Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

646 Καταμέροϲ: ἐπίρρημα.

[*](Synt.)

647 Καταμέμφομαι· δοτικῇ. καὶ τοῖϲ τοῦ θεοῦ ὅροιϲ καταμεμφόμενοι. αἰτιατικῇ δέ· πολλὰ τὸν βαϲιλέα Εὐμένη καταμεμψάμενοι.

[*](Ε)

648 Καταμειδιῶν· γενικῇ. καταφρονῶν. ὁ δὲ μηδὲν εἰπὼν τοῖϲ ἐρευνῶϲιν ἀνεϲταυρώθη, τοῦ θανάτου καταμειδιῶν.

[*](Ar.)

649 Καταμηλῶϲαι: λέγεται τὸ μήλην καθίζεϲθαι ὑπὸ τοῦ ἰατροῦ εἰϲ τὸν λαιμόν· ὡϲ ποιοῦϲι καὶ οἱ ἐμοῦντεϲ, τὸν δάκτυλον καθιέντεϲ εἰϲ τὸν λαιμόν.

[*](Hom.)

650 Κατὰ μῆῤ ἐκάη: κατεκάη τὰ μηριαῖα ὀϲτᾶ.

[*](Ε)

651 Καταμηϲάμενοϲ: ἐπιβαλών, ἐπικαταχέαϲ. Ἰώϲηποϲ· ὁ δὲ περιπρήξαϲ τὴν ἐϲθῆτα καὶ καταμηϲάμενοϲ τῆϲ κεφαλῆϲ κόνιν.

[*](633 Tact. 1 634 ═ P, Σa cf. sch. κ 169, H 635 sch. Ar. Eccl. 453 636 ═ P, Ba 270, 4 cf. H 637 sch. Thuc. 1, 136, 2 638 τῷ sq. Polyb. 8, 31, 5 639 ═ Synt. Laur. et Gud. 641 ═ Synt. Laur. et Gud. 642 ═ Synt. Gud., An. Ox. 4, 296, 13 643 ═ Synt. Laur. cf. Gud. et An. Ox. 4, 295, 11 644 ═ Synt. Laur. et Gud. 647 — δοτικῇ ═ Synt. Laur. et Gud. αἰτιατικῇ ═ Synt. Laur. πολλὰ sq. falso Polyb. fr. 169, veris. Cass. D. vel Diodor. 648 γενικῇ ═ Synt. Laur. et Gud. ὁ sq. Ios Bell. 3, 321 649 sch. Ar. Eq. 1150 650 sch. Α 464; — κατεκάη ═ Ambr. 403 651 ὁ sq. Ios. Bell. 2, 601)[*](649 cf. 1518)[*](ArF(GVM))[*](1 τὸ pr. om. V 3 καταναλίϲκειν V 5 λαμβάνεται V 633—4 inverso ord., corr. M 10 ἀπαγμένου F κυρίωϲ om. A 12 Καταλῦϲαι om. A 638 post 647 V 14 Πολύβιοϲ 25 καταμεμψάμενοι om. F 22 Καταμαί ϲου V 646—7 inverso ord., corr. M; 646 post 642 V 26 καταφρονῶν γενικῇ V 27 ἐϲταυρώθη AGM 28 καθίεϲθαι ed. pr., sch. 32. 33 παραρρήξαϲ F)
51

652 Καταμήλην: μηλῶϲαι καλοῦϲιν οἱ ἰατροὶ τὸ μήλην καθεῖναί [*](Σ) που. ἦν δὲ καὶ παροιμία τιϲ ἐπὶ τῶν τὰ ἄδηλα τεκμαιρομένων. λέγεται δὲ καταμηλοῦν καὶ τὸ βάπτειν ἔρια, ὅταν πιέζηται κινούμενα.

653 Καταμνημονεύω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

654 Καταμονάϲ. καὶ Καταμονομαχῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Δ Synt.)

655 Κατάμφω.

656 Καταμωκώμενόϲ μου: χλευαζόμενοϲ.

[*](Δ)

657 Καταμωλωπίζω.

[*](Δ)

658 Καταμυθεύω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

659 Καταμύουϲι: κλείονται.

[*](Σ)

660 Καταναγκάζω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

661 Κατανάγκη.

662 Καταναλίϲκω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

663 Κατανάλωϲε καὶ κατηνάλωϲε, τὸ αὐτό.

664 Καταναρκῶ· γενικῇ.

[*](Synt.)

665 Καταναϲτάϲ· ὁ δὲ διὰ τὸ τάχοϲ τῆϲ εἰρεϲίαϲ ἀπέπλευϲε, καταναϲτὰϲ [*](Ε) μιᾷ νηῒ παντὸϲ τοῦ τῶν ἐναντίων ϲτόλου. ἀντὶ τοῦ ὑπερβαλών, ὑπερνικήϲαϲ.