Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

1602 Κῖκυϲ: ἀρϲενικὸν ὁ ἀϲθενήϲ. Κῖκυϲ δὲ θηλυκὸν ἡ ἰϲχύϲ.

[*](Δ)

1603 Κίλληϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Ar.)

1604 Κιλλίβαντεϲ: τριϲκελῆ ἐϲτί τινα ξύλα, ἐφ᾿ ὧν τιθέαϲι τὰϲ ἀϲπίδαϲ διαναπαυόμενοι, ἐπειδὰν κάμωϲι πολεμοῦντεϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· τοὺϲ κιλλίβανταϲ οἶϲε, παῖ, τῆϲ ἀϲπίδοϲ.

1605 Κιλίκια: τὰ ἐκ τριχῶν ϲυντιθέμενα ὑφάϲματα.

[*](Prov.)

1606 Κιλίκιοϲ ὄλεθροϲ: οἱ γὰρ Κίλικεϲ λῃϲτείαιϲ χρώμενοι ἐπ᾿ ὠμότητι διεβέβληντο.

1607 Κιλίκιοϲ τράγοϲ: ὁ δαϲύϲ. τοιοῦτοι γὰρ ἐν Κιλικίᾳ γίνονται τράγοι. ὅθεν καὶ τὰ ἐκ τῶν τριχῶν ϲυντιθέμενα Κιλίκια λέγονται. [*](Suid.) ὅτι οἱ Κίλικεϲ ἐπὶ πονηρίᾳ διεβέβληντο. ὅθεν καὶ τὸ ἐγκιλικεύεται, ἀντὶ τοῦ κακοηθεύεται· ἐγκιλικίζειν γὰρ τὸ κακοηθίζεϲθαι.

[*](Σ)

1608 Κιλικιϲμόν: Θεόπομποϲ ὁ ἱϲτορικὸϲ τὸν ἐκ παροινίαϲ φόνον λέγει.

[*](Σ)

1609 Κιλίκων: ἐπώνυμον Ἀχαιοῦ τοῦ Μέροποϲ, ἀπὸ τροφοῦ Κιλίϲϲηϲ· ὃϲ τὴν πατρίδα Μίλητον προδέδωκε τοῖϲ Πριηνεῦϲι καὶ τὸν βαϲιλέα ϲτρατηγῶν. παρόϲον Κίλικεϲ διεβέβληντο ἐπὶ πονηρίᾳ καὶ ὠμότητι, διὰ τοῦτο ἐκλήθη Κιλίκων. Φερεκράτηϲ· ἀεί ποθ᾿ ἡμῖν [*](Prov.) ἐγκιλικίζουϲ᾿ οἱ θεοί. εὔποροϲ δὲ ἦν, ὥϲτε καὶ παροιμίαν ἐπ᾿ αὐτῷ εἰρῆϲθαι· ἀγαθὰ Κιλίκων. λείπει τὸ ἔχει.

[*](Ar.)

