Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](E?)

1724 Κλεομήδηϲ, Ἀϲτυπαλαιεύϲ, Κίκκον τὸν Ἐπιδαύριον ἀπέκτεινεν ἐν τῇ πυγμῇ καὶ ἀφῃρημένοϲ τὴν νίκην ἔκφρων ἐγένετο ὑπὸ τῆϲ λύπηϲ καὶ ἀνέϲτρεψεν εἰϲ Ἀϲτυπάλαιαν. διδαϲκαλείῳ δὲ ἐπιϲτάϲ, ἐν ᾧ παῖδεϲ ἦϲαν ξ΄, ἀνατρέπει τὸν κίονα, ὃϲ τὸν ὄροφον εἶχεν. ἐμπεϲόντοϲ δὲ τοῦ ὀρόφου καὶ πάνταϲ ἀποκτείναντοϲ, καταλιθούμενοϲ ὑπὸ τῶν ἀϲτῶν κατέφυγεν ἐϲ ἱερὸν καὶ ἐμβὰϲ ἐϲ κιβωτὸν καὶ τὸ ἐπίθεμα ἐφελκυϲάμεοϲ κάματον τοῖϲ Ἀϲτυπαλαιεῦϲι παρεῖχε. τέλοϲ τὰ ξύλα τῆϲ κιβωτοῦ καταρρήξαντεϲ οὐδένα εὑρον.

[*](Δ)

1725 Κλεόνικοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Hesy. ?)

1726 Κλεόξενοϲ καὶ Δημόκλειτοϲ ἔγραψαν περὶ πυρϲῶν· ὧν τὴν πραγματείαν ἐπεξειργάϲατο Πολύβιοϲ ὁ Μεγαλοπολίτηϲ, ὡϲ λέγει ἐν τοῖϲ ἱϲτορουμένοιϲ.

[*](Δ)

1727 Κλεόπαϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1728 Κλεοπάτρα.

[*](Σ)

1729 Κλέοϲ: δόξα.

[*](Hesy.)

1730 Κλεοφῶν, Ἀθηναῖοϲ, τραγικόϲ. τῶν δραμάτων αὐτοῦ, Ἀκταίων, Ἀμφιάραοϲ, Ἀχιλλεύϲ, Βάκχαι, Δεξαμενόϲ, Ἡριγόνη, Θυέϲτηϲ, Λεύκιπποϲ, Περϲίϲ, Τήλεφοϲ.

[*](1720 cf. Ambr. 1021; l. ═ L 1721 sch. Ar. Av. 877 1722 cf. Ambr. 1039 1723 Polyb. 5, 39, 6 ═ EV 2, 101, 7—10 1724 Paus Per. 6, 9, 67 1725 Ambr. 1031, Ps. Herodian. 64 1726 cf. Polyb. 10, 45, 6, Byz. Zt. 23, 26 1727 ═ Ambr. 1017, Ps. Herodian. 64 1728 ═ Ambr. 1087 1729 ═ Ba 278, 25 Ps. Herodian. 63, Et. M. 517, 15 cf. Byz. Zt. 16, 63, Apion, sch. B 325, P)[*](1721 cf. 2586—7 1726 cf. v. Al 215 1730 cf. I 451 (sed cf. P - W, 9, 1899 sq.))[*](ArF( GVM))[*](2 Σόλων A 3 φαμὶ] φημὶ G ss. V ποτνιωτάταν] μακαρίαν ss. V 4 τὰν] τὴν ss. V δαμοκρατεῖν] δημοκρατεῖν ss. V νᾶϲοϲ V: νῆϲοϲ AGM ἡ νῆϲοϲ ss. V 6. 7 καὶ ξένοϲ om. F 7 καὶ Κυβέληϲ—9 παροιμία om. F 9 κιναίων A 11 Πτολεμαῖοϲ V 12 ὃϲ — 23 εὖρον om. F 14 τὴν φύϲιν A ἔϲτι] an ζήτει; v. A 2345 falso citari monuit Bhd. 17 ἀφηρημένην V τὴν νίκην om. V 1726—8 om. F 25 ἔγραψε GM cp. V περϲῶν AGM 31 αὐτοῦ om. V 32 Ἀμφιάρειοϲ F)
129

