Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2451 Κρίτων, Ἀθηναῖοϲ, φιλόϲοφοϲ, Σωκράτουϲ μαθητήϲ· ὃϲ καὶ [*](Hesy.) γνηϲίωϲ διετέθη πρὸϲ Σωκράτην καὶ τὰ πρὸϲ τὴν χρείαν πάντα ἐδίδου αὐτῷ. ἔγραψε Σωκράτουϲ ἀπολογίαν.

2452 Κρίτων ἔγραψεν ἐν τοῖϲ Γετικοῖϲ.

[*](Suid.)

2453 Κρίτων, Πιεριώτηϲ (πόλιϲ δὲ Μακεδονίαϲ ἐϲτὶν ἡ Πιερία). [*](Hesy.) ἱϲτορικόϲ. ἔγραψε Παλληνιακά, Συρακουϲῶν κτίϲιν, Περϲικά, Σικελιακά, Συρακουϲῶν περιήγηϲιν καὶ Περὶ τῆϲ ἀρχῆϲ τῶν Μακεδόνων.

2454 Κρίτων, Νάξιοϲ, ἱϲτορικόϲ. ἔγραψεν Ὀκταετηρίδα· ἣν Εὐδοξίου [*](Hesy.) αϲί.

2455 Κρόβυζοι: ὄνομα ἔθνουϲ.

[*](Δ)

2456 Κροβύζου ζεῦγοϲ: ἐπὶ τῶν ἐπὶ κακίᾳ καὶ πονηρίᾳ ϲπενδομένων [*](Prov.) δύο. τοῦτο εἴρηται ἀπὸ Κροβύζου τινὸϲ πορνοβοϲκοῦ, δύο ἔχοντοϲ ἑταίραϲ ἐπʼ ὀλέθρῳ πολλῶν. κροβύζου οὖν ζεῦγοϲ ἐπὶ διαϲυρμῷ δύο ὁμονοούντων, οὓϲ πρότερον τοῦ ἀναπνεῖν φαϲὶν ἢ τοῦ κακουργεῖν παύϲαϲθαι.

2457 Κροαίνων: τοῖϲ ποϲὶ κρούων, ἢ ἐπιθυμῶν.

2458 Κρόκη: ῥοδάνη. καὶ Κροκύφαντοϲ· ὅτι διὰ κρόκηϲ ὑπὸφαίνεται. [*](Σ) οἱ δὲ ἀπὸ τοῦ κεκρύφαλον αὐτό φαϲιν, ὅτι κρύπτει τὸ [*](Ar.) φάλον· ὅ ἐϲτιν ἐξοχὴ κεφαλῆϲ. ἡ αἰτιατικὴ τὴν κρόκα.

[*](2450— ἐπίλεκτοϲ ═ P, Ba 283, 22 cf H, sch. θ 258; in H 434 2451 cf. Laert. 2, 121 2455 ═ L 2457 ═ P, Ba 283, 25, H cf. Ap. S. 104, 13, sch. Z 507 2458— ῥοδάνη ═ P, Ba 283, 24 cf. H. sch. Ar. Vsp. 1144 Κροκύφαντοϲ—κεφαλῆϲ ═ Et M. 539, 45; — ὑποφαίνεται sch. Ar. Vsp 1144)[*](2448 ex v. Δ 234 2452 fort. ex v. A 4035 cf. v. Γ 208 2456 cf. 2490 2458 extr ex v l 482)[*](6 ζητητέον δὲ] καὶ ζήτει (cp.) Ar 7 τοῦτο ἐποίηϲεν] ταῦτα γέγονεν Ar A(GFVM) 2448 om. AFV 9 Κριτίαϲ Bas. ἐπαξίου G 12 Κριτόϲ AFV; καὶ ὁ GM καὶ ὁ κρινόμενοϲ om. GM; καὶ ὁ om F 2452 om. AFV 16 Κρίτων om. G ἐν M: καὶ ἐν G 17 πόλεωϲ AF δὲ AFV οὖν G om. M ἐϲτὶν om. G 18 ἱϲτορικόϲ—19 Μακεδόνων om. F 18 Παλληνικά GM Συρακουϲῶν κτίϲιν et Σικελιακά — 19 περιήγηϲιν alii Critoni attrib. Gutschmid Σικελικά GM om. V 20 ἱϲτορικόϲ] ἀϲτρολόγοϲ Gutschmid Εὐδόξου Hemst. 23, 24 ϲπενδομένων] ϲυνδυαζομένων Bhd. 24 δύο pr. om. G M, Bhd.; post τοῦτο FV τοῦτο δὲ GM 26 τοῦ pr.] τὸ A 29 κρόκηϲ Et. sch: cp. V κρόκοϲ A κρόκου GFM 29. 30 ὑφαίνεται Et. sch. 30 τὸ] τὸν Et. 31 τῆϲ κεφαλῆϲ V, Et. ἡ—κρόκα om. AFV mg. Ar)
192
[*](Δ)

