Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

2752 Κυρηβάϲιοϲ.

[*](Σ)

2753 Κυρήβια: πίτυρα, καὶ τὰ τῶν κριθῶν ἀποβρέγματα· τὰ ἄχυρα. [*](Ar.) ἢ τῶν πυρῶν. ἢ ἔνθα αἱ κάχρυϲ φρύγονται. κάχρυϲ δὲ εἰϲὶν αἱ ἀληλεϲμέναι κριθαί.

[*](Δ + Harp.)

2754 Κυρηβίων καὶ Κυρηβίωνοϲ: ἐπώνυμόν ἐϲτιν Ἐπικράτουϲ, τοῦ Αἰϲχίνου κηδεϲτοῦ.

[*](2745 vs. 7 Κύρβειϲ—10 παροιμία ═ Zen. IV 77 vs. 10 Κύρβειϲ sq. sch. Ar. Av. 1354 cf. P2; F Gr Hist 244 fr. 107 2743 sch. Ar. Nu 448 cf. H, Tim. 2747 ═ P, Ba 285, 24 cf. H, sch. Ψ 821 2748 ═ Ambr. 1881 2749 Harp. ═ P; lsocr. 4, 144 2750 ═ L cf Ambr. 1814 2751 Ar. Eq. 272 c. sch. 2752 ═ Ambr. 1782 2753 — ἀποβρέγματα ═ P cf H, sch. Ar. Eq. 254, Erotian. 55, 15; Et. M. 548, 4 ═ An. Ox. 2, 496, 32. τὰ ἄχυρα—πυρῶν Atticistae fonti attr. Wentzel ἐνθα sq. sch. Ar. Eq. 254 2754 praeter. καὶ Κυρηβίωνοϲ Harp. ═ P Κυρηβίωνοϲ ═ Ambr 1808)[*](2753 cf. 12, 1156, 1985, v. τὰϲ ὀδούϲ 2754 cf. v. Ε 2417)[*](A(GFVM))[*](2 φαϲι A 3 θυϲίαϲ An. Ox. 1, Κust. 4 τοιοῦτο A 10 Κύρβιϲ F 11 ἀνατεταμέναϲ GM ἀνατεταμμένη F cf. sch. γὰρ om. V cf. sch. 13 Κύρβιοϲ F 20 Ἀρταξέρξην Harp. Phot, e Xen. Kust. 24 ἐκκλίνοι A ἐνκλίνει ἄν] ἀντὶ τοῦ ed, pr. ἄλλωϲ sch. 28 κάγχρυϲ bis F 2754—5 inverso ord. GM, ordo poscit)
219

2755 Κυρήβιοϲ: ἀπὸ τόπου.

2756 Κύρημα: ἐπίτευγμα, ϲυγκύρημα, ἕρμαιον.

[*](Σ)

2757 Κυρηναῖοϲ: ἀπὸ Κυρήνηϲ.

[*](Δ)

2758 Κυρηνήτηϲ: ἀπὸ τόπου. ὅτι ἡ Κυρηναικὴ κληθεῖϲα αἵρεϲιϲ ἀπὸ [*](Δ) Ἀριϲτίππου φιλοϲόφου ἤρξατο.

[*](Suid.)

2759 Κυρία: ἡ κατὰ φύϲιν ὑπάρχουϲα δύναμιϲ. καὶ κυρία, ἡ ὡριϲμένη [*](Σ) καὶ ἐμπρόθεϲμοϲ ἡμέρα. ἀθρόον τε ἐν αὐτῇ τῇ κυρίᾳ ἐπιπεϲόντεϲ [*](Ε) τοῖϲ ἡγεμόϲι πάνταϲ ἀπέκτειναν. καὶ Κυριώτατον, τὸ τελεώτατον. [*](Ε) ὁ Πολύβιοϲ· κυριώτατον ἦν τὸν πόλεμον φυγεῖν ἀπὸ τῆϲ Μακεδονίαϲ.

2760 Κυρία ἐκκληϲίαϲ: οἱ πρυτάνειϲ ϲυνῆγον τὴν βουλὴν καὶ τὸν [*](Harp.) δῆμον, ἢ τὴν βουλὴν ὁϲημέραι, πλὴν ἐάν τιϲ ἀφέϲιμοϲ ἢ· τὸν δὲ δῆμον τετράκιϲ τῆϲ πρυτανείαϲ ἑκάϲτηϲ. ἐν δὲ τῇ κυρίᾳ ἐκκληϲίᾳ ἔδει τὰϲ ἀρχὰϲ ἀποχειροτονεῖν, οἳ ἐδόκουν μὴ καλῶϲ ἄρχειν, καὶ περὶ τῆϲ φυλακῆϲ δὲ τῆϲ χώραϲ· καὶ τῆϲ εἰϲαγγελίαϲ ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ οἱ βουλόμενοι ἐποιοῦντο.

