Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2411 Κρητῖνοϲ. καὶ Κρηφαγία.

[*](Δ |)[*](2395 ἤρετο sq. fort. Aelian cf. v. Λ 311 2396 — ὑποβάθρα ═ P, Ba 283, 13 gl. Greg. in An. Ox. 2, 481, 11 cf. H, Ambr.1644, sch. Luc. 48, 20 2397 —γυνή ═ Ambr. 1638 cf. H Κρήϲ cf. L. Ps Herodian. 68 2398 Ar. Eccl. 991 c. sch. (cf. Zacher, Bursians Jahresb. 71—2 p. 76 sq.) 2399 — Κρητικόϲ cf. H 2401 cf. Ambr. 1676 2403 praeter καὶ καταφυγή ═ P, Ba 283,14, sch. Luc. 236, 27 cf. H, Et. M. 538, 1. ὀχυρώματα καὶ καταφυγή cf. gl. Hdt. 5, 124 Ambr. 1678 ═ Ps. Herodian. 68 2405 Κρηταιεύϲ ═ Ambr. 1577. Κρηταιεῖϲ cf. L v. Κρηταιέων 2406 ═ Ambr. 1658, Ps. Herodian. 68 2407 — ἐξείλετο ═ P Κρητίζειν alt. sq. cf. Paroem. ed. Gsf. 65, n. 554, H 2408 Ar. Th. 730—1 c. sch. 2410 Ar. Eccl. 1165 c. sch. 2411 Κρητῖνοϲ cf. L Κρηφαγία ═ L cf. Ambr. 1667)[*](2397 Κρήϲ fort. ex v. Ε 2471 Κρηϲϲαῖα sq. ex 2442 2407 cf. v. πρὸϲ Κρῆτα 2410 cf. v. Μ 536 2411 cf. 2375)[*](3 ὑποβάθρα post κρατοῦϲα GVM 5 καὶ pr. — 6 κόλποϲ om. AF Κρηϲαῖα A(GFVM) V cf. ad 2442 2400—1 om. AF 2402 om. F 16 καὶ—φαϲιν om. F Κρηϲαιεῖϲ A Κρῆτεϲ Phot. Κρῆταϲ Ba 16. 17 τῶν βαϲιλ F 17 θαλαττοκρατοῦντεϲ A. καὶ πῶϲ ἡττηθέντεϲ ἔφυγον mg. add. M 22 τὸν] τῶν om. G 2409 mg. V 28 τὀ om. GVM 29 ῥαθυμόϲ A 2411 post 2412 FV 31 καὶ Κρηφαγία om. AF mg. V)
188
[*](Δ)

2412 Κρῖ: ἡ κριθή. καὶ Ὅμηροϲ· κρῖ λευκόν.

[*](Σ)

2413 Κρίβανον: οἱ Ἀττικοὶ λέγουϲι κριθῶν βαῦνον, τουτέϲτι κάμινον. [*](Ar.) καὶ Ἄρτοϲ κριβανίτηϲ, ὁ ἐν κριβάνῳ ὠπτημένοϲ. κρίβαοϲ δὲ παρὰ τὸ κρῖ καὶ τὸ βαῦνοϲ· ὅ ἐϲτι κάμινοϲ. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· εἶτα ἐξένιζε· παρετίθει δ’ ἡμῖν βοῦϲ κριβανίταϲ. Ἀρριανόϲ· [*](Ε) οἱ δὲ ξένια ἔφερον, θύννουϲ ἐν κριβάνοιϲιν ὀπτούϲ.

[*](Δ)

2414 Κρίβανοϲ: ὁ φοῦρνοϲ. καὶ παροιμία· Ἀννοϲ κρίβανον. ἐπὶ τῶν [*](Suid.) καινόν τι ἐφευρηκότων· Ἄννοϲ γὰρ Αἰγύπτιοϲ εἰϲ τὴν τῶν ἄρτων ὄπτηϲιν ἐπενόηϲε τὸν κρίβανον.

[*](Ar.)

2415 Κρίγη: ὁ τῶν ἀποθνηϲκόντων τριϲμὸϲ τοῖϲ ὀδοῦϲι καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· ὥϲπερ Ἰλλυριοὶ κεκριγότεϲ.

[*](A)

2416 Κριθή: τὸ τῶν ἀνδρῶν αἰδοῖον, τὸ δὲ γυναικεῖον μύρτον. [*](Δ) καὶ Κριθίδιον ὑποκοριϲτικῶϲ.

[*](Harp.)

2417 Κριθότη: πόλιϲ τῶν ἐν Χερρονήϲῳ, κατοικιϲθεῖϲα ὑπὸ Ἀθηναίων τῶν μετὰ Μιλτιάδου ἐκεῖ παραγενομένωι.

[*](Ar.)

2418 Κριθοτράγων: κριθοφάγων.

[*](Δ)

2419 Κρίκε: ϲυνεϲχέθη.

[*](Δ)

2420 Κρίκοϲ: τὸ κρικέλιον.

2421 Κρῖμα.

[*](Thdr.)

2422 Κρίματα: αἱ οἰκονομίαι. Δαβίδ· γινώϲκεται κύριοϲ κρίματα ποιῶν. τουτέϲτι δικαίωϲ οἰκονομῶν. καὶ τὰ ὑπὸ θεοῦ γινόμενα θαύματα. ζήτει ἐν τῷ δικαιώματα.

