Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2009 Κομμόϲ: περίεργοϲ κόϲμηϲιϲ. ἡγεῖτο γυναικῶν μυρία πληθὺϲ [*](Σ) μετὰ κομμοῦ καὶ ὀλολυγῆϲ. τουτέϲτι γόου καὶ ὀδυρμοῦ.

[*](EV)

2010 Κομμοῦϲθαι: καλλωπίζεϲθαι περιέργωϲ καὶ γυναικωδῶϲ. οὕτωϲ [*](Σ) Εὔπολιϲ.

2011 Κομῶϲα: ἀνθοῦϲα. πλούτῳ κομῶντεϲ.

[*](Σ|)

2012 Κομμωτήϲ: καλλωπιϲτήϲ.

[*](Δ)

2013 Κομμωτίζω: ἐπιμελοῦμαι.

[*](Δ)

2014 Κομμωτική: ἀπὸ τοῦ κόμπου· οἱ δὲ ἀπὸ τοῦ κόπτω. Κομμόϲ, [*](Ecl.) ὁ κεκομμένων τριχῶν κόϲμοϲ. Κομμωτικὸϲ δὲ ὁ ἐκ περιεργίαϲ κόϲμοϲ. καὶ Κομμωτικὸν οὐδετέρωϲ.

[*](Δ)

2015 Κομμώτρια: ἐμπλέκτρια, ἡ κοϲμοῦϲα τὰϲ γυναῖκαϲ.

[*](Σ)

2016 Κόμπαροϲ: ὃϲ ϲυνέζευκται εἰϲ ὑπηρεϲίαν τινί, ὁμοίωϲ τὴν αὐτὴν ἐκτελῶν χρείαν.

2017 Κομπίνα.

2018 Κομπολακύθου: ματαιοκόμπου καὶ κομπώδουϲ. παραπεποιημένον [*](Ar.) δέ ἐϲτι καὶ παραπεπλαϲμένον τὸ ὄνομα. ἀπὸ τοῦ λακεῖν γὰρ ἐν παραγωγῷ γέγονε τὸ ληκύθιον. ληκυiζειν γὰρ τὸ μεῖζον βοᾶν καὶ ψοφεῖ· χον γὰρ ἀποτελεῖ καὶ ἡ λήκυθοϲ, ἐπεὶ καὶ αὐτὴ πεφύϲηται. πότα δὲ τὰ πεφυϲημένα κόμπον ποιεῖ ἀπὸ οὖν τοῦ κόμπου καὶ τῆϲ ληκύθου ϲυντέθειται.

2019 Κόμποϲ: ἀλαζονεία, ἔπαρϲιϲ. πέφυρτο δὲ τῆ δεήϲει κόμποϲ [*](Δ) βαρβαρικὸϲ καὶ ἔμφαϲιϲ εὐτυχίαϲ.

[*](Ε)

2020 Κομποφακελορρήμονα: ἀντὶ τοῦ βαρυρρήμονα, φάκελοι [*](Ar.) γὰρ τὰ βαρέα φορτία διὰ ξύλων.

2021 Κόμπῳ: ἐπάρϲει, κενοδοξίᾳ. ἔϲτι τεκμηριῶϲαι, ὡϲ ὑπαινιττόμένοι [*](Δ + EL.) γῆν ἔχειν ϲιδηροφόρον τῷ τοιῷδε κόμπῳ ἐχρήϲαντο.

2022 Κομψευόμενοι: ἀλαζονευόμενοι. πεφώρανται δὲ ὅμωϲ τῇ [*](Ε) πείρᾳ κομψευόμενοι τὴν ἐπωνυμίαν. περὶ ἱϲτοριογράφων ὑ λόγοϲ.

[*](2008 ═ Ba 281, 2; l. cf Ambr. 1476 2009 — κόϲμηϲιϲ ═ Ba 281, 1 cf. H ἡγεῖτο— ὀλολυγῆϲ Νic. Dam. F Gr Hist 90 fr. 68, 3 ═ Ε V 1, 346, 8 9 2010 Εὕπολιϲ fr 421 2011 — ἀνθοῦϲα ═ Ba 281,12 πλούτῳ sq cf Et. Gud 2012 l. ═ Ambr 1243 2013 ═ Ambr 1529 2014 — κόπτω cf. Et. M, 526, 36 sch Greg. Ann 76; 1 cf. Ambr. 1381 Κομμωτικὸϲ —κόϲμοϲ aliter. Ambr. 1253 2015 ═ Σa, Ba 281, 4, sch. Ar. Eccl. 737 cf. Et. M. 528, 1, H, Moer. 201, 34 Poll. 2, 31 2018 sch Ar. Ach 589 2019 ἔπαρϲιϲ ═ L, Philop. diff 2020 sch Ar. Ran. 839 2021 ἔϲτι sq. Men. Prot. fr. 20 FHG 4, 227a ═ EL 192, 29 —31 2022 πεφώρανται sq Agath praef. p 10, 2)[*](2009 cf. 2014 2014 cf. 2009 2018 cf. v. Λ 440 2021 cf. v. ὑπαινιττόμενοι)[*](1 ἐπιϲτολικὴ F ἀποϲτελλομένηϲ F 2 χεῖραϲ V 4 καὶ alt. om F AεF(GVAM) 7 πλούτῳ κομῶντεϲ om. F V 10 Κομμωτικαί AGM cp. V 11 12 περι- ουϲίαϲ V 12 κόϲμοϲ] κοϲμῶν dubitanter coni. Bhd. καὶ-οὐδετέρωϲ om V 13 ἐμπέκτρια F 2017 om. F V 18 γὰρ om. F 20 καὶ αὐτὴ om V 21 δὲ] 5 V ἀπὸ— 22 ϲυντέθειται om V 21 οῦν F, sech.; γοῦν AGM 25 βάκελοι F 27 ἔϲτι- 28 ἐχρήϲαντο om. V 29 πεφώρανται- 30 λόγοϲ om V 29 πεφύρανται F)
152
[*](Ar.)

