Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Ε Δ)

2170 Κοτύωρα: πόλιϲ Ἑλληνίϲ, Σινωπέων ἄποικοι. καὶ οἱ πόλῖται Κοτυωρικοί. ἡ νῦν παρὰ πολλοῖϲ Κύτωρα λεγομένη.

2171 Κότυϲ: δαίμων, παρὰ Κορινθίοιϲ τιμώμενοϲ, ἔφοροϲ τῶν αἰϲχρῶ. ὅθεν οἱ Κλειϲθέναι καὶ Τίμαρχοι καὶ πάντεϲ οἱ πρὸϲ ἀργύριο τὴν ὥραν διατιθέμενοι καὶ οἱ μὴ πρὸϲ ἀργύριον δέ, ἀλλὰ πρὸϲ ἄλλο τι, καὶ οἱ μὴ πρὸϲ μηδὲν ὁτιοῦν, ἀλλὰ διὰ τὴν ἐξάγιϲτον ἡδοπή. καθάπαξ οἱ θηλυδρίαι τριχῶν πλάϲται πάντεϲ εἰϲίν.

[*](EV)

2172 Κότυϲ ἀνὴρ ἦν κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν ἀξιόλογοϲ καὶ πρὸϲ τὰϲ πολεμικὰϲ χρείαϲ διαφέρων, ἔτι δὲ κατὰ τὴν ψυχὴν πάντα μᾶλλον ἢ Θρᾷξ· καὶ γὰρ νήπτηϲ ὑπῆρχε καὶ πραότητα καὶ βάθοϲ ὑπέφαινεν ἐλεύθερον.

[*](Harp.)

2173 Κότυϲ· οὖτοϲ ἄρξαϲ Θρᾴκηϲ ἔτη κδ΄, τὰ μὲν πρῶτα ἐν τρυφαίϲ καὶ ἡδυπαθείαιϲ ἦν· αὔξηϲιν δὲ λαμβανούϲηϲ αὐτοῦ τῆϲ εὐπραγίαϲ εἰϲ ὠμότητα καὶ ὀργὴν ἐξηνέχθη, ὡϲ καὶ τὴν γυναῖκα, ἐξ ἧϲ αὐτῷ ἦν τέκνα, διακόψαι μέϲην ἀπὸ τῶν αἰδοίων ἀρξάμενον.

2174 Κούβρικοϲ: ὁ ἐν τῇ ϲυνηθείᾳ κουκούβρικοϲ. λεγόμενοϲ ζήτει ἐν τῷ Μάνηϲ.

2175 Κ᾿ οὐδείϲ με γʼ ἂν πείϲῃ τὸ οὐκ ἐλθεῖν ἐπ’ ἐκείνου. Σοφοκλέουϲ ἡ διαίρεϲιϲ.

[*](Εcl.?)

2176 Κούθουρον: τὸν κούντουρον. εἴρηνται δὲ καὶ οἱ κηφῆνεϲ κούθουροι, παρὰ τὸ κεύθειν τὴν ἑαυτῶν οὐράν. ἢ ὅτι ἄκεντροι.

[*](Δ?)

2177 Κουλλούριον: εἶδοϲ μελιττούτηϲ.

2178 Κοῦρε: Ῥωμαϊϲτὶ τρέχε· ἔνθεν καὶ κουρϲῶρεϲ.

[*](Δ)

