Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2471 Κρόνιπποϲ: ὁ μέγαϲ λῆροϲ. κατ’ ἐπίταϲιν λαμβανομένου τοῦ [*](Ar.) ἵππου. ϲὺ δ᾿  εἶ κρόνιπποϲ· ἢ ὑβριϲτήϲ, τρυφητήϲ, πόρνοϲ.

2472 Κρόνου πυγή: τὸ ἀρχαῖον καὶ ἀναίϲθητον κρέαϲ.

[*](Prov.)

2473 Κρόϲϲαϲ: κλιμακίδαϲ. ἐν μὲν τοῖϲ ὑπομνήμαϲιν ἀποδίδωϲι[*]( Σ) τὰϲ τῶν ἐπάλξεων ϲτεφάναϲ, οἱονεὶ κεφαλίδαϲ, ἐν δὲ τοῖϲ περὶ ναυϲτάθμου [*](Hom.) κλίμακαϲ.

2474 Κροϲϲόϲ, ὁ μαλλόϲ.

[*](Δ)

2475 Κροϲϲωτοῖϲ χρυϲοῖϲ: τοῖϲ διαφόροιϲ χαρίϲμαϲι τῶν τὴν [*](Thdr.) ἐκκληϲίαν κοϲμούντων ἱερῶν ἀνδρῶν. διῄρηνται γὰρ οἱ κροϲϲοὶ καὶ πάλι ἥνωνται.

2476 Κρόταλον: ἰδίωϲ ὁ ϲχιζόμενοϲ κάλαμοϲ καὶ καταϲκευαζόμενοϲ [*](Ar.) ἐπίτηδεϲ ὥϲτε ἠχεῖν, εἴ τιϲ αὐτὸν δονοίη ταῖϲ χερϲὶ καθάπερ κρόταλον ἀποτελῶν. τρανὸϲ οὖν ἔϲῃ, φηϲί, καὶ τὴν φωνὴν διηρθρωμένοϲ, καθάπερ τὰ κρόταλα· ἀντὶ τοῦ εὔγλωττοϲ, εὔϲτομοϲ.

2477 Κρόαλοϲ: ἀρϲενικῶϲ, ἀντὶ τοῦ εὔγλωττοϲ, καὶ εὔϲτομοϲ, ὡϲ [*](Ar.) τὰ κρόταλα. καὶ ἐν Ἐπιγράμμοϲι· καὶ νῦν καλοῦμαι θηλυμανὴϲ καὶ [*](Anth.) νῦν δίϲκοϲ ἐμοὶ κρόταλον. ἔϲτι δὲ κάλαμοϲ ἐϲχιϲμένοϲ.

2478 Κρόταφοϲ: τὸ μέροϲ τοῦ ϲώματοϲ. καὶ τοῦ βιβλίου τὸ [*](Δ) ὄπιϲθεν μέροϲ. κατὰ τὸν κρόταφον τῆϲ βίβλου ἐμβαλόντεϲ [*](2468 — μωρότερα ═ P cf. H, sch. Pl Lys. 205 c, sch. Ar. Vsp. 1480 καὶ τοὺϲ sq Ar. Vsp. 1480—1 2469 l. ═ Ambr 1697 2470 ἐκάλουν Ar. Nu. 398 c. sch. plenior. cf. Phryn. 79, 73 et 80, 16. Κρόνουϲ sq. sch. Ar. sp. 1480 2471 Ar. Nu. 1070 c. sch. plenior. 2472 ═ Diogen. V 64, H 2473 — κλιμακίδαϲ ═ P, Ba 283, 26 cf. H ἐν μὲν sq cf sch. A in M 258 (partim Aristonic.) et Ξ 35, Philoxen. ap. Et. M. 540, 40 (et ϲχόλιον 540, 50), Ap. S. 104, 14 ex quo H 2474 ═ Ambr. 1544 2475 Thdr. in Ps 44, 14 PG 80, 1196c 2476 sch. Ar. Mu. 260 2477 — κρόταλα cf sch. Ar. Mu 260 καὶ νῦν — κρόταλον Anth 5, 18, 1—2 2478 — ϲώματοϲ ═ Ambr. 1557 καὶ τὸν sq fort. Aelian.) [*](2477 Anth. cf v. Δ 1268) [*](5 διορχηϲόμενον F 12 κατ᾿] καὶ κατ’ F 14 πηγή F 18 ὁ μαλλόϲ] A(GFVM) ὁμαλόϲ FV 19 χρώμαϲι F 22 μεταϲκευαζόμενοϲ GVM 23 εἰ— 25 κρόταλα] εἴρηται δὲ F 23 δοίη V κρόταλον] κρότον sch., Port. 24 τραγὸϲ V 25 εὔγλωττοϲ] εὐγλωττότατοϲ καὶ F 2477 om. F 27 καὶ ἐν— 28 ἐϲχιϲμένοϲ om. V 27 καὶ tert. A, v. Δ 1268, Anth.; ἡ GM 30 κατὰ — p. 194, 2 γραφόντων om. F κατὰ AV: καὶ GM)