2761 Κυριακὴ μεγάλη· ζήτει περὶ τῆϲ τριημέρου ἀναϲτάϲεωϲ τοῦ Χριϲτοῦ ἐν τῷ αὐτή.

2762 Κυριεύω· γενικῇ.

[*](Synt.)

2763 Κύριοϲ: κυρίωϲ ὁ κεκριμένοϲ, καὶ βέβαιοϲ.

2764 Κύριλλοϲ, διάκονοϲ ἐν Ἡλιουπόλει τῇ πρὸϲ τῷ Λιβάνῳ· ὃϲ [*](Ε) ἐπὶ τοῦ μεγάλου Κωνϲταντίνου πολλὰ εἴδωλα ϲυνέτριψεν. ἐπὶ δὲ Ἰουλιανοῦ τούτου τὴν γαϲτέρα διατεμόντεϲ τοῦ ἥπατοϲ ἀπεγεύϲαντο.

2765 Κυρῖνοϲ: ὄνομα κύριον, ὁ ϲοφιϲτήϲ. ἐλέγετο δὲ καὶ γλῶϲϲα ταμιείου, ἦν [*](Suid.) ἔϲχε ἐκ βαϲιλέωϲ.

2766 Κυρίωϲ: τὸ ἀναγκαίωϲ. καὶ κυρίωϲ καὶ τὸ ἁπλῶϲ ταὐτὸν [*](Δ) ϲημαίνειν· ὁ γὰρ λέγων ἁπλῶϲ τὸν γηρῶντα πολιοῦϲθαι ἢ πάντα [*](Phil.) ἄνθρωπον πενταδάκτυλον εἶναι, ἀντὶ τοῦ ἀναγκαίωϲ εἶπε. καὶ Κυριώτατον, τὸ ἀναγκαιότατον.

[*](Δ)

2767 Κυρίϲϲει: κέρατι τύπτει. καὶ Κυρίττει.

[*](Σ Suid.)[*](2756 ═ P, Ba 285, 26 2757 cf. Zon. 1264, L, Ambr. 1831 2759 — ἡμέρα P, Ba 285, 27 cf. H v. κυρίαϲ, Bk. 274, 6 κυριώτατον alt. sq. Polyb. fr 45 2760 Harp. ═ P cf. Lex. Cant. 2762 ═ Synt. Laur. et Gud. 2763 βέβαιοϲ cf. H v. κυρίωϲ 2764 Thdr. h. e. 3, 7 2766 Κυρίωϲ alt.— εἶπε cf. Alex. Aphr. 179, 14 —18 Κυριώτατον cf. Ambr. 1810 2767 τύπτει ═ P, Ba 285, 29, Et. M 548,1 cf. H)[*](2756 cf. 2772 2758 ὅτι sq ex v. Α 3908 2759 Κυριώτατον cf. 2766; Polyb. cf v. 3102 2765 ex v. 298 2766 Alex. cf. v. A 1827. Κυριώτατον cf. 2759)[*](2ἐπίταγμα F 3 ἁπὸ] ὁ ἀπὸ F 4 Κυρηνίτηϲ ed. pr., Steph. Byz. A(GFVM) ὅτι— 5 ἤρξατο om AF mg. Ar V 4 ἡ om. V 2759 post 2755 A 7 ἀθρόον— 9. 10 Μακεδονίαϲ om. F 9 ὁ ex A solo 2759, 2764, 2766, 2760, 2763, 2768, 2767 ordo in V 11 ἐκκληϲία GM, Harp. plen cp V 12 ἤ—16 ἐποιοῦντο om. F 12 ἦ A, Harp. Phot.; ἦν GVM 15 τῆϲ tert.] τὰϲ Harp. Phot. 2761 —2 om. AFV 2763 om. F 20 κεκρύμμενοϲ GVM 2764 post 2762 GM, ordo poscit 21 διάκονοϲ— 23 ἀπεγεύϲαντο] ὄνομα κύριον F ═ Ambr. 1789 27 ϲημαίνειν A: cp. GVM ϲημαίνει ed. pr. 28 καὶ om. F, nov. gl. 30 καὶ Κυρίττει ex GM solis)
220
[*](Metaphr.)

2768 Κυριϲίκηϲ: ἐπώνυμον τοῦ ἁγίου Εὐϲτρατίου.

[*](Δ)

2769 Κυρίτων: ὄνομα κύριον.

[*](Haro.)

2770 Κυρϲίλοϲ: ὄνομα κύριον· ὃν Ἀθηναῖοι κατέλευϲαν, διότι ὑπακούει Πέρϲαιϲ προὐτρέπετο.

[*](Ar.)

2771 Κυρκανᾶν: ταράττειν, κινεῖν. ἐμοὶ τούτῳ δοκεῖ, ὄλεθρόν τινα κυρκανᾷ ἀμωϲγέπωϲ.

[*](Ar.)

2772 Κύρμα: ἐπίτευγμα, παρὰ τὸ κυρεῖν· ἢ ἔντευγμα καὶ ϲπάραγμα τοῦ νοῦ.