Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2191 Κουρόϲυνον: τὸ ὑπὲρ τῆϲ κουρᾶϲ θυόμενον. ἐν Ἐπιγράμν [*](Σ ?) μαϲι· καλῷ ϲὺν τέττιγι Χριϲθένεοϲ τρίχα τήνδε κουρόϲυνον.

[*](Anth.)

2192 Κουροτρόφοϲ: παιδοτρόφοϲ.

2193 Κουροτρόφοϲ γῆ: ταύτῃ δὲ θῦϲαί φαϲι πρῶτον Ἐριχθόνιον [*](Σ) ἐν ἀκροπόλει καὶ βωμὸν ἱδρύϲαϲθαι, χάριν ἀποδιδόντα τῇ γῇ τῶν Τροψείω καταϲτῆϲαι δὲ νόμιμον τοὺϲ θύοντάϲ τινι θεῷ, ταύτῃ προθύειν.

[*](2180 Κουρεῖα ═ L. Κουρεῖον—κουρεύονται cf. Ambr. 1463, L (aliter Et. M 533, 36) 2181 ═ Ba 282, 24 cf. sch. 193 2182 ═ Ba 282, 26, Ambr 1359 Apion cf. Et. M. 534, 13 (in 1 528), H 2183 ═ Zen. lV 61 cf. H; l. ═ fr. trag ad 580 2184 aliter L, Ambr 1237 et 1493 2185— μεμνηϲτευμένον cf. sch. ξ 414 ϲύν sq. Polybio attr. Toup 2186— νεάζουϲα cf. Ba 282, 27, H. Κουρίζων, νέοϲ ὑπάρχων ═ Ba 282, 28, H cf. sch. χ 185 ὁ — ϲῶμα Aelian. Κουρίζω sq ═ Ambr. 1527 2187 cf. Ambr. 1541, H; aliter Ap. S. 103, 10 sch. χ 188 2188 ἑλκόμενοϲ sq. Sym. Metaphr, PG 114, 1172 a 3 2190═ Ba 282, 25, H cf. sch. Δ 321, Apion 2191 καλῷsq. Anth. 6, 156, 1 —2 2192 ═ Ba 282, 29, H, cf. sch. ι 27 2193 Paus. Att. attribuerim)[*](2180 καὶ κουρειῶντα sq. fort ex 2184 2185 extr. cf. v. Γ 47)[*](1 καὶ—2 Ἀπατούρια om. F V 3 καὶ alt. — 4 τρίχαϲ om. F ante gl. V ArF(GVME) 4 κουριῶντα AVac τὰϲ om. V 2183 non noν. gl. M 9 Κουρειάω G Vac Mac 10 κουρειῶ GVac Mac κουρεύω] ὡϲ τὸ καθαρεύω, καθαρειῶ (ss ι) V 12 ἀνέλοι F; ἀνέλῃ rell. ϲὺν—13 ἠλθε om. V 14 Κορίζουϲα A Kορίζων F 15 φερέεϲκε G M 17 Κουρίγξ A 2188 om. F V 20 Κουρίων ed. pr. προτίκτωρ E προτέκτωρ ed. pr. 22 τὸ ed. pr.. τὸν omnes 23 Χριϲθενέωϲ Gac Vac Mcc Χρίϲε νέοϲ A, Χαριϲθένεοϲ Anth. 2193 non nov. gl. AGM 25 ταύτην G ταύτηϲ V 27 καταϲτῆϲαι—28 προθύειν om. V 27 νόμον F θεῶν F)
168

2194 Κουρϲῶρεϲ: οἱ διατρέχοντεϲ· κοῦρε γὰρ τὸ τρέχε.

[*](Σ)

2195 Κοῦϲτοϲ: φύλαξ.

[*](Σ)

2196 Κουϲτωδία: τὸ τῷ δεϲμωτηρίῳ ἐπικείμενον ϲτράτευμα, ϲύϲτημα ϲτρατιωτικόν, ϲτῖφοϲ.

[*](Suid.)

2197 ουτριγούρουϲ· ὁ δὲ Ἰουϲτινιανὸϲ ἄδικον αὐτοῖϲ ἀπεκάλει τὴν ἐϲ Κουτριγούρουϲ ἀπραγμοϲύνην.

[*](Σ)

2198 Κούφη γῆ τοῦτον καλύπτοι: ἀντὶ τοῦ μετέωροϲ. λέγεται [*](Phil.) δὲ γῆ γῆϲ κουφοτέρα, οὐκ οὐϲα ἁπλῶϲ κούφη· καὶ πῦρ πυρὸϲ βαρύτερο, οὐκ ἔϲτιν ἀπλῶϲ βαρύ· κοῦφον δέ ἐϲτι τὸ ἐξ ἑαυτοῦ φερόμενο εἰϲ τὸν ἄνω τόπον. λέγεται γὰρ κούφη γῆ τῷ εὐβαϲτακτο τέρα εἶναι καὶ ῥόον ἀναβιβάζεϲθαι· καὶ τὸ πῦρ βαρὺ τὸ ῥόον κάτω ἐπόμεο. καὶ λέγονται ταῦτα καθ’ ὁμοιότητα, ἀλλ’ οὐ κυρίωϲ.

[*](Soph.)