2023 Κομψευριπικῶϲ: πανούργωϲ, κατὰ Εὐριπίδην. Αἰλιανὸϲ [*](Ε) περὶ ἀϲεβῶν βαϲιλέων λήθῃ παραδοθέντων φηϲί. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](Ar.) ἐπὶ τῷ κομᾷϲ καὶ κομψὸϲ εἶναι προϲποιεῖ;

[*](Σ)

2024 Κομψεία: ἐλαφρία, ἀϲτειότηϲ, πιθανολογία, ἀλαζονεία.

[*](Σ)

2025 Κομψόν: περίτρανον, περίλαλον, πανοῦργον, ἀπατητικόν, [*](Ε) πιθανόν, τεχνικόν. ἔϲτι δ’ ὅτε καὶ ἀγαθὸν καὶ ϲπουδαῖον. ὁ δὲ τὸ τῶν ἀτυχημάτων οὐ φέρων κομψὸν αἰϲχίϲταιϲ ὕβρεϲι τὸν Bαρὰμ [*](Ar.) ἐξουθένηϲε γυναικείᾳ ἐϲθῆτι. Ἀριϲτοφάνηϲ Nεφέλαιϲ· πρῶτον μὲν εἶναι κομψὸν ἐν ϲυνουϲίᾳ. τουτέϲτι πιθανὸν καὶ εὔχαριν ἐν ϲυνόδῳ καὶ τῇ πρὸϲ τοὺϲ ἑτέρουϲ κοινωνίᾳ. Ἀριϲτοφάνηϲ· οὑμὸϲ δὲ Κλειτο φῶ τε καὶ Θηραμένηϲ ὁ κομψόϲ. ἀντὶ τοῦ ἀϲτεῖοϲ. Κλειτοφῶν δὲ ὡϲ ἀργὸϲ ἐκωμῳδεῖτο. νῦν δὲ ὡϲ παλίμβολον καὶ πανοῦργον βούλεται αὐτὸν ἀποδεῖξαι. διελθὼν λόγον περὶ ψυχῆϲ, ἐκ χρόνου κομψῶϲ μξμεριμνημένον. καὶ εἴ τιϲ αὐτοὺϲ ἀποθανεῖν δὶϲ λέγοι, οὐκ ἂν φανείη κομψόϲ, ἀλλὰ τῶν ϲυνετωτέρων. καὶ αὖθιϲ· τὸ [*](Ar.) πρᾶγμα κομψὸν καὶ ϲφόδρ ἐκ τοῦ ϲοῦ τρόπου.

[*](Σ)

2026 όναβοϲ: ψόφοϲ, ἦχοϲ. ἀφριόεν κοναβηδὸν ἐπιπρίουϲα [*](Anth.) γένειον. περὶ Λακαίνηϲ γυναικὸϲ ὁ λόγοϲ.

[*](Ar.)

2027 Kοννᾶϲ: μέθυϲοϲ αὐλητήϲ. καὶ παροιμία· Κοννᾶϲ ϲτέφανον μὲν ἔχων, δίψῃ δ’ ἀπολωλώϲ. ὃϲ εἰϲ τὰ ϲυμπόϲια παρῆν ἀεὶ ἐϲτεμν μέοϲ. ἢ ὅτι λυμπιονίκηϲ γενόμενοϲ πένηϲ ν, μηδὲν ἕτερον ἢ κότινο ἔχων. ἢ ὅτι αὐλητὴϲ ἦν ἄριϲτοϲ, πενιχρόϲ, πολλάκιϲ ϲτεφανωθείϲ· ἐφʼ οὖ Κρατῖνοϲ εἶπεν· ἔϲθιε καὶ ϲῇ γαϲτρὶ δίδου χάριν, ὄφρα ϲε λιμὸϲ ἐχθαίρq, Κοννᾶϲ δὲ φιλοϲτέφανόϲ ϲε φιλήϲει. λέγει δὲ αὐτὸν τοϲαῦτα νικήϲαντα μηδέπω τετιμῆϲθαι.

[*](Σ)

2028 Κόνδυ : ποτήριον.