194
[*](E?) ἐκμαρτύριον, διά τινοϲ ἐϲχηματιϲμένου τὴν τέχνην τῶν τὰ τοιαῦτα γραφόντων.

[*](Σ)

2479 Κροτήϲατε: ἐπαινέϲατε ταῖϲ χερϲί. νενικηκότων γὰρ ὁ [*](Thdr.) κρότοϲ.

2480 Κροτοθορύβου· Παιὰν ἄναξ, φίλον Λεοντάριον, οἴου κροτοθορύβου ἡμᾶϲ ἐνέπληϲαϲ, ἀναγνόντι ϲοι τὸ ἐπιϲτόλιον.

[*](Δ)

2481 Κροτωνιάτηϲ: τοῦ Κρότωνοϲ.

[*](Σ)

2482 Κρότωνοϲ ὑγιέϲτεροϲ: τοῦτο δὲ ἐπὶ τοῦ ζῴου δέχεϲθαι· τὸ γὰρ εἶναι πάντοθεν ὅμοιον καὶ μηδεμίαν ἔχειν διακοπήν, ἀλλ᾿  εἶναι λίαν ὁμαλῶϲ· διὰ τοῦτο ἀπ’ αὐτοῦ λέγουϲιν, ὑγιέϲτεροϲ Κρότῳνοϲ. [*](Prov.) κρότων δέ ἐϲτι ζῷον, τὸ ἐν τοῖϲ βουϲὶ καὶ κυϲὶ γενόμενον.

[*](Σ)

2483 Κροτώνων: κυνείων φθειρῶν.

[*](Δ)

2484 Κρουνηδόν.

[*](Ar.)

2485 Κρουνοχυτρολήραιον εἶ: ἀντὶ τοῦ φλύαροϲ εἶ· κρουνὸϲ γὰρ τὸ χύδην καὶ ἀκρίτωϲ καὶ ἀθρόωϲ ῥέον, λῆρον δὲ τὸ μάταιον. ϲυνέθηκε οὖν ἀπὸ τοῦ κρουνοῦ καὶ τοῦ ληρεῖν καὶ χύτραϲ, ἀναιϲθήτου οὔϲηϲ· ἵνα τὸ ὅλον δηλώϲῃ τὸν ἀναίϲθητον καὶ περιϲϲολόγον.

[*](Ar.)

2486 Κρουϲιδημῶν: κατακρούων τῇ βοῇ· ἢ τὸν δῆμον ἀπατῶν καὶ παρακρουόμεοϲ τῇ βοῇ. ἔϲτι δὲ παρακρουϲόμενον, ὃ λέγεται ἐπὶ τῶν τοῖϲ μέτροιϲ παραλογιζομένων.

[*](Ar.)

2487 Κροῦϲιϲ: ἤτοι δοκιμαϲία· ἐπεὶ τὰ ϲαθρὰ τῶν ϲκευῶν κροτούμενα δοκιμάζεται· ἡ ἁρπαγή.

[*](Σ)

2488 Κρωβύλοϲ: ὁ μαλλὸϲ τῶν παιδίων. καὶ ὁ πλόκαμοϲ, ὃν διέβαλλο οἱ τὸν χρυϲοῦν τέττιγα φοροῦντεϲ, ἀνάδημα, κόϲμοϲ, ὁ τῶν [*](Anth.) τριχῶν πεπλεγμένοϲ κόϲμοϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· ἅλικεϲ αἴ τε κόμαι καὶ ὁ κρωβύλοϲ, ἃϲ ἀπὸ Φοίβῳ πέξατο μολπαϲτᾷ κῶμοϲ ὁ τετραέτηϲ. [*](Ε) Ξενορῶν· εἶχον δὲ κράνη ϲκύτινα οἷά περ τὰ Παφλαγονικά. κρωβύλον ἔχοντα κατὰ μέϲον, ἐγγυτάτω τιαροειδῆ. Κρωβύλοϲ [*](Harp.) κυρίωϲ εἶδοϲ ἐμπλοκῆϲ ἐϲτι κατὰ Θουκυδίδην.

[*](2479 — χερϲί ═ P, Ba 283, 27, H νενικηκότων sq. cf. Thdr. in Ps. 46, 2 PG 80, 1208 a 2480 Laert. 10, 5 (═ Epicurea ed. Us. p. 146) 2481 cf. Ambr. 1575 2482 vs. 10. 11 Κρότωνοϲ ═ P κρότων sq. ═ Paroem. ed Gsf. 66, n. 559 cf. H 2483 ═ P, Σᵃ, Ba 283, 28 2484 cf. Ambr. 1730 2485 sch. Ar. Eq. 89 2486 sch. Ar. Eq. 859 2487 sch. Ar. Nu. 318 2488— παιδίων═ P, Σa, Ba 283, 31, H ἅλικεϲ —τετραέτηϲ Anth. 6, 155, 1—2 εἶχον—τιαροειδή Xen. An. 5, 4, 13 vs 28 Κρωβύλοϲ sq Harp. ═ P, An Ox 2, 497, 4 cf. Et Gen ═ Et. M. 541, 33; Ba 283, 31, sch. Ar. Vsp. 1267, L)[*](2482 cf. v. ὑγιέϲτεροϲ Κρότωνοϲ 2488 Xen. cf. v. ϲκύτινοϲ)[*](A(GFVM))[*](1 ἐκμαρτύριον] ἐκμαγεῖον Hercher Herm. 11, 223 10 ὁμαλόν Phot. 15 δὲ] γὰρ GM 21 ϲαθρῶα A 23 Κρώβυλλοϲ A 24 διέβαλον Fac VM διέλαβον Kust. ὁ] ὁ ἐκ ed. pr. τῶν et vs. 25 κόϲμοϲ del. Bhd. 25 ἐν — 29 Θουκυδίδην om. F 25 ἅλικ᾿  A ἅλκεϲ V 26 πλέξατο V μελπαϲτᾷ A 28 Κρωβύλοϲ— 29 Θουκυδίδην om V, nov. gl. GM)
195

2489 Κρωβύλοϲ: πλέγμα τριχῶν εἰϲ ὀξὺ λῆγον. ἐκαλεῖτο δὲ τοῦτο [*](Σ) ἐπ᾿  ἀνδρῶν, κόρυμβοϲ δὲ ἐπὶ γυναικῶν, ϲκορπίοϲ δὲ ἐπὶ παίδων. καὶ Θουκυδίδηϲ· κρωβύλουϲ ἀναδούμενοι. ἢ κρωβύλον, παρʼ Ἀθηναίοιϲ τὸ [*](Suid.) πρὸϲ κεφαλῆϲ προϲείλημα.

2490 Κρωβύλου ζεῦγοϲ.