[*](Δ)

2423 Κριμιϲόϲ: ὄνομα ποταμοῦ.

[*](Δ)

2424 Κρίμνον: διὰ τοῦ ι ἡ κριθή. παρʼ Ὁμήρῳ κατὰ ἀποκοπὴν λέγεται κρῖ· ἑϲτᾶϲι κρῖ λευκὸν ἐρεπτόμενοι. καὶ Πολύκριμνοϲ, ἡ [*](Anth.) πολύκριθοϲ. καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· αὐτάρκηϲ ὁ πρέϲβυϲ ἔχων ἅλα καὶ δύο κρίμνα. καὶ Βάβριοϲ· ἐγὼ δὲ λιτῆϲ οὐκ ἀφέξομαι βώλου. [*](2412 cf. Et. M 538,12 (partim ex Choer. Orth. An. Ox. 2, 226, 28); —κριθή cf H, Aristarch. sp. Ap. S 104, 22, sch. Ε 196, L. E 196 2413— κάμινον ═ P, Ael D. fr. 238 ap. Eust. O. 1511,12 cf. H; L═ Ps. Herodian 68 Ἄρτοϲ— ὠπτηνμένοϲ sch. Ar. Ach. 86. κρίβανοϲ —κάμινοϲ sch. Ar. Pl. 765 ═ Choer Ortt. An. Ox 2, 226, 25, ex quo Et. M. 538,17 cf. Orion 90, 11. εἶτα sq Ar. Ach. 85—6 vs. 6 οἱ sq Arr. lnd. 28, 1 (in sch. Ar. Ach. 86 interpol.) 2414 — φοῦρνοϲ Ambr. 1556 2415 Ar Av. 1521 c. sch. 2416 — μύρτον sch Ar. Pac 965 cf. H Κριθίδιον ═ Ambr 1699 2417 Harp. ═ P 2418 sch. Ar. Av. 231 2419 ═ Ambr. 1703 2420 ═ Ambr. 1548, Ps. Herodian. 68, Et. M. 538, 41 2422 οἰκονομῶν Thdr in Ps. 9, 17, PG 80, 929a 2423 ═ Ambr. 1627b cf. L 2424 κρίθη +· Πολύκριμνοϲ cf L; — κριθή cf Ambr 1564 ═ H — κρῖ cf. Choer. An. Ox. 2, 226, 28, sch. A in Ε 196, Et. M 538,13; E 196 αὐτάρκηϲ— κρίμνα Anth. 6, 302, 3 ἐγὼ-τρώγω Babr. 108, 31—2) [*](2412 cf. 2424 2413 Arr. cf. v. πέμματα 2414 καὶ 8q. ex v. Α 2570 2415 cf. 1267 2424 cf. 2412) [*](A(GFVM)) [*](1 καὶ om. F Ὅμηροϲ] ὅμωϲ A cf. p. 186, 10 7 Κρίβανοϲ] κρίβανοϲ δὲ καὶ—9 κρίβανον om. Ar mg. Ar V 7 καὶ om Ar ἐπὶ —9 κρίβανον om. V 13 ὑποκοριϲτικόν FGVM 2417—8 inverso ord. GM 14 Κριθοώτη A Κριθώτη GM, Harp. plen. 2418 —9 om. F 17 ϲυνεχέθη A 18 Κρίκᾳ κρικέλλιοn GVM Et. 2421 om. AF mg. ArM post vs. 20 οἰκονομίαι 23 Κριμνιϲόϲ A Κριμηϲόϲ FVac Mac cf. Laur. 24 παρ’— 25 ἐρεπτόμενοι om. F 26 καὶ— p. 189, 1 τρώγω om. F)

189
ὑφ’ ἣν τὰ κρίμνα μὴ φοβούμενοϲ τρώγω. Κρίμνον δὲ τὸ παχὺ [*](Δ) τοῦ ἀλεύρου.

2425 Κρινάμενοϲ: ἐπιλεξάμενοϲ.

[*](Hom.)

2426 Κρῖνε: δίκαζε.

2427 Κρίνεϲι ϲτεφανοῖϲ: τουτέϲτιν αἱ λοιδορίαι αἱ παρὰ ϲοῦ [*](Ar.) ϲτέφαοί μοί εἰϲιν ἐκ κρίνων. κέκλιται δὲ ἀπὸ τοῦ τὸ κρίνοϲ, ὡϲ τὸ τεῖχοϲ. οἱ δέ φαϲι μεταπλαϲμὸν εἶναι.

2428 Κρίνιϲ: ἱερεὺϲ Ἀπόλλωνοϲ.

2429 Κρίνον: τὸ ἄνθοϲ. ἀπὸ τῆϲ διακρίϲεωϲ. διὸ καὶ τὰ τῆϲ διακρίϲεωϲ [*](Ecl.) λέγεται κρίνον εὐμάραντον καὶ ταχὺ διαπίπτον. διὸ καὶ ἡ κολόκυνθα κρίνον λέγεται, καὶ τοὺϲ πτωχοὺϲ δὲ κρίνα λέγουϲιν. αὐτὴ δὲ ἡ κολόκυνθα Μηδικόν ἐϲτιν ὄνομα.

2430 Κρῖνόν μοι κύριε, ὅτι ἐγὼ ἐν ἀκακίᾳ μου ἐπορεύθην. Κρίνω δὲ τὸ δικάζω. κρίνοντεϲ τὰϲ δώδεκα φυλὰϲ τοῦ Ἰϲραήλ.