Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

2110 Κόρϲην: κρόταφον.

[*](Harp.)

2111 Κορϲιαί: πόλιϲ Βοιωτίαϲ.

2112 Κόρβοι: παρὰ Ῥωμαίοιϲ οἱ κόρακεϲ. καὶ Κόρβιοϲ ἐκλήθη ὁ Λεύκιοϲ, ἀπὸ τοῦ ϲυμβεβηκότοϲ ἐκ τοῦ κόρακοϲ.

[*](Δ Σ)

2113 Κόροιβοϲ: ὄνομα κύριον. καὶ μωρόϲ τιϲ, μετρῶν τὰ κύματα. Καλλίμαχοϲ· τὸν ὄγδοον ὥϲ τι Κόροιβον. ὅτι Βουταλίων [*](Suid.) καὶ Κόροιβοϲ καὶ Μελιτίδηϲ ἐπὶ μωρίᾳ διεβέβληντο. Ἀριϲτοφάνηϲ.

[*](Ar.)

2114 Κορύβαντεϲ· ἔνιοι τοὺϲ Κούρηταϲ καὶ τοὺϲ Κορύβανταϲ τοὺϲ αὐτοὺϲ ὑπειλήφαϲιν. ἦϲαν δὲ Διὸϲ τροφεῖϲ οὗτοι καὶ φύλακεϲ. τινὲϲ [*](Σ) δὲ αὐτοὺϲ δέκα φαϲίν, ἄλλοι ἐννέα. ἦϲαν δὲ τῆϲ Ῥέαϲ παῖδεϲ. καὶ Κορύβαϲ ὁ αὐτὸϲ τοῖϲ Κούρηϲιν, οἳ ἦϲαν τροφεῖϲ τοῦ Διὸϲ καὶ διδάϲκαλοι καὶ τῆϲ Ῥέαϲ ὀπαδοί.

[*](Σ + Anth.)

2115 Κορυβαντείων: μαινομένων, ἐνθουϲιώντων. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· καὶ Κορυβαντείων ἰαχήματα χάλκεα ῥόπτρων.

[*](Σ)

2116 Κορυβαντιᾷ: μαίνεται, ἢ ὀρχεῖται, ἢ δαιμονᾷ. καὶ Συγκορυβαντιάϲαντεϲ, [*](Σ + Ε) ϲυμμανέντεϲ. ὁ δὲ ϲτρατὸϲ ϲυγκορυβαντιάϲαντεϲ καὶ ἐπαλαλάξαντεϲ ἅπαντεϲ καὶ τοῖϲ ὅπλοιϲ ἐπιδουπήϲαντεϲ ἐϲήλαντο [*](Δ) ἐϲ τὸν ποταμόν. καὶ Κορυβαντιῶν, ἐνθουϲιῶν, μαινόμενοϲ.

[*](Δ)

2117 Κορυδαλόϲ: εἶδοϲ ὀρνέου.

[*](Σ)

2118 Κόρυδοι: ὄρτυξιν ὅμοιοι ὄρνιθεϲ.

[*](Δ + Σ)

2119 Κόρυζα. καὶ Κορυζῶν, μεμωραμένοϲ· ἢ μυζώζων. καὶ Κορυζῶντα.