1731 Κλέων, ὁ Κλεαινέτου. ἐπὶ Πύλον καὶ Σφακτηρίαν, χρονιζούϲηϲ τῆϲ πολιορκίαϲ, ἀπεϲτάλη, μανιώδηϲ ἀνήρ, βυρϲοδέψου παῖϲ· ὃϲ ἀντεπολιτεύϲατο Νικίᾳ τῷ Νικηράτου. πολλὰ δὲ ἐργαϲάμενοϲ ἔργα, ὕϲτερον εἰϲ Θρᾴκην ἀποϲταλεὶϲ ϲτρατηγὸϲ πολλὰϲ προϲεκτήϲατο πόλειϲ. ἐν Ἀμφιπόλει δὲ γενόμενοϲ Λακεδαιμονίοιϲ ἐπολέμει, Βραϲίδου ϲτρατηγοῦντοϲ αὐτῶν. οὗ καὶ μαχόμενοϲ ὑπὸ Μυρκινίου πελταϲτοῦ βληθεὶϲ ἀπέθανεν.

1732 Κλεωναί: ὄνομα τόπου, ἔνθα διέτριβεν ὁ λέων, ὃν ἀνεῖλεν Ἡρακλῆϲ.

1733 Κλεωναίου χάρωνοϲ: τοῦ χαροποῦ λέοντοϲ.

[*](Call.?)

1734 Κλεώνη: ὄνομα τόπου περὶ τὴν Νεμέαν.

1735 Κλεωνίδηϲ: ὄνομα κύριον.

1736 Κλεώνυμοϲ: οὗτοϲ ὁίψαϲπιϲ ἐγένετο. Ἀριϲτοφάνηϲ· εἴ τιϲ [*](Ar.) ἐπιθυμεῖ ταξιαρχεῖν, ἐν ταῖϲ μάχαιϲ πάϲχει γε τοιαῦθ᾿, οἷά περ Κλεώνυμοϲ. καὶ παροιμία· Κλεωνύμου δειλότεροϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· Κλεώνυμον τὸν ῥίψαϲπιν ἰδοῦϲαι ἔλαφοι ἐγένοντο. δειλὸϲ γὰρ ἦν. ὑπόγυον δὲ εἶπε, τῷ καιρῷ χρώμενοϲ εἰϲ αἰϲχύνην τοῦ δεδρακότοϲ· μείζονα γὰρ τὰ ὑπόγυα πταίϲματα τὴν ϲυμφορὰν ἔχει.

1737 Κλέπτειν· αἰτιατικῇ. τὸ τὰ ἀλλότρια λάθρα ἀφαιρεῖϲθαι, τὸ [*](Suid. + Synt) παραλογίζεϲθαι.

1738 Κλέπτηϲ: ὁ τὰ ἀλλότρια ἀφαιρούμενοϲ, παρὰ τὸ κλέπτω, τὸ [*](Ecl.) ἐπιθυμῶ. καὶ κλέπτω, τὸ παραλογίζομαι. Ὀμηροϲ· μὴ κλέπτε νόῳ. κλέπτηϲ δὲ ἀπὸ τοῦ καλύπτειν. λέγεται δὲ κλέπτηϲ καὶ ὁ ἐπὶ βλάβῃ τινὶ βλάψαϲ. καὶ αὖθιϲ· κλέπτων ἄρα καὶ ἀφανίζων τὴν ὑπόνοιαν. [*](Ε) ὅτι τὸ παλαιὸν οὐ διεβέβλητο ἡ κλοπή, εἰ μὴ φωραθεὶϲ ὁ [*](Ar.) κλέπτων ὑπῆρχεν. Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· εἴγε λαθεῖν αὐτὸν δεῖ, πῶϲ οὐ κόϲμιόν ἐϲτι τὸ κλέπτειν. κλέπτηϲ μὲν οὐχὶ μᾶλλον, εὐτυχὴϲ δ᾿ ἴϲωϲ. παρῴδηται παρὰ Ἀλκήϲτιδοϲ Εὐριπίδου· ϲὲ δ᾿ ἄλλη τιϲ γυνὴ κεκτήϲεται, ϲώφρων οὐχὶ μᾶλλον, εὐτυχὴϲ δ᾿ ἴϲωϲ.

1739 λεπτόμενοι: ἀπατώμενοι. ἔπεμπεν αὐτῷ δῶρα γνοὺϲ [*](Σ) κλέπτη ὄντα καὶ καταδεέϲτερον τῆϲ ἐγκεχειριϲμένηϲ πίϲτεωϲ.

