Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1643 Κίνιφοϲ: ὁ ποικίλοϲ.

[*](Δ)

1644 Κινόμενοϲ: κινούμενοϲ.

[*](Δ)

1645 Κινῶ· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

1646 Κινώπετα: τὰ ἐν τῷ πέδῳ κινούμενα ἑρπετά.

1647 Κινωπή.

[*](Δ)

1648 Κινϲτέρνα· ὅτι τὴν Μωκιϲίαν κινϲτέρναν ὁ βαϲιλεὺϲ Ἀναϲτάϲιοϲ ὁ Δίκοροϲ κτίζει.

[*](1642 cf. sch. Pl. Leg. 739 a, 820 c, Paroem. ed. Gsf. 62, n. 522 1643 ═ Zon. 1210 cf. Ambr. 861 1644 cf. L ═ Ambr. 974; sch. Κ 280 ═ Et. M. 514, 17 1645 ═ Synt. Gud. et Laur. 1646 cf. Et. M. 513, 58, sch. Nicand. . Th. 27; ἑρπετά cf. Ambr. 962 1648 ═ Preger 245, 19)[*](1642 cf. v. Α 4613 et v. τὸν ἀφ᾿ ἱ. 1646 cf. 1881 1648 cf. v. Α 2077; hinc v. Μ 1317)[*](2 μὴ] μηδὲ A 6 τῶν—16 μόρια mg. signo post vs. 5 ἐϲτι posito M, mg. ArF(GVM) infer. A, mg. G om. V 6 τῶν—11 ἐρέται post vs. 16 μορία M 8 τῶν— ϲμμβεβηκόϲ om. G 9 τὰ μὲν—11 ἐρέται post vs. 16 μορία G 12 τῶν—οὐϲίαν om. G 17 φυτοῦ λυγώδουϲ F 19 τὸν] τ᾿ F τῶν om. V 20 ναυτῶν] αὐτῶν F οἳ—22 ἱερά om. F 21 γὰρ om. V 23 Κίνηφοϲ G Κίνυφοϲ Ambr. 1647—9 om. F 1648—9 post 1650 AGM post 1651 V; ordinem corr. M 28 Μωκηϲίαν A κιϲτέρναν V)
122
[*](Suid.)

1649 Κιντούροιϲ· ὅτι Ἀπίκιοϲ ὁ Ῥωμαῖοϲ ἱκανὰϲ μυριάδαϲ ἀργυρίου κατανάλωϲεν ἐϲ τὴν γαϲτέρα, ἐν Κιντούροιϲ τῆϲ Γαλατίαϲ πολλὰϲ καρίδαϲ ἐϲθίων.

[*](Σ)

1650 Κινύρα: ὄργανον μουϲικόν, ἢ κιθάρα. ἀπὸ τοῦ κινεῖν τὰ [*](Ecl.?) νεῦρα.

[*](Δ)

1651 Κινύραϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Σ)

1652 Κινυρή: οἰκτρά, θρηνητική.

[*](Ar.)

1653 Κινυρόμεθα: θρηνοῦμεν.

[*](Ar.+ Anth.)

1654 Κινυρομένη: ὀδυρομένη, θρηνοῦϲα. καί ϲε κινυρομένων ὁπότ᾿ ἀθρόοϲ ἦθε δαΐζων, ἤριπεν ἐϲχαρίου λαῦρον ἐπ᾿ ἆϲθμα πυρόϲ.

[*](Δ)

1655 Κινύφειοϲ: ὄνομα ποταμοῦ.

[*](Δ)

1656 Κιονίϲ: μικρὰ κίων.

[*](Δ)

1657 Κιονόκρανον: τὸ ἄκρον τοῦ κίονοϲ.

[*](Δ)

1658 Κίοϲ: ἐμπόριόν τι.

[*](Harp.)

1659 Κιρραῖον πεδίον· Κίρρα πόλιϲ, ἀπέχουϲα Δελφῶν λ΄ ϲταδίουϲ. ἔοικε οὖν Αἰϲχίνηϲ Κιρραῖον πεδίον καλεῖν τὸ παρακείμενον ταύτῃ [*](Δ) τῇ πόλει. καὶ Κιρραῖοϲ, ὁ πολίτηϲ.

[*](Δ)

1660 Κίρριϲ: ὄνομα ποταμοῦ, καὶ ὄνομα κύριον, καὶ ἰχθὺϲ ποιόϲ.

[*](Δ)

1661 Κιρκαῖον πεδίον: τῆϲ Κίρκηϲ. καὶ Κιρκαῖοϲ, τόποϲ.

[*](Ecl.)

1662 Κίρκη: ἡ κιρνῶϲα τὰ φάρμακα. ἢ παρὰ τὴν κερκίδα· κερκὶϲ δὲ παρὰ τὸ κρέκω. τὰϲ δὲ παιπαλώϲειϲ γυναῖκαϲ Κίρκαϲ φαμέν.