2199 Κούφοιϲ πνεύμαϲι βόϲκου, νέαν ψυχὴν ἀτάλλων. τουτέϲτι κούφῃ καὶ ἁπαλῇ ζωῇ. ἀπὸ μεταφορᾶϲ τῶν φυτῶν, ἅτινα οὐδὲν ϲφοδρὸν δύναται φέρειν, οὔτε καύϲωνα οὔτε ἄνεμον. ὁ Αἴαϲ φηϲὶ [*](Ε) πρὸϲ τὸν παῖδα αὐτοῦ. καὶ Ἐκκουφίϲαϲ, ἀντὶ τοῦ ἀφικόμενοϲ, ἐκπλεύϲαϲ. Διονύϲιοϲ τοῦνομα, ἔμποροϲ τὸ ἐπιτήδευμα, δολιχεύϲαϲ πολλάκιϲ πολλοὺϲ πλοῦϲ, τοῦ κέρδουϲ ὑποθήγοντοϲ, καὶ περαιτέρω τῆϲ Μαιώτιδοϲ ἐκκουφίϲαϲ ὠνεῖται κόρην Κόλχον, ἦν ἐληὶϲαντο Μάχλυεϲ, ἔθνοϲ τῶν ἐκεῖ βαρβάρων.

[*](Σ)

2200 Κουφότεροϲ κονιορτοῦ καὶ ἀϲθενέϲτεροϲ.

[*](Δ?)

2201 όφινοϲ: ἀγγεῖον πλεκτόν.

[*](Δ?)

2202 Κοχλιάριον: τὸ παρʼ ἡμῖν.

2203 Κοχ λίαϲ: ὁδὸϲ εἰϲ ἑκάτερον περιηγμένη. κοχλίαϲ αὐτομά [*](EV) τωϲ βαδίζων προηγεῖτο τῆϲ πομπῆϲ αὐτῷ ϲίαλον ἀναπτύων.

[*](Δ)

2204 Κοχλίδιον: εἶδοϲ ζωῦφίου.

[*](Δ)

2205 όψιχοϲ: εἶδοϲ ἰχθύοϲ.

[*](Δ)

2206 Κόψιχοϲ: ἐπὶ ὀρνέων· Κ όϲϲυφοϲ ἐπὶ ἰχθύων.

[*](2195═ Ba 282, 30 2196 ═ Σ cf. Ba 282, 31, H 2198 vs 7. 8 λέγεταιsq. cf. Alex. Aphr. p. XIII 1, 275, 8 —12 2199—vs. 16 αὐτοῦ Soph Ai. 558 9 c. sch. Διονύϲιοϲ sq. Aelian. fr. 71 2101 aliter Ambr 1210 2202 aliter. Ambr. 1469 2203 κοχλίαϲ sq Polyb 12, 13, 11 ═ Ε p 2, 130, 256 2204 cf. Ambr. 1468 2205 ═ Ambr. 1207, L 2206 cf H, Moer. 200, 20 Ambr. 1207)[*](2194 cf. 2178 2197 ex v. Α 3682 2199 Soph. c, v Α 4317; Aelian cf v. Δ 1337 2203 cf. v ϲίαλοϲ)[*](ArF( G V M))[*](4 ϲτρατιωτικῶν V 2197 om. F V 5 ἐϲ] τοὺϲ add. A 7 καλύπτοι ed. pr καλύπτῃ A καλύπτει FGVM 7. 8 λέγεται—12 κυρίωϲ om V 10 τῷ] τὁ F cf. Philop. 14 τῶν om. F 15 ὁ] καὶ ὁ A 16 καὶ —20 βαρβάρυων om V 18 περαιτέρω F; πορρωτέρω AGM 19 ὠνεῖτο F Κόλχιν Bhd. 20 Μάχρυεϲ A 21 καὶ] οἷον temere Bhd. 2202— 3 inverso ord. F V; τὸ παρ ἡμῖν χοχλιάριονν ροst vs. 24 περιηγμένη temere transpos. Bhd., τὸ παρ’ ἡμῖν pοtius ad 2201 referendum cf. Ambr. 1210 24 εἰϲ om. V 27 cett. Κόψυχοϲ cett F 28 ἐπὶ ἰχθύων om. V ἰθχύοϲ F)
169

2207 Κόψιχοϲ: εἶδοϲ ὀρνέου. ϲὺ δὲ κοψίχῳ ἔοικαϲ ϲκάφιον ἀπὸτετιλμμένῳ. [*](Ar.) ϲκάφιον δὲ εἶδοϲ κουρᾶϲ. ὅτι οἱ κόψιχεϲ ῴοτοκοῦντεϲ κεντοῦϲι τὰ ὠά. οἱ οὖν ὀρνιθοθῆραι πτερὰ αὐτοῖϲ ἐμβάλλουϲι πρὸϲ τὸ ἀμβλῦναι τὰ ῥάμφη τῇ μαλακότητι τῶν πτερῶν· ἢ ἵνα μὴ κορυζῶϲιν· ἢ ὅτι μετὰ τὸ ϲφάξαι πτερὰ ἐμβάλλουϲιν ὥϲτε ἐξ αὐτῶν αὐτοὺϲ κρεμαμένουϲ ὁραθῆναι πᾶϲι.

2208 Κῶαϲ: ἡ τοῦ προβάτου δορά.

2209 Κωβάλῳ: ἡ λέξιϲ παρὰ Ἀριϲτοφάνει.

[*](Σ?)

2210 Κωβῆτιϲ: εἶδοϲ ἀφύαϲ. καὶ ζήτει ἐν τῷ ἀφύα.