Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

2150 οϲτόβαροϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Σ+ Δ)

2151 Κόϲυμβοϲ καὶ Κοϲύμβη: ἀνάδεϲμοϲ, ἢ χιτὼν κροϲϲωτόϲ. ὁ κόμβοϲ τῶν δύο χειριδίων ὅταν τιϲ δήϲῃ ἐπὶ τὸν ἴδιον τράχηλον.

[*](Σ)

2152 Κοτταβίζει: οἶνον ποτηρίῳ ἀναρριπτεῖ· ὃ ἐποίουν οἱ οἰνιζό οἰνιζόμξνοι.

[*](Ar.)

2153 Κοτταβίζειν: παίζειν. εἰϲ χαλκᾶϲ δὲ φιάλαϲ, αἲ καλοῦνται λαταγεῖα, ἀνερρίπτουν ἐμβάλλοντέϲ τι πόμα· καὶ εἰ ἐγένετο μείζων ψόφοϲ, ἐδόκουν ὑπὸ τῶν ἐραϲτῶν ἐρᾶϲθαι. κότταβοϲ δὲ λέγεται τὸ λεῖμμα τοῦ ποτηρίου, ὃ ἐνέβαλλον εἰϲ τὰϲ λαταγάϲ. ἦν δὲ παίγνιον παρʼ Ἀθηναίοιϲ τοιοῦτον· ῥάβδοϲ μακρὰ πεπηγμένη ἐν τῆ γῇ καὶ ἑτέρα ἐπάνω αὐτῆϲ, κινουμένη ὡϲ ἐπὶ ζυγίου· εἶχε δὲ πλάϲτιγγαϲ δύο ἐξηρτημέναϲ καὶ κρατῆραϲ δύο ὕδατοϲ ὑποκάτω τῶν πλαϲτίγγων καὶ ὑπὸ τὸ ὕδωρ ἀνδριὰϲ χαλκοῦϲ κεχρυϲωμένοϲ. τοῦτο δὲ ἦν ἐν τοῖϲ ϲυμποϲίοιϲ. καὶ πάντων παιζόντων ἀνίϲτατο ἔχων φιάλην γέμουϲα ἀκράτου καὶ μηκόθεν ἱϲτάμενοϲ ἔπεμπεν ὅλον τὸν οἶνον ὑπὸ μία ϲταγόνα εἰϲ τὴν πλάϲτιγγα, ἶνα γεμιϲθεῖϲα βαρυνθῇ καὶ κατέλθῃ καὶ κατελθοῦϲα κρούϲῃ εἰϲ τὴν κεφαλὴν τοῦ ἀνδριάντοϲ τοῦ ὑπὸ τὸ ὕδωρ κεκρυμμένου καὶ ποιήϲῃ ἦχον. καὶ εἰ μὲν μὴ ἐκχυθῇ ἐκ τοῦ οἴου, ἐνίκα καὶ ἤδει, ὅτι φιλεῖται αὐτὸϲ ὑπὸ τῆϲ ἐρωμένηϲ· εἰ δὲ   μή, ἡττᾶτο. ἐλέγετο δὲ ὁ ἀνδριὰϲ ὁ ὑπὸ τὸ ὕδωρ μάνηϲ.

[*](Ar.)

2154 ότταβοϲ: λάταξ. χαλκῆ φιάλη, ἦν μεταξὺ τοῦ δείπνου ἐτίθεϲαν οἴνου πεπληρωμένην, εἶτα εἰϲ μικρὰ ποτήρια ἐμβαλόντεϲ ἀπὸ ὕψουϲ ἐρρίπτουν, ἐπὶ τῷ ψόφον ἀποτελέϲαι, ὃϲ ἐκαλεῖτο κότταβοϲ· ἐπηνεῖτο δὲ ὁ μείζονα ψόφον ποιῶν· καὶ μεθυϲοκότταβοι οἱ τοῦτο ἐργαζόμενοι.

[*](Δ)

2155 Κὀτταϲ: ὄνομα κύριον. ὃϲ ἐχρήϲατο τῷ ὅπλῳ, ὅ τραγόλαϲ ἕλέγετο· [*](Suid.) μεθ’ οὖ οὕτω βίαιον ἀφῆκε πληγήν, ϲτε τὸν βληθέντα διά τε τοῦ θώρακοϲ καὶ διὰ τῶν πλευρῶν διαπεdραι καὶ τῇ γῇ προϲηλῶϲαι.

[*](Δ)

2156 Κοτεϲάμενοϲ: ὀργιϲθείϲ.

[*](Δ)

2157 Κοτίδειον: ὄνομα πόλεωϲ.