[*](2107 ═  Paroem. ed. Gsf. 65, n. 551, H 2108 Ba 282, 5 cf. Et. M. 530, 38, H, L 2109 — γαυριῶν cf. H v. κορωνιῶν, L v. κόρωνοϲ 2110 ═ Ba 281, 27, sch. Δ 502 cf. H v. κόρϲαι, L v. κόρϲιϲ 2111 Harp. 2112 — κόρακεϲ cf. Zon. 1233 2113 μωρόϲ — κύματα ═ Σa cf. Ba 281, 24, Et. Gud., Zon. 1233, sch. Luc. 162, 15 μωρόϲ ═ Ps. Herodian. 70 cf. Ambr. 1238, H τὸν sq. Et. Sym. ap. Gsf. 824, 48 Call. fr. 307 S. 2114 — παῖδεϲ sch. Ar. Lys. 558 cf. sch. Ar. Vsp. 9 Κορύβαϲ sq. cf. sch. Pl. Symp. 215e 2115 — ἐνθουϲιώντων cf. sch. Pl. Symp. 215e et ad 2116. καὶ sq. Anth. 6, 165, 3 2116 — δαιμονᾷ ═ Ba 281, 28 cf. Et. M. 531, 4 sch. Pl. Symp. 215e, sch. Luc. 9, 22 —3 Κορυβαντιῶν sq. cf. sch. Pl. Symp. 215e, Tim.; μαινόμενοϲ ═ Ambr. 1496 cf. L ═ Ps. Herodian. 70 2117 ═ L cf. H 2118 Tim. ═ sch. Pl. Euthyd. 291b cf. Ambr. 1262 2119 Κόρυζα cf. ad 2120. Κορυζῶν—μυξάζων ═ Σa, Ba 281, 29 cf. sch. Pl. Rep. 343a, sch. Luc. 229, 7, H Κορυζῶντα ═ Ambr. 1485, aliter L)[*](2109 extr. cf. v. Ε 540 2112 cf. 2070 et v. Ε 2841 2113 ὅτι sq. ex v. Β 468 2115 cf. v. Ι 72 2116 cf. v. ϲυγκορυβαντιῶμεν 2117 cf. 2130)[*](ArF(GVM))[*](1 κορώνην F παροιμία om. F 8 Κόροι FVac 11 τι] τε Kust. ὅτι—12 Ἀριϲτοφάνηϲ om. FV 2114—5 inverso ord. FV 14 δὲ om. V 15 ἄλλοι] δὲ add. F ἦϲαν—17 ὀπαδοί om. F 16 τοῦ om. V 20 καὶ— 23. 24 μαινόμενοϲ om. V 20. 21 Κορυβαντιάϲαντεϲ F 21 ὁ — 23 ποταμόν om. F 23. 24 μαινόμενοϲ, ἐνθουϲιῶν F cf. 2115 25 εἶδοϲ ὀρνέου om. F)
161

2120 Κόρυζα παρʼ Ἀττικοῖϲ ἡ μύξα λέγεται.

[*](Σ)

2121 Κόρυθα: περικεφαλαίαν.

[*](Σ)

2122 Κορυθαίολοϲ.

[*](Δ)

2123 Κόρυκοϲ: ὁ θύλακοϲ. ὅτι Ἀττήλαϲ Μεδιόλανον πολυάνθρωπον [*](Δ Suid.) εὑρὼν πόλιν, ὡϲ εἶδεν ἐν γραφῇ τοὺϲ Ῥωμαίων βαϲιλεῖϲ ἐπὶ χρυϲῶν θρόνων καθημένουϲ, Σκύθαϲ δὲ πρὸ τῶν αὐτῶν ποδῶν, ἐκέλευϲεν αὐτὸν μὲν ζωγραφεῖν πὶ θώκου, τοὺϲ δὲ Ῥωμαίων βαϲιλεῖϲ κορύκουϲ φέρειν ἐπὶ τῶν ὡμων καὶ χρυϲὸν χεειν πρὸ τῶν ποδῶν αὐτοῦ.

2124 Κόρυμβοι: κλῶνεϲ· ἢ ἄκροι. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· μᾶλλον ἐγὼ [*](Σ) ϲέο μῆλα καρηβαρέοντα κορύμβουϲ ἢ μαϲτὸν νεαρῆϲ ὄρθιον ἡλικίῃϲ. [*](Anth.) κόμη τρέφων χρυϲῷ ϲτρόφῳ κεκορυμβωμένην.

2125 Κορύνη: ῥόπαλον. οἱ δὲ ξίφοϲ, οἱ δὲ ξύλον ἐπικαμπέϲ.

[*](Σ)

2126 Κορυνήτηϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

2127 Κορυνηφόροι: οἳ ξύλων κορύναϲ ἔχοντεϲ εἴποντο τῷ βαϲιλεῖ [*](Ε) ὄπιϲθεν.

2128 Κόρυϲ: ἡ περικεφαλαία.

[*](Δ)

2129 Κορυϲτήν: ὁπλίτην.

[*](Σ)