2459 Κροκόδειλοϲ: εἶδοϲ ζῴου.

[*](Ar.)

2460 Κροκωτόϲ: ἱμάτιον Διονυϲιακόν. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἀλλ’ οὐχ οἷόϲ τʼ εἴμʼ ἀποϲοβεῖν τὸν γέλων, ὁρῶν λεοντῆν ἐπὶ κροκωτῷ κειμένην. ἐφόρει γὰρ καὶ κροκωτὸν καὶ λεοντῆν, ὡϲ Ἡρακλῆϲ. τοῦτο γὰρ ἦν φόρεμα τῷ Ἡρακλεῖ τάττεγαι δὲ ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἀνομοίων. ἐφόρει δὲ τὴν λεοντῆν, ἵνα φοβερὸϲ ᾖ. καὶ παροιμία· Τὀν κροκωτὸν ἡ γαλῆ.

2461 Κροκωτόϲ: εἶδοϲ χιτῶνοϲ. ὁ δὲ ἤϲθητο κροκωτὸν χιτῶνα, [*](Ε) ὑπὲρ τοῦ πλείοναϲ εἰϲ αὐτὸν ἐπιϲτρέφειν. ὅτι ὁ μὲν κροκωτὸϲ ἔνδυμά [*](Suid.) ἐϲτι, τὸ δὲ ἔγκυκλον ἱμάτιον καὶ ζήτει ἐν τῷ ἔγκυκλον.

[*](Δ)

2462 Κροκύλεια: ὄνομα πόλεωϲ.

[*](Δ)

2463 Κρομμωνία.

2464 Κρόμμυα ἐϲθίειν: ἴϲον τῷ κλαίειν· Ἀλυάττῃ γὰρ πέμψαντι πρὸϲ Βίαντα τὸν ϲοφόν, ἵνα θᾶττον παρʼ αὐτὸν ἥκοι, ἐγώ, φηϲίν, [*](Ar.) Ἀλυάττῃ κελεύω κρόμμυα ἐϲθίειν. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· κρόμμυόν τ᾿  ἄρ᾿  οὐκ ἔδῃ. ἀντὶ τοῦ κλαύϲῃ καὶ χωρὶϲ κρομμύων· ἀντὶ τοῦ δακρύϲειϲ καὶ χωρὶϲ κρομμύωνοϲ. καὶ ἑτέρα παροιμία· κρομμύων ὀϲφραίνεϲθαι, ἐπὶ τῶν κλαιόντων.

[*](Ar.)

2465 Κρομμυοξυρεγμίαϲ: ἀντὶ τοῦ ἀπεψίαϲ· δριμεῖα γὰρ καὶ ἀηδὴϲ ἡ τοιαύτη ἐρυγή. ἀπὸ τῶν κρομμύων οὖν καὶ τῆϲ ὀξύτητοϲ καὶ τῆϲ ἐρυγῆϲ ϲυντέθεικε τῆν λέξιν. ταῦτα γὰρ εἰώθαϲι κομίζειν εἰϲ πόλεμον. διὸ καὶ ὁ γύλιοϲ ἐκ τούτων δυϲώδηϲ. ἢ καὶ ὅτι ἐπὶ πολὺ ἐγκαλυπτόμενοϲ ὁ γύλιοϲ ἐκ διαφόρων ὄψων τε καὶ ζωμῶν ὀξίδοϲ ϲύμμικτόν τινα ὀϲμὴν ὄδωδε.

[*](Σ)

2466 Κρόνια: ἑορτὴ ἀγομένη Κρόνῳ καὶ μητρὶ τῶν θεῶν.

[*](Prov.)

