Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Ε)

2591 Κυβεύειν: κύβον ῥίπτειν, εἰϲ κίνδυνον προπηδᾶν. μὴ παρα βάλλεϲθαι κυβεύειν τῷ βίῳ.

[*](Σ)

2592 Κυβεία: πανουργία.

[*](Δ)

2593 Κύβειροϲ: ὁ ἀναιδήϲ.

[*](Δ + Ecl.)

2594 Κυβήβη: ἡ θεῶν μήτηρ. καὶ Κυβιϲτᾶν κυρίωϲ τὸ ἐπὶ κεφαλὴν ῥιπτεῖν. Ὅμηροϲ· κύμβαχοϲ ἐν κονίῃϲιν. ἐπεὶ οἱ μανιώδειϲ περὶ τὴν κεφαλὴν πάθουϲ γινομένου τοιοῦτοι γίνονται. ὅθεν καὶ τὴν μητέρα τῶ θεῶν ἀπὸ τοῦ ἐνθουϲιαϲμοῦ Κυβήβην λέγουϲιν· αἰτία γὰρ ἐνθουϲιαϲμοῦ τὸ μυεῖϲθαι γίνεται. ἔϲτι δὲ καὶ ἐν Φρυγίᾳ ἱερὸν μητρὸϲ θεῶν.

[*](Σ)

2595 Κυβηλίϲαι: πελεκῆϲαι. κύβηλιϲ γὰρ ὁ πέλεκυϲ. καὶ Ἀγερϲικύβηλιϲ, ὁ θύτηϲ. Κρατῖνοϲ Δραπέτιϲιν ἐπὶ Λάμπωνοϲ εἶπε τὸν ἀγύρτην καὶ κυβηλιϲτήν.

[*](Ecl.)

2596 Κύβητοϲ.

[*](Δ)

2597 Κυβίοιϲ: κλάδοιϲ τοῖϲ δακτυλικοῖϲ.

[*](Suid.)

2598 Κυβιϲτᾶν.

[*](Δ)

2599 Κυβίϲτηϲιϲ: ἡ ϲυϲτροφή. καὶ Κυβιϲτήϲειν.

[*](2587 sch Ar. Av. 876 2588 Γαλαίῳ—ὀλολύγματι Anth. 6, 173, 3 Κύβελα sq. cf. Et. M. 542, 54, H 2589 aliter Ambr 1760 2590 ═ Synt. Gud. 2591 μὴ sq. Polyb. fr. 6 2592 ═ P cf. Ba 284, 11; l ═ Ambr. 1883 (in Ephes. 4, 14) 2593 ═ Ambr. 1777 2594 praeter ἡ —κυβιϲτᾶν ═ An. Ox. 2, 453, 22 ex quo Et. M. 543, 11; Ε 586. ἡ θεῶν μήτηρ cf. H. Κυβιϲτᾶν cf Et. M 543, 21 Ambr. 1946 2595 cf. P v. ἀγερϲικύβηλιν ═ Ba 21, 17; H v. ἀγερϲικύβηλϲ Et. Gen., Et. M 8, 9. —πέλεκοϲ ═ P, H; κύβηλιϲ— πέλεκυϲ ═ L, Ambr 1770 Et. M 543,1; Crat. fr. 62 2597 cf. Ambr. 1926 2599— ϲυϲτροφή ═ Zon. 1266; l ═ Ambr. 1845)[*](1266 Anth. cf. v. 23 2591 cf 2602 et vv Α 1312 et 2273 2594 hinc 2598 2596 cf. 1446 2598 ex 2594)[*](ArF( GVM))[*](1 ϲτρουθόπαιδα A ϲτρουθοπέδα V 2 μεγαλόποδα A κίναιδοϲ καὶ om. V ss. M sed κύναιδοϲ καὶ ξένοϲ καὶ δυϲγενὴϲ post δυϲγενὴϲ add, V cf. vs 7 καὶ ξένοϲ om A 6 ὁ— 7 κίναιδοϲ] ὄνομα κύριον F 8 Κυβελείοιϲ Kust; Synes. Calv. PG 66, 1204 d contulit Toup 10 ὁ τοῦ] ὅτι V 12 κύβον— 13 κυβεύειν om F 12 13 παραβάλλεϲθαι] μὴ δέ add. A καὶ 2602, Α 1312 et 2273 16 καὶ om G, nov. gl. 17 Ὅμηροϲ— 20 θεῶν om. F 21 πελεκίϲαι A κύβηληϲ F κύβαλιϲ G 22 Δραπέτιϲιν Et. M.; Δραπέτῃϲιν omnes, Hes. τὸν] τὴν F 2598 om. AFV mg. M)
205