[*](2149 cf Zon 1234 2150 ═ Ambr. 1274 cf. 1233 2451 — κροϲϲωτόϲ cf H; praeter καὶ Κοϲύμβη ═ Ba 282, 14 2152 ═ Ba 282, 16 cf. H 2153 sch. Ar. Pac. 343 2154 sch. Ar Ach. 525 cf. An Ox. 2, 459, 21 2156 ═ Ambr. 1488 sch Ε 177 cf. H; Et. M 533, 2 ═ sch. Π 345 2157 ═ Ambr. 1464)[*](2151 cf 1987 2152 —4 Stephanus, Comm Aristot Gr. 21, 2, 285, 18— 25 2153 cf. v. Λ142; hinc v. Μ 148 2154 cf. v Μ441 2155 ὃϲsq. ex v. Τραγόλαϲ)[*](ArF( GV AM))[*](2149 om. F V 1 δάπτιϲμα M 2 Καιϲτόβαροϲ· ὄνομα τόπου καὶ ὄνομα k. F 2152— 3 inverso ord. F 5 οἱ om. F, Ba, Stephanus οἰονιζόμενοι F. cf. Ba 8 λάττεια F λάταγεϲ sch. καὶ — 21 μάνηϲ om F 11 μικρὰ Ac(Gac VMac γῇ] χειρὶ A 12 κειμένη V 15 πάντων] πᾶϲ τῶν sch. 16 τὸν οἶνον post 17 νταγόνα A 23 εἶτα— 26 ἐργαζόμενοι om. F 23 ἐμβάλλοντεϲ AG M 27 ὃϲ— 29 προϲηλῶϲαι om. F 27 ὃϲ] ὁ ότταϲ V 31 Κοτιάειον Lobeck)
165

2158 Κοτιεῖ: φθονεῖ, ζηλοῖ.

2159 Κότινοϲ: ἀγριέλαιοϲ· ἢ ὄνομα βοτάνηϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· [*](Σ) καὶ τὰν ἐκ κοτίνοιο καλαύροπα, τάν ποτε τῆνοϲ πολλάκι ῥομβητὰν ἐκ [*](Anth.) χειρὸϲ ἠκροβόλει.

2160 Κοτινοτράγα: κότινον ἐϲθίοντα, τουτέϲτιν ἀγριέλαιον.

[*](Ar.)

2161 Κοτίνου ϲτεφάνῳ: οὐ κοτίνῳ οἱ νικῶντεϲ ἐϲτέφοντο, ἀλλὰ [*](Ar.) καλλιϲτεφάνῳ· ταύτηϲ δὲ τὰ φύλλα ἔμπαλιν ταῖϲ λοιπαῖϲ ἐλαίαιϲ· ἔξω γάρ, ἀλλ’ οὐκ ἐντὸϲ ἔχει τὰ λευκά. ὁ δὲ ἐκφαυλίζων ἔφη κοτίνου. καὶ Ἀριϲτοτέληϲ κατὰ λέξιν οὕτω φηϲὶ περὶ αὐτῆϲ· ἐν τῷ Πανθείῳ ἐϲτὶν ἐλαία, καλεῖται δὲ καλλιϲτέφανοϲ. ταύτηϲ δὲ ἔμπαλιν τὰ φύλλα ταῖϲ λοιπαῖϲ ἐλαίαιϲ πέφυκεν· ἔξω γάρ, ἀλλ’ οὐκ ἐντὸϲ ἔχει τὰ λευκά· ἀφίηϲί τε τοὺϲ πτόρθουϲ, ὥϲπερ ἡ μύρτοϲ, εἰϲ ϲτεφάνουϲ ϲυμμέτρουϲ. ἀπὸ ταύτηϲ λαβὼν καρπὸν Ἡρακλῆϲ ἐφύτευϲεν Ὀλυμπίαϲιν· ἀφʼ ἧϲ οἱ ϲτέφανοι τοῖϲ ἀθληταῖϲ ἐδίδοντο. ἔϲτι δὲ αὕτη παρὰ τὸν Ἰλιϲϲὸν ποταμόν· περιῳκοδόμηται δέ, καὶ ζημία μεγάλη τῷ θιγόντι αὐτῆϲ. ἀπὸ ταύτηϲ ἔφερον λαβόντεϲ Ἡλεῖοι τῶν ἀθλητῶν τῶν ἐν Ὀλυμπίᾳ τοὺϲ ϲτεφάνουϲ. καὶ αὖθιϲ· ἀκούϲαϲ ὁ Ξέρξηϲ, ὅτι περὶ κοτίνου τοϲοῦτον ὑφίϲτανται πόνον οἱ Ελληνεϲ, πῶϲ ἄν, εἶπεν, ὑπὲρ ἐλευθερίαϲ οὑτοι μάχοιντο,

2162 κότοϲ: ὀργή, ἢ φθόνοϲ ἢ ὁ ἀδηφάγοϲ. οὔκουν ἐδέχετο [*](Σ) αὐτοὺϲ τὸ μαντεῖον, τοῦ θεοῦ μηνιῶντοϲ αὐτοῖϲ. καὶ λιπαρούντων [*](Ε) μαθεῖν κοὶ δεομένων τὴν αἰτίαν τοῦ κότου, ὀψέ ποτε χρῆϲαι.