2467 Κρονικαὶ λῆμαι: παροιμία· Σὥϲπερ τό, χύτραιϲ λημῶν καὶ [*](Ar.) κολοκύνταιϲ. ἐπὶ τῶν ἀμβλυωπούντων. κρονικαῖϲ γνώμαιϲ λημῶν τὴν φρένα, ἤγουν ἀρχαίαιϲ μωρίαιϲ ἐϲκοτιϲμένε τὸ φρονεῖν, τουτέϲτιν [*](2459 cf. Ambr. 1552, Ps. Herodian. 72 2460— vs. 6 ἢ Ar. Ran 45—6 c. sch.l — ἱμάτιον ═ Ps Herodian. 212 2462 ═ Ambr. 1665, Et. Sym ap. Gsf. ad Et M. 539, 47 2464 ἐϲθίειν Laert. 1, 83 κρόμμυόν —16 κρομμύων Ar. Lys. 798 c. sch.; κρομμύων ὀϲφραίνεϲθαι Ar. Ran. 654 2465 sch. Ar. Pac. 529 2466 cf. P, Lex Patm. 147, Ambr. 1700, H 2467— ἀμβλυωπούντων ═ Paroem ed. Gsf. 66 n. 557 cf. H, sch. Ar Pl. 581 Κρονικαῖϲ sq. sch. Ar. Pl. 581 cf Ach. Nu. 327) [*](2460 Ar. cf. v 0 991; extr. cf. v. Γ 35 2461 cf v. H 592 ὅτι sq. ex v. Ε 135 2467 cf v. Λ 447) [*](A(GFVM)) [*](2 Ἀριϲτοφάνηϲ—7 γαλῆ om. F 4 ἐφόρει—5 Ἡρακλεῖ om. G 4 καὶ alt ex A solo 6 δὲ] γὰρ A καὶ—7 γαλῆ om. A V 8 ἤϲθητο] ἐνεδέδυτο ss. V 9 ὅτι—10 ἔγκυκλον om. A F V mg. Ar 12 Κρομιυωνία Ambr 1671 Κρομμυωνία coni. Bhd. 2464 non nov. gl AV 13 Κρόμυα AF τῷ] τοῦ F Ἀλυάττη—18 κλαιόντων om F 13 Ἀλυάτῃ A 14 ἐγὼ] ἔγωγε V 15 Ἀλυάτῃ AV κρόμυα A κρόμυον cett. AV cf. Ar. τʼ ἄρ᾿ ] γὰρ G 16 ἀντὶ τοῦ δακρύϲειϲ om. G 17 καὶ χωρὶϲ κρομμύωνοϲ ex A, sch. 19 Κρομυοξυρεγμίαϲ AFVM 21 ϲυντέθηκε F ϲυντέθειξε A ταύτην γὰρ—24 ὄδωδε om F 22 τούτων AV; τούτου G τοῦ M 23 ὀξύδοϲ GV 28 ἐϲκοτιϲμένοιϲ G)

193
ἀμβλυωπῶν. λήμη δέ ἐϲτι τὸ πεπηγὸϲ δάκρυον, ὅπερ ἐπικαθεζόμενον βλάπτει τοὺϲ ὀφθαλμούϲ. ϲημαίνει οὖν τὸ τετυφλωμένε τὰϲ φρέναϲ, ὥϲπερ οἱ τὰϲ λήμαϲ ἔχοντεϲ.

2468 Κρονικώτερα: ἀρχαιότερα, μωρότερα. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](Σ) καὶ τοὺϲ τραγῳδούϲ φηϲιν ἀποδείξειν κρόνουϲ τὸν νοῦν, διορχηϲόμενοϲ [*](Ar.) ὀλίγον ὕϲτερον.

2469 Κρόνιον ὄμμα: τοῦ Κρόνου.

[*](Δ)

2470 Κρονίων ὄζων· Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· καὶ πῶϲ, ὢ μῶρε ϲύ, [*](Ar.) Κρονίων ὄζων; τουτέϲτιν ἀρχαϊϲμοῦ γέμων καὶ μωρίαϲ. ἤτοι ὅτι ἑορτή τιϲ παλαιὰ ἤγετο τῷ Κρόνῳ, ἢ ὅτι τὰ παλαιὰ πάντα καὶ εὐήθη Κρόνια ἐκάλουν. καὶ Κρόνουϲ, τοὺϲ λήρουϲ.