2600 Κυβιϲτητήρ: ὀρχηϲμόϲ. καὶ Κυβιϲτητία, ἡ ὄρχηϲιϲ.

[*](Δ)

2601 Κύβον· τοῦ ϲτρατηγοῦ ἀδύνατα ἔχοντοϲ κύβον ἀναρρίψαι πολέμου [*](Ε) τοϲοῦτον.

2602 Κύβοϲ: πᾶν τετράγωνον. Κύβοϲ, ὁ κυκλόθεν βάϲιν ἔχων. [*](Σ) Ἀπολλόδωροϲ ἀπὸ τῆϲ κυφότητοϲ· τὸ γὰρ ἐπὶ κεφαλὴν κάμψαντα [*](Ecl. ?) κυβιϲθῆναι κυβιϲτῆϲαι ἔλεγον. καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· οἶδ’ ὅτι ῥιπτῶ [*](Anth.) πάτα κύβον κεφαλῆϲ αἰὲν ὕπερθεν ἐμῆϲ. καὶ Ἐγκυβιϲτᾶν τοῖϲ πράγμαϲι, τὸ ῥιψοκινδύνωϲ τι πράττειν καὶ ἐπιλέγειν, ἐρρίφθω κύβοϲ. Πολύβιοϲ· οἱ μὲν ἀλογιϲτίαν καὶ μανίαν ἔφαϲαν εἶναι τὸ [*](Ε) παραβάλλεϲθαι καὶ κυβεύειν τῷ βίῳ. τουτέϲτι παραλόγωϲ τι πράττειν καὶ ῥιψοκινδύνωϲ.

2603 Κυδάζεται: λοιδορεῖ, ὑβρίζεται ὑπὸ πάντων. Ἐπίχαρμοϲ ἐν [*](soph.) Ἀμύκῳ· Ἄμυκε, μὴ κύδαζέ μοι τὸν πρεϲβύτατον ἀδελφόν. καὶ Αἰϲχύλοϲ ἐν Ἰφιγενείᾳ· οὔτοι γυναιξὶ κυδάζεϲθαι. ἀρϲενικῶϲ δὲ ὁ κύδοϲ περὶ τῆϲ ὕβρεωϲ. κυδάζεται τοῖϲ πᾶϲιν Ἀργείοιϲ ὁμοῦ.

2604 Κυδαθηναιεύϲ: δῆμόϲ ἐϲτι φυλῆϲ τῆϲ Πανδιονίδοϲ. καὶ [*](Harp.) Κυδαθηναίων, ἀφʼ οὗ ὁ δημότηϲ Κυδαθηναιεύϲ.

2605 Κυδάλιμον: ἔνδοξον, τίμιον, εὐπρεπέϲ.

2606 Κυδαντίδηϲ· δῆμοϲ τῆϲ Αἰγηΐδοϲ Κυδαντίδαι.

[*](Harp.)

2607 Κύδαϲ· ὁ δὲ Ἀρκὰϲ ἐκ πόλεωϲ Καφύηϲ ἦν· ὃϲ καὶ Κύδαϲ ἐκαλεῖτο καὶ [*](Suid.) Ἀλήτηϲ.

2608 Κυδιάνειρα: ἔνδοξοϲ.

[*](Δ)

2609 Κύδιμοϲ: ἔνδοξοϲ.

[*](Δ)

2610 Κυδιόων: γαυριῶν.

[*](Δ)