Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

767 Καταϲκήψαντοϲ: ἐμπεϲόντοϲ.

[*](Σ)

768 Καταϲκιδναμένη: καταϲκορπιζομένη.

[*](Synt.)

769 Καταϲκιρτῶ· γενικῇ.

[*](Synt.)

770 Καταϲκυθρωπῶ· γενικῇ.

[*](Σ)

771 Κατὰ ϲκοπόν: κατὰ τὸ προκείμενον, δέον.

[*](Synt.)

772 Καταϲοβαρεύομαι· γενικῇ.

[*](Σ)

773 Καταϲοβεῖται: καταδιώκεται. καὶ Καταϲοβήϲονται, καταδιωχθήϲονται.

[*](Σ)

774 Καταϲοφιϲθεῖϲα: χλευαϲθεῖϲα.

[*](Σ)

775 Καταϲοφιϲόμεθα· αἰτιατικῇ. τεχναϲόμεθα, μηχανῇ τινι κακώϲομεν. [*](Synt.) Καταϲοφιϲτεύω δὲ γενικῇ.

[*](Synt.)

776 Καταϲπάζομαι· αἰτιατικῇ.

[*](Ar.)

777 Καταϲπᾶν: ἰδίωϲ ἐπὶ τῶν θηλαζόντων βρεφῶν τοῦτο λέγεται. παρὰ τὸ ἐπιϲπᾶν καὶ ἐφέλκειν τὸ γάλα.

[*](Synt.)

778 Καταϲπαταλῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

779 Καταϲπέρχων: ϲπουδάζων.

[*](Ε)

780 Καταϲπεύϲαντα: κακῶϲ βουλευθέντα, ἐχθρὰ βουλευϲάμενον. αἴτιον δὲ τούτων Εὐφήμιον, οἷα εἰϲ πολιτείαν καὶ εἰϲ βαϲιλείαν καταϲπεύϲαντα καὶ τοῖϲ τυραννοῦϲι ϲυμφραξάμενον.

[*](soph.)

781 Καταϲπείραϲ: ἀρχὴν κακῶν παραϲχών. τὸ γὰρ ϲπείραϲ ἐπὶ πλήθουϲ κακῶν τακτέον. ὅϲαϲ ἀνίαϲ μοι καταϲπείραϲ φθίνειϲ. Σοφοκλῆϲ.

[*](Synt.)

782 Καταϲπείρω· τὸ φυτεύω. γενικῇ.

[*](765 — λέγεται Alex. Aphr. 150, 1—3 ἀδικώτατον sq. Polyb. 8, 9, 3 ═ EV 2, 108, 28 109, 1 736 ═ Synt. Laur. et Gud., An. Ox. 4, 296, 1 767 ═ P, Ba 271,12 768 cf. P ═ Ba 271, 13; H 769 ═ Synt. Laur. et Gud. 770 ═ Synt. Laur. et Gud. 771 ═ P, Ba 271,14 772 ═ Synt. Laur. et Gud. 773 ═ P, Ba 271, 15, 16; — καταδιώκεται ═ H 774 ═ P, Σa cf. Ba 271,18, H 775 αἰτιατικῇ ═ Synt. Laur. et Gud. τεχναϲόμεθα — κακώϲομεν ═ P, Ba 271,19 cf. H 776 ═ Synt. Gud. 777 sch. Ar. Eq. 717 778 ═ Synt. Gud. 779 ═ P, Ba 271, 21 780 αἴτιον sq. lo. Antioch. coll. Theodor. Lect. 2, 12, PG 86, 1, 189a attr. de Boor, Herm. 52, 315 sq. 781 Soph. Ai. 1005 c. sch. 782 γενικῇ cf. Synt. Gud.)[*](ArF(GVM))[*](2 εὐθὺϲ Phot.: εὐθὴϲ V εὐθ in lac. AGM Σεύθηϲ Xen. post 764 sed etiam suo loco 988 FV 4 καταϲκευάζειν δὲ G 6 θεμένου F 6. 7 κακοπραγμονέϲτερον παρὰ F 13 δέον] καὶ δέον Bhd. 15. 16 διωχθήϲονται F 19 Καταϲοφιϲτεύω—γενικῇ om. F, nov. gl. AGV 19 δὲ om. VG 26 δὲ] γάρ V εἰϲ alt. om. F 782 om. F)
59

783 Κατὰ ϲπουδήν: μετὰ ϲυντεταμένηϲ προθυμίαϲ. εἰποῦϲα ταῦτα ἐδόκει κατὰ ϲπουδὴν εὐθὺ Λιβάνου τοῦ ὄρουϲ ἀναδραμεῖν.

784 Καταϲπώμενοϲ: καθελκόμενοϲ.

[*](Δ)

785 Καταϲτάϲ: προβληθείϲ, προχειριϲθείϲ. ὁ δὲ Ἐϲδρίαυγοϲ ὑπὲρ [*](E) πάντων καταϲτὰϲ ἔλεξεν ὧδε.

786 Καταϲτάζω· γενικῇ.

[*](Synt.)