1610 Κιλλικῶν· οὐδὲν πονηρόν, ἀλλ᾿ ὅπερ καὶ Κιλλικών. οὗτοϲ παρέδωκε τὴν Σάμον. ὡϲεὶ εἶπεν· οὐδὲν κακὸν ποιῶ, ἀλλ᾿ ἱεροϲυλῶ. ἐπὶ πονηρίᾳ γὰρ ἐτεθρύλλητο ὁ Κιλλικών, ὃϲ προὔδωκε Μίλητον Πριηνεῦϲι. πυνθανομένων δὲ πολλάκιϲ αὐτοῦ τίνων, τί μέλλει ποιεῖν, ἔλεγε, πάντα ἀγαθά. καὶ ἔϲτι παροιμία· πάντα ἀγαθά, ὡϲ ἔφη Κιλλικών. [*](1598—κύριον ═ Ambr. 874. ὁ sq. ═ Et. M. 513, 32 1599 ═ P, Ba 278,10 sch. B 813 cf. H, Apion; Ps. Herodian. 65 et 247 ═ L; Et. M. 513, 38 1601 — χώρα cf. L, Ambr. 956. Κικόνιοϲ οἶνοϲ ═ Ambr. 897 1602 Κίκυϲ alt. sq L cf. Et. M. 513, 33, Ap. S. 99, 27 1603 cf. Ambr. 868, L 1604 Ar. Ach. 1122 c. sch. 1605 ═ H v. Κιλίκιοι λόγοι cf. ad 1607 1606 cf. Zen. IV 53 l. ═ P 1607 — λέγονται cf. Et. M. 513, 41, Diogen. V 54, P v. Κιγκιόπραγοι, H v. Κιλικιοι λόγοι; fr. com. ad. 806 1608 ═ P; F GrHist 115 fr. 314 1609 vs. 23 θεοί ═ P cf H; Pherecr. fr. 166 εὔποροϲ sq. cf. Zen. I 3 1610 Ar Pac. 363 c. sch.) [*](1605 cf. 1607 1607 cf. 1605. ὅτι sq. ex v. Ε 97 1609 init. hinc 1613 extr. cf. v. A 108 1610 cf. 223 et v. πόνηροϲ 1) [*](ArF(GVM)) [*](1600 post vs. 4 ὄρνεον AGM 4 Κικόνεον A VM 5 ἀρϲενικῶϲ F εὐϲθεὴϲ Port. δὲ om. A θηλυκῶϲ F 9 οἶϲε—ἀϲπίδοϲ om. F οἶϲε A, Ar.: οἶϲα VM οἶδα G; ῆγουν ἐκόμιϲα ss. V 14 καὶ om. V 15 ὅτι— 16 κακοηθίζεϲθαι om. F 17 ὁ Θεόπομποϲ AGM 20 Κιλικίϲϲηϲ A 24 ἔχει om. F 21 βαϲιλέα Phot.; cp. GVM βαϲιλέωϲ A cf. Hes. ϲτρατηγόν A 23 ἐκκιλικίζουϲ᾿ V, Phot. 26 ὡϲεὶ—p. 117, 4 ἑτέραν om. F 27 ὁ om. A)

117
ὕϲτερον μέντοι παρὰ Θεαγένουϲ τινὸϲ εἰϲῆλθεν ὠνηϲόμενοϲ κρέα· κἀκεῖνοϲ ὑποδεῖξαι ἐκέλευϲε, πόθεν κόψαι θέλει· προτείναντοϲ δὲ τὴν χεῖρα, ἀπέκοψε καὶ εἶπε· ταύτῃ τῇ χειρὶ οὐ προδώϲειϲ πόλιν ἑτέραν.

1611 Κίλιξ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1612 Κίλιοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1613 Κιλίϲϲηϲ: τῆϲ τροφοῦ Ἀχαιοῦ τοῦ Μέροποϲ.

[*](Suid.)

1614 Κιμβέρινον ἐνδύϲομαι: εἶδοϲ ἱματίου, ἀπὸ τόπου. Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](Ar.) κιμβέρινον ἐνδύϲομαι.

1615 Κίμβροϲ: ὁ λῃϲτήϲ. καὶ Κίμβρων· ὁ δὲ τοῖϲ ϲώμαϲι τῶν [*](Δ) Κίμβρων ἀψαυϲτεῖν ἐκέλευεν, ἕωϲ ἡμέρα γένηται, πολύχρυϲα εἶναι [*](Ε) δοκῶν.

1616 Κίμβικα: ϲφηκία, ἢ μελίϲϲια, ἢ μικρολογία, ἢ διαϲτροφή.

[*](Σ)

1617 Κιμμέριοι: οἱ Bοοϲπορηνοί. ζήτει ἐν τῷ Γύγηϲ.

1618 Κιμωλία: λευκὴ γῆ.

1619 Κίμωλοϲ: ὄνομα νήϲου.

1620 Κίμων, Μιλτιάδου, ἐπὶ τοὺϲ ϲὺν Θεμιϲτοκλεῖ κατελθόνταϲ βαρβάρουϲ ἐϲτρατήγηϲε καὶ πλεύϲαϲ εἰϲ Κύπρον καὶ Παμφυλίαν ἐπολέμηϲε καὶ ἐπ᾿ Εὐρυμέδοντι ποταμῷ ναυϲὶ καὶ πεζῷ νικᾶ ἐπὶ τῆϲ αὐτῆϲ ἡμέραϲ. οὗτοϲ ἔταξε καὶ τοὺϲ ὅρουϲ τοῖϲ βαρβάροιϲ· ἐκτόϲ τε γὰρ Κυανέων καὶ Χελιδονέων καὶ Φαϲηλίδοϲ (πόλιϲ δὲ αὕτη τῆϲ Παμφυλίαϲ) ναῦν Μηδικὴν μὴ πλεῖν νόμῳ πολέμου, μηδὲ ἵππου δρόμον ἡμέραϲ ἐντὸϲ ἐπὶ θάλατταν καταβαίνειν βαