Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Ε)

2029 Κονδυλίϲαϲ: κονδύλοιϲ πλήξαϲ. ὁ δὲ Ἡρακλῆϲ παῖδα νίπτρα προϲφέροντα οὐ καταθύμια κονδυλίϲαϲ ἀπέκτεινεν.

[*](2023 Εὐριπίδην sch. Ar. Eq. 18 Αἰλιανὸϲ fr 154 ἐπὶsq. Ar Vap 1317 2024 ═ Ba 281, 6 2025— ϲποῦδαιον ═ sch. Pl. Rep. 376a cf. sch. Gorg 493a et sch. Clit. 409d, Tim H, Ba 281, 8;— τεχνικόν ═ Ba 281, 10; πανοῦργον cf. Et. M. 527, 50, Moer. 200, 8, Bk 273, 12, sch. Greg. (ums.ap. Gaf.) ὁ —ἐϲθὴτι Th. Simοc 3, 8, 1 πρῶτον— κοινωνίᾳ Ar. Nu 649 c. sch. οὑμὸϲ—ἀποδεῖξαι Ar. Ran. 967 c. sch. διελθὼν—μεμεριμνημένον Dam. fr. 109 τὸ πρᾶγμα sq. Ar. Th. 93 2023 — ῆχοϲ ═ Ba 281,13 cf H, sch. Luc 228,14; ἤχοϲ ═ sch. k122, Et M. 528,10, Ambr. 1240, Ps. Herodian. 70 ἀφριόεν sq. Anth. 7, 531, 5 2027 Ar. Eq. 534 c sch.; Crat. fr. 317 2028 ═ Ba 281, 14, L, Ps. Herodian. 70 cf. Ambr. 1449, H 2029 ὁ sq. Nic Dam. vel 10. Antioch. attr. de Boor. Byz. Zt 23, 90, 4)[*](2026 Anth cf v. Α 4649)[*](Ar F( GV M))[*](1 Αἰλιανὸϲ— 3 προϲποιεῖ om V; ad aliud voc. pertinere vidit Perionius 3 προϲποιῇ AGM 4 ἐλαφορία F 6 ὁ—16 τρόπου om. F 7 Bαρὰμ] βαρέαν— ρον V 8 Ἀριϲτοφάνηϲ— 16 τρόπου om. V 8 πρῶτον 10 Ἀριϲτοφάνηζ om A 15 καὶ om. A 17 ἀφριόεν 18 λόγοϲ om. FF V 19. 20 Κ. μὲν ϲτέφα ο A 20 ὃϲ— 25 τετιμῆϲθαι om. F 24 φιλοϲτέφανόν A φιλήϲῃ A ικήϲει sch. 27 κονδύλῳ F)
153

2030 Κόνδυλον· τὸ ἐκολάφιϲαν αὐτόν, ὡϲ ἔοικεν, ἐντεῦθεν οἱ [*](Σ) Ἀττικοὶ λέγουϲιν. ὁ δὲ κόλαφόϲ ἐϲτι παῤ Ἐπιχάρμῳ. Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](Ar.) ἢν ὁ παῖϲ οἶνον αἰτῇ, κόνδυλον αὐτῷ δίδου. ὑπὲρ τοῦ ἐθίζειν τοὺϲ παῖδαϲ μηδέν τι περιττὸν αἰτεῖν.

2031 Κονία: ὁ κονιορτόϲ. νίτρον, ῥύποϲ. ἔλουϲαν ἡμᾶϲ ἄνευ [*](Δ Ar.) κοίαϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ. καὶ οὐδετέρωϲ Κόνιον. καὶ Κονίqϲι.

[*](Δ)

2032 Κονιορτοῦται· καὶ Κονιωμένουϲ, κόνεωϲ πεπληρωμένουϲ.

[*](Δ)

2033 Κονιαταί: οἱ τοὺϲ τοίχουϲ παραχρίοντεϲ.

2034 Κόνιον: βοτάνη δηλητήριοϲ. διὰ τοῦ ο μικροῦ διὰ τὸ μέτρον [*](Σ + Anth.) τοῦ ϲτίχου. πρὸϲ γὰρ Ἀθηναίων κόνιον μὲν ἁπλῶϲ ϲὺ ἐδέξω· αὐτοὶ δ’ ἐξέπιον τοῦτο τεῷ ϲτόματι.

2035 Κονιόπουϲ: πολυϲχιδὲϲ ὑπόδημα, τὸ μὴ ϲκεπάζον ὅλον τὸν [*](Σ) πόδα, ἀλλὰ καταπαϲϲόμενον ὑπὸ τῆϲ κόνεωϲ. ἡ δὲ κόνιϲ ἀπὸ τῆϲ χύϲεωϲ. ἢ ἀπὸ τοῦ καίνω, τὸ κόπτω· ἡ διακεκομμένη γῆ. γράφεται [*](Ecl.) δὲ καὶ κονίποδα, τουτέϲτι ϲτενὸν ϲανδάλιον, οὗ διὰ τὴν ϲτενότητα [*](Ar.) ὁ ποῦϲ ἐκονιορτοῦτο.

2036 Κονιορτόϲ. ἀϲκοὺϲ πλείϲτουϲ ἐϲ ὅτι μάλιϲτα πληρώϲαϲ [*](Δ) κοιορτοῦ φέρειν ἔδωκεν ἑκάϲτῳ ἀνδρί· καὶ κατὰ τὴν ϲυμπλοκὴν τοὺϲ [*](Ε) ἀϲκοὺϲ τῆϲ αἰθάληϲ νύττειν μαχαιριδίοιϲ.

2037 Κονιορτωϲάμενον: κόνιν ἐπιβαλόμενον. κονιορτωϲάμενοϲ καὶ τὸν ἐκ πορείαϲ κατὰ ϲπουδὴν ἐρχόμενον ἐπιφαίνοντα.

[*](Ε)

2038 Κονίῳ: χρίω.

[*](Δ)

2039 Κόνιϲ, κόνεωϲ, τῇ κόνει.

[*](Δ)

2040 Κονίϲαλοϲ: κονιορτόϲ. ἢ ονίϲαλοϲ, δαίμων Πριάπώδηϲ· [*](Σ Ar.) ἐκ τοῦ μὴ ὀκνεῖν καὶ ἐπὶ κόνεωϲ μίγνυϲθαι. καὶ Κονιϲάλεοϲ.

[*](Δ)

2041 Κόνιϲαι: γυμνάϲθητι. καὶ Κεκονῖϲθαι, τὸ γυμνάζεϲθαι.

[*](Ar. Δ?)

2042 Κονίϲϲουϲι: κόνιν ἐγείρουϲιν.