[*](E?)[*](1731 cf. sch. Luc. 116,14, Thuc. 5, 10, 9 1732 cf. Et. M. 517, 27; — τόπου cf. L, Ambr. 1092 1733 cf. Tzetz. Lyc. 458 ═ H v. χάρων, Et. M. 807, 30; fort. Call. (docti poetae frustum Bhd.) 1734 cf. Et. M. 517, 27; —τόπου ═ Ambr. 1091 1735 ═ Ambr. 1026 cf. 1008 1736 vs. 14. 15 Κλεώνυμοϲ Ar. Pac. 444—6 c. sch. cf. sch Ar. Eq. 1372. Κλεώνυμον sq. Ar. Nu. 353—4 c. sch. 1737 αἰτιατικῇ Synt. Laur. et Gud. λάθρα ἀφαιρεῖϲθαι cf. Et. M. 517, 40 1738 cf. Et. M. 517, 39, sch. Soph. El. 56, sch. A 132, H, Erotian 54, 2; A 132 Vs. 24 κλέπτων—ὑπόνοιαν Aelian. fr. 283 ὅτι— vs. 27 κλέπτειν Ar. Pl. 566 c. sch. vs. 27 κλέπτηϲ sq. Ar. Eq. 1252 c. sch. 1251; Eur. Alc. 181182 1739 ἀπατώμενοι ═ P, Ba 278, 26 ἔπεμπεν sq. Aeliani val Metaphr. 1736 cf. v. ῥίψαϲπιϲ 1737 partim ex 1738 1738 Ar. Eq. cf. v. 0 983 1 ἐπὶ—7 ἀπέθανεν om. F 1 βακτηρίαν V 2 ὑωρϲοδέψου V ArF(GVMB) 8 Κλεοναί F 9 ὁ Ἡρακλῆϲ A 13 Ἀριϲτοφάνηϲ—19. 20 παραλογίζεϲθαι om. F 14 πάϲχοι B, Ar. 15 Ἀριϲτοφάνηϲ om. V 24 βλάψαϲ] κλέψαϲ B ἄρα om. F 25 ὅτι—29 ἴϲωϲ om. F 30 ἔπεμπεν—31 πίϲτεωϲ om. F)
130
[*](Ar.)

1740 Κλέπτον οὐδετέρωϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· ὡϲ δὲ καὶ κλέπτον βλέπει· οἷο ϲεϲηρὼϲ ἐξαπατήϲειν μ᾿ οἴεται.

1741 Κλεψιποτῶ: τὸ φειδομένωϲ πίνω καὶ φενακίζω τὸν ϲυμπόττην. [*](E?) αὐτή γε μὴν κλεψιποτοῦϲα καὶ ϲωφρονοῦϲα.

[*](Ar.)

1742 Κλεψύδρα: ἡ πηγή. διὰ τὸ ποτὲ μὲν πλημμυρεῖν, ποτὲ δὲ ἐνδεῖν.

[*](Σ)

1743 Κλεψύδρα: ὄργανον ἀϲτρολογικόν, ἐν ᾧ αἱ ὧραι μετροῦνται. καὶ ὄνομα ἑταίραϲ. καὶ δικαϲτήριον ἡ κλεψύδρα. καὶ ἀγγεῖον, [*](Ar.) ἔχον μικροτάτην ὀπὴν περὶ τὸν πυθμένα, ὅπερ ἐν τῷ δικαϲτηρίῳ [*](Δ?) μεϲτὸν ὕδατοϲ ἐτίθετο, πρὸϲ ὃ ἔλεγον οἱ ῥήτορεϲ. Κλεψυδροῦν, τὸ δικαϲτήριον.

[*](Ar.)

1744 Κλειγένηϲ ὁ μικρόϲ, ὁ πονηρότατοϲ βαλανεύϲ· ὁπόϲοι κρατοῦϲι κυκηϲιτέφρου ψευδονίτρου τε κονίαϲ, καὶ κιμωλίαϲ γῆϲ. κυκηϲιτέφρου, κυκώϲηϲ τέφραν μεμιγμένην τῷ νίτρῳ. κιμωλία δὲ λευκὴ γῆ. λέγει οὖν, ὅτι πονηρότατόϲ ἐϲτι πάϲηϲ γῆϲ, ὅϲηϲ οἱ βαλανεῖϲ κρατοῦϲι, κιμωλίαϲ καὶ τέφραϲ καὶ λοιπῆϲ τοιαύτηϲ. ὡϲ βαλανέα δὲ αὐτὸν εἰϲάγει, μικρὸν τὸ ϲῶμα.