἅπαντα τὸν τῆϲ ἀρχῆϲ χρόνον, οὐ πολὺν ὄντα, περὶ τὰϲ ἐλάττουϲ ἀϲχολούμενοϲ πράξειϲ.
834 Κατατροποῦμαι· αἰτιατικῇ.
835 Κατατρυφή: καταφυγή. ἀλλ’ ἐρῶ· οὐ γὰρ ἔχω κατατρυφήν. ἀντὶ τοῦ ἀποφυγὴν τοῦ μὴ εἰπεῖν.
836 Κατατρυφῶ· γενικῇ.
837 Κατατρύχειν: ἔλαττον πιέζειν. οὐκ ἔϲτιν ἀνδρῶν κατατρύχειν ἑαυτοὺϲ μερίμναιϲ ταῖϲ κινδύνουϲ οὐκ ἐχούϲαιϲ.
838 Καταυγάζω.
839 Καταυθαδίζω· γενικῇ.
840 Καταυλούμενοι· αἰτιατικῇ. χλευαζόμενοι. ἀφῃρέθηϲαν δὲ οἱ Λακεδαιμόνιοι τῶν τειχῶν γελώμενοί τε καὶ καταυλούμενοι.
842 Καταφαγεῖν, καταπιεῖν· φαγεῖν διαφέρει τοῦ καταφαγεῖν· φαγεῖν μὲν τὸ τάξει, καταφαγεῖν δὲ τὸ ἀθρόωϲ. καταπιεῖν δὲ τὸ μήτε μαϲώμενον ἐϲθίειν.
843 Καταφάναι: κατειπεῖν.
844 Καταφαντὸν ἢ ἀποφαντόν· ζήτει ἐν τῷ ἀξίωμα.
845 Κατάφαϲιϲ: πρόρρηϲιϲ διὰ ϲυγκαταθέϲεωϲ.
846 Καταφάϲκει: προλέγει, ἐπινεύει.
847 Καταφιλονεικῶ· αἰτιατικῇ.