2179 Κουρεώτηϲ: ὁ κουρεύϲ. καὶ Κουρεῖϲ, πληθυντικῶϲ. Κουρεῶτιϲ [*](Σ) δὲ ἑορτή. τῶν Ἀπατουρίων ἡ τρίτη· ἐν ᾗ οἱ κοῦροι [*](2166 ἐφ᾿ sq. Laert. 9, 53 2167 cf. Ambr. 1538, sch. ε 433 2168 ═ Ba 282, 21, H, sch. ε 433 2169 ═ Σa, Ba 282, 22 cf. sch. Ψ 34, H, Et. M. 533, 6 — ἀρύεϲθαι cf. Aristarch. in sch. A in Ψ 34 ═ Ap. S. 103, 2, H; porro Apollodor. ap. Ath. 11, 479a 2170  — ἄποικοι Xen. An. 5, 5, 3 2171 ὅθεν sq. Synes. Calv. PG 66,1204 a 2172 Polyb 27, 12 ═ EV 2, 176, 6 —9 2173 Harp. 2176 cf. Et. M. 524, 41, ach Pl. Leg. 901 a 2179 κουρεύϲ ═ Ambr. 1236. Κουρεῶτιϲ ἑορτή ═ L, Et. M. 533, 41 τῶν — ἐγγράφονται cf. Et. M. 533, 51) [*](2166 Laert cf. v φορμοφόροϲ 2171 cf. v. Θ 381 2178 cf. 2194) [*](AF(GVM)) [*](1 ἐνϲτρέφεται F, Ba: ϲτρέφεται rell. ἧϲ FM: οἷϲ AGV 5 κοτυλήρρυτον A, Ba 6 ἄποικοϲ A sed cf. Xen. 7 Κοτυωρῖται (e Xen. An. 5, 5, 7 sqq. ) ed. pr. cf. Ambr. 1280 παρὰ πολλοῖϲ om. V Κύτορα F 2171 post 2161 FV 8 Κότυϲ] κότοϲ add. V 9 ὅθεν—12 εἰϲίν om. F 10 καὶ— 12 θηλυδρίαι om. V 12 πάντεϲ om. V 14 δὲ καὶ κατὰ AGM τὴν om. F 15 πραότατοϲ F 17 τὰ — 20 ἀρξάμενον om. F 17 ἐν] καὶ A 19 καὶ pr.] εἰϲ add. V ἐξ — 20 τέκνα om. V 20 ἀπὸ—ἀρξάμενον om. V 2174 om. F post 2176 V 21 λεγόμενοϲ—22 Μάνηϲ om. V 2175 ex F solo 25 τὸν] τὸ AF κόντουρον V 26 ἑαυτοῦ M om. F, Et. 27 μελιτούτηϲ GM μελιττούϲηϲ F 28 Κοῦρρε V 29 πληθυντικόν A)

167
ἀποκειρόμενοι εἰϲ τοὺϲ φράτοραϲ ἐγγράφοννται. καὶ ζήτει τὴν πρῴτην καὶ τὴν δευτέραν ἐν τῷ Ἀπατούρια.

2180 Κουρεῖα καὶ Κουρεῖον: τόποϲ, ἐν ᾦ κουρεύονται. καὶ [*](Δ) κουρειῶντα τὰϲ τρίχαϲ.

2181 Κούρηταϲ: νέουϲ.

[*](Σ)

2182 Κουρῆτεϲ: ὄνομα ἔθνουϲ.

[*](Σ)

2183 Κουρήτων ϲτόμα: ἐδόκουν γὰρ οὗτοι μάντειϲ εἶναι. οἱ δὲ [*](Prov.) θεϲπιῳδὸν ϲτόμα.

2184 Κουρίαϲ: ὁ ἔϲωθεν κεκομμένοϲ τὰϲ τρίχαϲ. καὶ Κουριά ω, [*](Δ) κουριῶ, τὸ κουρεύω.

2185 Κουρίδιον: τὸν ἐκ παρθενίαϲ μεμνηϲτευμένον. ἀνεμιμνή [*](Hom.) ϲκετο, ὡϲ τὸν κουρίδιον αὐτῆϲ ἄνδρα ἀνέλοι. ϲὺν τῷ κουριδίῳ [*](Ε) γαμέτῃ εἰϲ Ἔφεϲον ἢλθε.

[*](Ε)

2186 Κουρίζουϲα: νεάζουϲα. καὶ Κουρίζων, νέοϲ ὑπάρχων. ὁ [*](Σ) δὲ τὰ ὅπλα ἀναλαβών, ἀ κουρίζων φορέεϲκε, τὸ ἀρχαῖον ἐκεῖνο [*](Ε) περικαλύπτει ϲῶμα. καὶ Κουρίζω, τὰ τῶν νέων φρονῶ.

[*](Δ)

2187 Κουρίξ: ἐκϲπᾶν τριχῶν.

[*](Δ)

2188 Κουριόϲϲου· ἐκ τοῦ βίου τοῦ Χρυϲοϲτόμου· ἑλκόμενοϲ ὑπὸ τοῦ κουριόϲϲου [*](Metaiphr.) τῆϲ πόλεωϲ ἐν μέϲῃ τῇ πόλει.

2189 Κουρίου: ὄνομα κύριον, ὃϲ ἦν πρωτίκτωρ.

2190 οῦροϲ: νέοϲ.

[*](Σ)