[*](Σ)[*](2030 — Ἐπιχάρμῳ (fr. 1) cf. Paus. Att. fr. 233 ex Eust. Ο. 1817, 52; Et. M. 525, 4 ἢν sq. sch. Ar. Pac. 123 2031 — κονιορτόϲ cf. H v. κόνιϲ, aliter Ambr. 1391 νίτρον — κονίαϲ Ar. Lys. 469—470 c. sch. Κονίηϲι cf. L, Ambr. 1486 2032 Κονιωμένουϲ sq. cf. L 2033 aliter H 2034 πρὸϲ sq. Anth. 7, 96, 3—4 ═ Laert. 2, 46 2035 — χύϲεωϲ ═ Et. M. 529, 2 cf. H vs. 14 ἀπὸ—γῆ cf. Et. M. 528, 38, An. Ox. 1, 231, 31, Orion 89, 29 κονίποδα sq. Ar. Eccl. 848 c. sch. plenior. 2036 similia in v. Α 3445 contulit et Byzant. aevo adscripsit Bhd. 2038 cf. Ambr. 1487, L, Lex. Patm. 11 2039 — κόνεωϲ cf. Ambr. 1390 2040 — κονιορτόϲ ═ Σa, Ambr. 1241, Pa. Herodian. 70; Ba 281, 15 ═ sch. Γ 13; H, Et. M. 528, 52 Κονίϲαλοϲ alt. —μίγνυϲθαι sch. Ar. Lys. 982 Κονιϲαλέοϲ cf. L, H 2041 — γυμνάϲθητι sch. Ar. Eecl. 1177 2042 ═ Σa cf. Ba 281, 16; sch. Ξ145 ═ Ambr. 1490; H)[*](2034 cf. 2275 2036 cf. vv. Δ 791, ΑΙ 106, ϲτεγανώτερον 2041 cf. 1254)[*](1 τὸ-αὐτόν] cοrruptelam perspexit Bhd. 2 Ἀριϲτοφάνηϲ — 4 αἰτεῖν om. F ArF(GVM) 7 καὶ Κονιορτοῦται A; gl. extra ord. 2033 om. F 9 Κόνιον] supra v. add. F Κόνειον A; Κώνειον ss. GVM Κώνιον ss. A διὰ alt. — 10 ϲτίχου om. F 10 πρὸϲ γὰρ Ἀθηναίων om V 12 πολυϲχεδὲϲ FV cf. Et. 13 καταπαϲόμενον F 17 Κονιορτόϲ om. F πείϲτουτ A ἐϲέτι V μάλιϲτα ex A solo 18 καὶ om. F; locum cοrruptum e v. Δ 791 supplevit Bhd. 20 ἐπιβαλλόμενον F κονιορτωϲάμενοϲ — 21 ἐπιφαίνοντα om. V 20 κονιορτωϲάμενον A 23 τῆ κόνει om. FV 25 ἐπὶ om. F καὶ Κονιϲάλεοϲ om. FV 26 καὶ—γυμνάζεϲθαι om. FV 27 ἐγεροῦϲιν FV)
154
[*](Δ|)

2043 Kονίϲτρα. οὐδ’ αὖ κονίϲτραϲ εἰϲ τὸ ῥίψαι τοὺϲ πόνουϲ.

[*](Δ)

2044 Κονίϲτρα: παλαίϲτρα. ἢ κυλίϲτρα.

[*](Prov.)

2045 Κόνοϲ ἀρτοξύῃ: παρcιμία ἐπὶ τῶν ἀνταποδιδόντων.

2046 Κονοϲκογκόλοροϲ: ὁ Ἑλληνιϲτὶ ὀνομαζόμενοϲ Σαρδανάπαλοϲ· ὃϲ τὰ γυναικεῖα φρονῶν καὶ περὶ τρυφὰϲ ἀϲχολούμενοϲ κατελύθη ὑπὸ Ἀρβάκου τοῦ ἰδίου ϲτρατηγοῦ, ἀναγκαϲθεὶϲ ἐλθεῖν εἰϲ ἑκούϲιον θἀννατο καὶ ϲὺν τοῖϲ βαϲιλείοιϲ ἑαυτὸν κατακαῦϲαι. ὁ δὲ Ἀρβάκηϲ οὗτοϲ καὶ τὴν βαϲιλείαν μετέθηκεν εἰϲ Μήδουϲ.

[*](Ε)

2047 όννουϲ· ἐδωρεῖτο δὲ πᾶϲι τὰ πρέποντα, τοῖϲ μὲν παιϲὶ κόνουϲ καὶ ψέλλια, τοῖϲ δὲ νεανίϲκοιϲ ὁραμβὰϲ καὶ μαχαίραϲ. Πολύβιόϲ φηϲι.

[*](Ar.)

2048 Κόνου ψῆφον: ἐπὶ τῶν οὐδενὸϲ ἀξίων. ὁ δὲ Κόννοϲ λυρῳδὸϲ ἦν, ὥϲ τινέϲ φαϲιν, τῶν ἀφώνων· ὡϲ δέ τινεϲ κιθαρῳδόϲ.