Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
606 Κατακροτεῖ: ἄγαν ἐπαινεῖ.
607 Καταλαβεῖν· εἴρηται καὶ ἐπὶ τάχουϲ ποδῶν τὸ καταλαβεῖν, ὅταν λέγωμεν. ὁ δὲ τὸν φεύγοντα διώξαϲ κατέλαβεν. οἱ δὲ ῥήτορεϲ καὶ ἐπὶ τοῦ κολάζειν. Ἀντιφῶν· μὴ ἀναίτιον καταλαβόντεϲ τὸν αἴτιον.
608 Καταλαλιά: ἡ εἴϲ τιναϲ ὑπό τινων βλαϲφημία παρὰ τῷ Ἀποϲτόλῳ.
609 Καταλαλῶ· γενικῇ ἐπὶ ἐμψύχων. καθήμενοϲ κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ ϲου κατελάλειϲ. καί, κατελάληϲαν τοῦ θεοῦ καὶ εἶπον. ἐπὶ δὲ ἀψύχων αἰτιατικῇ. μὴ καταλάλει τὸν γειτνιῶντα, ἀλλὰ μᾶλλον τίμα.
610 Καταλαμβάνω· αἰτιατικῇ.
611 Καταλάμπω· αἰτιατικῇ.
612 Καταλλάττω· αἰτιατικῇ.
613 Καταλεγέϲθω· καταταττέϲθω.
614 Καταλέγω· γενικῇ.
[*](595 κατοχὴ ═ Cyrill. τὴν sq. Marin. c. 33 597 — κατακώχιμοι Synes. Dio PG 66, 1161c 598 ὁ — αὐτήν Thuc. 4, 112, 3 601 ═ Synt Gud. cf. Laur. 602 cf. Synt. Gud. 603 ═ H, sch. Π 548 cf. Ambr. 555 604 ═ Synt. Gud, An. Ox. 4, 296, 11 cf. Bk. 152, 31 605 ═ Synt. Gud. 606 ═ P, Ba 269, 30 cf. H 607 cf. Bk. 275, 12; Antiph. 2, 4, 11 608 Ἀποϲτόλῳ 2 Cor. 12, 20 609 — ϲου ═ An. Ox. 4, 295, 9; — γενικῇ ═ Synt. Laur. καθήμενοϲ—κατελάλειϲ Ps. 49, 20; κατελάληϲαν—εἶπον Ps. 77, 19 610 ═ Synt. Laur. cf. Gud. 611 ═ Synt. Laur. 612 ═ Synt. Laur. et Gud. cf. Bk. 151, 25 613 ═ P, Ba 270, 1 614 ═ Bk. 153, 33)[*](ArF(GVM))[*](595 post 1078 FV 2 εἴ—3 θεοῦ om. F 2 ὡϲ κἂν εὐθείαϲ V 3 θεόν V 596 om. F post 1080 add. p. 47, 29 καὶ — 30 ὄμματα V 8 ἐπίρρημα om. F 10 καὶ— 11 ὁλοκλήρου om. F 11 ἀντὶ τοῦ om. G 12 ἐπίρρημα om. F ὁ—17 γενικῇ om. F 603 post vs. 13 πόλιν V 25 τινων] τινοϲ G 609 om. F mg. M post 617 V 33 καταττέϲθω FV)615 Καταλεύϲιμον: τὸν ἄξιον τοῦ καταλευϲθῆναι εἶπε Δείναρχοϲ [*](Σ) ἐν τῷ κατὰ Λυκούργου.
616 Καταλείβει: καταϲτάζει.
[*](Σ)617 Καταληΐζεται: διαρπάζει.
[*](Σ)618 Κατάλληλον: ἁρμόδιον.
[*](Σ)619 Καταλλήλωϲ: ἀκολούθωϲ, ἁρμοζόντωϲ.
[*](Σ)620 Καταληπτικόϲ: προκαταλαμβανόμενοϲ τοὺϲ ἀκούονταϲ, ὥϲτε [*](Ar.) θόρυβον μὴ κινῆϲαι.
621 Καταληρῶ· γενικῇ.
[*](Synt.)622 Κατάληψιϲ: γνῶϲιϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· καὶ περίλεξιν καὶ [*](Ar.) κροῦϲιν καὶ κατάληψιν. μουϲικῶϲ δὲ ταῦτα εἶπε. λέγουϲι γὰρ κατάληψιν, ἐπειδὰν καταλάβωϲι τῷ πλήκτρῳ ἢ τοῖϲ δακτύλοιϲ τὰϲ χορδὰϲ πλήξαντεϲ, ὡϲ καὶ ἀποτείνεϲθαι τὸν φθόγγον.
623 Κατάληψιϲ: τὸ εὑρίϲκειν τέχνην.
[*](Δ)624 Καταλιμπάνω ϲε: ἀφίω ϲε.
[*](Δ)625 Καταλίπωμεν: αὐθυπότακτον.
[*](Δ)