2163 Κοτυάειον: μητρόπολιϲ.

2164 Κοτύλαι: τὰ ἐν ποϲὶ κοιλώματα.

2165 Κοτύλαιον: ὄροϲ τὸ ἐν Ἐὐβοίᾳ· ἀπὸ Κοτύλου καλουμένου [*](Harp.) τοῦ καταϲχόντοϲ αὐτό.

2166 Κοτύλη: ὃ νῦν καλοῦϲιν ἡμίξεϲτον. παρὰ τὸ ἐκεῖ κεῖϲθαι [*](Ar.) τὴν ὕλην. εἶδοϲ ποτηρίου ὁμωνύμου τῷ ἀγγείῳ τῷ ὑγρῷ, ὡϲ [*](Hom.) χοῖνιξ. καὶ εἶδοϲ μέτρου. καὶ τὸ κοῖλον τοῦ ὀϲτέου, ἔνθα ἡ κεφαλὴ [*](Σ) [*](2158 ═ Σ, Ba, H 2159 ἀγριέλαιοϲ ═ Σᵃ, Ba, Et. M. 532, 51, H cf. Ambr. 1218 ὄνομα βοτάνηϲ ═ sch. Greg An. Ox. 2, 481, 16 καὶ sq. Anth. 6, 106, 3—4 2160 sch. Ar. Av. 240 cf. L, Ambr. 1397 2161—vs. 17 ϲτεφά νουϲ sch. Ar. Pl 586; Aristot. mirab ausc. p. 834 a 12 ἀκούϲαϲ sq. cf. Hdt. 8, 26, 3 2162 — ἀδηφάγοϲ ═ Σᵃ, Ba 282, 15. ὀργὴ ═ L, Ps. Herodian 70 Et M. 532, 52 cf. H, sch. Λ 82 οὔκουνsq. Aelian. fr. 47 2163 cf. Ambr. 1465 2164 ═ Ba 282,18 2165 Harp. 2166 — ἡμίξεϲτον sch. Ar. Pl 436 vs. 28 εἴ δοϲ—29 χοῖνιξ ═ sch. A (Aristonic.) in Χ 494 cf sch. D, sch. A in 47 34, Apollο- or ap Ath 11, 479a, Et M. 533, 10 v. 29 εἰδοϲ—p. 166,1 ἐνϲτρέφεται ═ Ba 282,19 cf. H, Et. M. 533, 10, sch. Ar. Pl 436) [*](2162 cf v Z 10) [*](1 ζηλοῖ, φθονεὶ F 3 κοτίνοιϲ F cf. Anth. πὰν τότε A τῆνοϲ] νῆϲ ArF(GVM) ss. V πολλάκι 4 ἠκροβόλει om. F 6 ϲτεφάνου A 8 ἀλλ’ om. V 8 ὁ— 19 μάχοιντο om. F 8 ὁ—14 ἐδίδοντο] ῆν ἐφύτευϲτν Ἡρακλῆϲ V 12 εἰϲ] τοὺϲ add M cf. sch. 16 ἀπὸ—17 αὖθιϲ om. V 17 ὁ] δὲ 5 V 18 πόνον ὑφίϲτανται V 19 ἐμάχοιντο V 20 ἡ ὀργή F ἀδηφάγοϲ AF 20 οὔκουν— 22 χρῆϲαι om. V 21 καὶ— 22 χρῆϲαι om. F 25 ἀπὸ] τοῦ Add FG καλούμενον Harp. 20 ὀϲτέου] τοῦ μηροῦ add, V)

166
τοῦ μηροῦ ἐνϲτρέφεται. καὶ ἐφʼ ἦϲ τὰ φορτία βαϲτάζουϲιν, ἣν πρῦτοϲ ἐφεῦρε Πρωταγόραϲ· φορμοφόροϲ γὰρ ἦν.

[*](Δ)

2167 Κοτυληδόν: ἐν ταῖϲ κοτύλαιϲ. καὶ Κοτυληδονόφιν.

[*](Σ)

2168 Κοτυληδόνεϲ: αἱ τοῦ πολύποδοϲ πλεκτάναι.

[*](Σ)

2169 Κοτυλήρυτον: πολύ, ὥϲτε κοτύλῃ ἀρύεϲθαι, ὅ ἐϲτι κοίλῳ τινί.