Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Anth.)

2391 Κρῆναι· ἀλλὰ καὶ τήνδε αὐτῷ ἐγγυάλιξον κρῆναι εὐκλειῶϲ δῆριν Ἀχαιμενίην.

[*](Δ Suid.)

2392 Κρηναῖον ὕδωρ. καὶ Κρηναῖοϲ ποτόϲ.

[*](Ecl.)

2393 Κρήνη: ἡ πηγή. κάρα, καρήνη, κρήνη. κορυφὴ γὰρ τοῦ ῥεύματοϲ ἢ κόρη τοῦ νάματοϲ· καὶ γὰρ θυγατέραϲ αὐτάϲ φαϲι.

[*](Δ)

2394 Κρηνίϲ.

[*](2382 — ἀγαθόν ═ P, Ba 283, 9 Et. Gen., Et. M. 537, 23 cf. sch. DA in. Α 106, Erotian. 56, 6 Hellad. ap. Phot. Bild. 532a 25, 28. ἀληθέϲ ═ Ps. Herodian. 69, L cf. An. Ox. 2, 454, 13, Ambr. 1681; ἀγαθόν cf. H καλογήρυον sq. cf. An. Ox. 2, 454, 13 2383 ═ P, Ba 283, 11; — κεφαλοδέϲμιον ═ Ambr. 1680 Ps. Herodian. 69, Et. Gen., Et. M. 537, 28 cf. sch. Χ 470, H, Eust. I. 1280, 61 2384 — κύριον ═ Ambr. 1570. Κρηθηΐϲ sq. cf. Ps. Herodian. 69, Ambr. 1651 2385 cf. Et. M. 537, 35, L, Ambr. 1705 2386 αἰτιατικῇ ═ Synt. Gud. ἐκ sq. ═ Ambr. 1709 2387 ἀλαζονεύεϲθαι ═ P μεγάλαϲ sq. cf. ad 2390 2388 — φάραγξ aliter Ambr. 1565, H κρημνοὺϲ—κρημνοί Ar. Eq. 628 c. sch. cf. sch. Φ 26; Φ 244 κρημνοῦ sq. Astramps. 2389 praeter εἰ μὲν—η εἰ δὲ—ι sch. Ar. Nu. 965; rell. cf. L; ὅτε sq. Κ 7 2390 τόποι ═ P, Σa cf. Ba 283,12 (in Μ 54) Κρημνοποιόν sq. sch. Ar. Nu. 1367 2391 Anth. 6, 332, 78 2392— ὕδωρ ═ Ambr. 1686 cf. Ps. Herodian. 68 Κρηναῖοϲ ποτόϲ ═ Ambr. 1567 Soph. Tr. 14 2393 cf. An. Ox. 2, 453, 31, Et. Gud.; — πηγή ═ Ambr. 1635 Ps. Herodian. 68, Et. M. 537, 43 cf. H (gl. Hom.))[*](2382 cf. vv. Γ 252 et 256 2387 cf. 2390 2388 cf. v. Ο 1047 2389 cf. 2261 et v. Π 120 2390 cf. 2387 2392 καὶ sq. ex v. Γ 142)[*](A(GFVM))[*](3 Κρηθεύϲ] Κρηθέϲ A 8 φάραξ AFV 10 Ὅμηροϲ] ὅμωϲ A cf. p. 188, 1 13 Κριμνώδη Mec μεγάλου GM cp. FV 14 post ι lac. in V Κρήμνα V παϲπάλη V 15 Ὅμηροϲ om. F 18 τὸν om. F 20 Ἀρχαιμενίην GM 21 καὶ—ποτόϲ om. AFV)
187

2395 Κρηπιδούμενοϲ: ἀντὶ τοῦ ὑποδούμενοϲ τὰϲ κρηπῖδαϲ. ἤρετο [*](Ε) πρῶτον τὸν Λεϲχίδην τὸν ποιητὴν μεταξὺ κρηπιδούμενοϲ.

2396 Κρηπίϲ: θεμέλιοϲ, ἢ εἶδοϲ ὑποδήματοϲ· ὑποβάθρα. ἡ τοὺϲ [*](Σ) πόδαϲ κρατοῦϲα.

2397 Κρῆϲϲα: ἡ Κρητικὴ γυνή. καὶ Κρύϲ. καὶ Κρηϲϲαῖα θάλαϲϲα. [*](Δ) Κριϲαῖοϲ δὲ κόλποϲ.

[*](Suid)

2398 Κρηϲέρα: τὸ περιβόλαιον τῶν κοφίνων. ἔϲτι δὲ διερρωγόϲ. [*](Ar.) Ἀριϲτοφάνηϲ· ἀλλ᾿ οὐχὶ νυνὶ κρηϲέραν αἰτούμεθα. τοῦτο δὲ λέγει ὡϲ πρὸϲ γραῦν.

2399 Κρήϲιοϲ: Κρητικόϲ. τοὺϲ Κᾶραϲ θαλαττοκρατῆϲαι λέγεται [*](Δ) μετὰ Μίνω τὸν Κρήϲιον.

[*](Ε)

2400 Κρηϲϲόϲ.

2401 Κρηϲτωνία.

2402 Κρηϲτωρεύϲ.

[*](Δ)

2403 Κρηϲφύγετα: τὰ πρὸϲ τοὺϲ χειμῶναϲ ϲτενά, καὶ ὀχυρώματα, [*](Σ + Hdt.) καὶ καταφυγή. οἱ δέ φαϲιν, ὅτι Κρηταιεῖϲ τοὺϲ νηϲιώταϲ ἅμα Μίνῳ τῷ βαϲιλεῖ θαλαϲϲοκρατοῦντεϲ ἔφυγον εἰϲ ϲπήλαιά τινα, ὅθεν ἐκεῖνα ὠνομάϲθηϲαν κρηϲφύγετα.

2404 Κρῆτα: τὸν ἀπὸ τῆϲ Κρήτηϲ.

[*](Δ)

2405 Κρηταιεύϲ· καὶ Κρηταιεῖϲ ἀπὸ εὐθείαϲ τῆϲ Κρηταιεύϲ.

[*](Δ)

2406 Κρήτη: νῆϲοϲ.

[*](Δ)

2407 Κρητίζειν: τὸ ψεύδεϲθαι. Ἰδομενεὺϲ γὰρ ἐπιτραπεὶϲ τὸν ἀπὸ [*](Σ) τῶν λαφύρων χαλκὸν διανεῖμαι τὸν ἄριϲτον αὑτῷ ἐξείλετο. καὶ [*](Prov.) ἑτέρα παροιμία· Κρητίζειν πρὸϲ Κρῆταϲ. ἐπειδὴ ψεῦϲται καὶ ἀπατεῶνέϲ εἰϲι.

2408 Κρητικόν: εἶδοϲ χιτῶνοϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· ϲὺ δὲ τὸ Κρητικὸν [*](Ar.) ἀπόδυθι ταχέωϲ.

2409 Κρητικόν: τὸ ἀπὸ τῆϲ Κρήτηϲ.

[*](Δ)

2410 Κρητικόϲ: ῥυθμόϲ ἐϲτιν οὕτω καλούμενοϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](Ar.) ὑπανακινεῖν Κρητικῶϲ τὼ πόδε.