Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2571 Κοιτίλαϲ: ἐκ τοῦ κοίτη.

[*](Δ)

2572 Κοῖτοϲ: κοίμημα.

[*](Σ)

2573 Κοιτών, κοιτῶνοϲ.

[*](Δ)

2574 Κύαθοϲ: ἀντλητήριον, μέτρον ὑγροῦ οὐγγιῶν β΄. ἢ κοχλιάριον. [*](Σ) Ἀριϲτοφάνηϲ· κύαθον αἰτήϲειϲ τάχα. ἴνα προϲθῇϲ ταῖϲ γνάθοιϲ· οὕτωϲ ὑπωπιεϲθήϲῃ καὶ τυφθήϲῃ ὑφʼ ἡμῶν. γεμίζουϲι γὰρ [*](Ar.) κύαθον θερμοῦ καὶ προϲκολλῶϲι τοῖϲ οἰδήμαϲι καὶ θεραπεύουϲι. Κύαθοϲ οὖν παρὰ τὸ χύω, χύαθοϲ, καὶ κύαθοϲ.

2575 Κυαμεῦϲαι: κυάμῳ ψηφοφορῆϲαι, ᾧ ἐχρῶντο οἱ βουλευταί.

[*](Σ)

2576 Κύαμοϲ: εἶδοϲ ὀϲπρίου.

[*](Δ)

2577 Κυάμουϲ τρώγων: δικάζων· ἢ ἵνα μὴ κοιμηθῇϲ· γέρων γὰρ εἶ.

[*](Ar.)

2578 Κυαμοτρώξ: ὁ δικαϲτήϲ, τρεφόμενοϲ ὑπὸ κυάμων· πρὸ γὰρ [*](Ar.) τῆϲ εὑρέϲεωϲ τῶν ψήφων κυάμοιϲ ἐχρῶντο ἐν ταῖϲ χειροτονίαιϲ τῶν ἀρχόπων καὶ ἐν ταῖϲ ἐκκληϲίαιϲ. ὡϲ οὖν τῶν ψηφιζόνπων ἀργύριον λαμβανόντων καὶ χειροτονούντων τοὺϲ διδόνταϲ πλέον. καὶ αὖθιϲ· κρινεῖ δὲ τούτουϲ οὐ κυαμοτρὼξ Ἀττικόϲ.

2579 Κυανέμβολοι: αἱ τοὺϲ ἐμβόλουϲ ἔχουϲαι κυανῷ βεβαμμένουϲ· [*](Ar.) ὡϲ μιλτοπάρῃοι αἱ μεμιλτωμέναι. ἢ αἱ τέμνουϲαι θάλαϲϲαν· κυανὸν γὰρ τὸ ταύτηϲ ὕδωρ.

2580 Κυάνεοι: μέλανεϲ. κυαναυγῆ πετάϲματα ὑποβαλλόμεναι, [*](Σ) ὥϲπερ ἔθοϲ ἦν τοῖϲ ἐν πένθει οὖϲιν.

[*](Ε)

2581 Κυανοχαίτηϲ: μελανόθριξ, πορφυρόθριξ, ὁ Ποϲειδῶν.

[*](Σ)

2582 Κυανώτατοϲ: μελανώτατοϲ.

[*](Δ)

2583 Κυάραϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

2584 Κύβδα· ἐξελῶ ϲε τῇ πυγῇ θύραζε κύβδα. ἀντὶ τοῦ κύφοντα.

[*](Ar.)

2585 Κύβεθρον: θήκην μελιϲϲῶν.

[*](Σ)

2586 Κυβέλη: ἡ Ρέα. παρὰ τὰ Κύβελα ὄρη· ὀρεία γὰρ ἡ θεόϲ· [*](Ar.) διὸ καὶ ἐποχεῖται λεόντων ζεύγει. τὸ δὲ μῆτερ Κλεοκρίτου παρʼ [*](2570═ An. Ox. 2, 456, 7, ex quo Et. M, 524, 15 cf. sch. Luc. 233, 4, H, P λεκάνειϲ 1 2571 cf. L 2572 ═ P, Ba 280, 6 cf. sch. η 138 2573 ═ Ps. Herodian. 74 κοιτῶνοϲ ═ Ambr. 1325 2574— β΄ ═ P, Ba 284, 7 cf. H, Et. M. 542, 47, Phryn. 48,17 (sed falso fr 327) vs. 7 κύαθον—θεραπεύουϲι Ar. Lys. 444 c. sch 2575 Tim. ═ P 2576 cf. H 2577 sch. Ar. Lys 537 2578 Ar Eq 41 c. sch. cf. H 2579 sch. Ar Eq. 554 2580 — μέλανεϲ ═ P, Ba 284, 8, sch. Λ 26 cf H, Ambr 1768 et 1905 (═ Ps. Herodian., Apion), Et M. 542, 49 2581 ═ P, Ba 284, 10 cf. H, n 144 2582 cf. L, Ambr. 1851 ═ Ambr. 1811 2583 ═ Ambr. 1784 2584 Ar. Eq 365 c sch 2585 ═ Ba 284, 9, P cf. H 2586 sch. Ar. Av. 876) [*](2586 —7 cf. 1721) [*](2570—1 inverso ord. GM, ordo poscit 1 μικρὴ A κίϲτιϲ V κίϲτιν A et ArF(GVM) GV κοίτην F 6 οὐγγιῶν β’ om. F 8 ὑποπιεϲθήϲῃ GF V M cf. sch. et ὑπωπιάζω extr 2577 —8 inverso ord. 0M, ordo poscit 13 μὴ om. F λττικῶϲ V 19 in Κυανέμβο λοι propter fol. deperd. desinit A, 22 περιπετάϲματα Port 28 Κύβερον F 29 τὰ] τὸ V 30 διὸ —p. 203, 5 παροιμία om. F 30 μῆτερ Kust. sch.: μέροϲ GVM μέλοϲ A παρ᾿] καθ᾿ A)

204
ὑπόνοιαν εἶπε, βουλόμενοϲ αὐτὸν διαβαλεῖν ὡϲ ϲτρουθόποδα, τουτέϲτι μεγαλόπον. ἐκωμῳδεῖτο δὲ ὡϲ κίναιδοϲ καὶ ξένοϲ καὶ δυϲγενὴϲ καὶ Κυβέληϲ υἱόϲ· ἐπεὶ ἐν τοῖϲ μυϲτηρίοιϲ τῆϲ Ῥέαϲ μαλακοὶ πάρειϲιν. ἦν δὲ καὶ τὴν ὄψιν ὀρνιθώδηϲ. εἴρηται οὖν ἐπὶ τῶν κιναίδων ἡ παροιμία.

[*](Ar.)

2587 Κυβέληϲ υἱόϲ: ὁ Κλεόκριτοϲ, ὃϲ ἐκωμῳδεῖτο ὡϲ γυναικίαϲ καὶ κίναιδοϲ.

2588 Κυβελίοιϲ: τοῖϲ τῆϲ Ῥέαϲ. Κυβέλη γὰρ ἡ Ῥέα. Γαλαίῳ [*](Anth.) | Κυβέληϲ ὀλολύγματι. Κύβελα γὰρ ὄρη Φρυγίαϲ, ἔνθα ἐτιμᾶτο.

2589 Κυβερνήτηϲ: ὁ τοῦ πλοίου ἡγεμών.

[*](Synt.)

2590 Κυβερνῶ· αἰτιατικῇ.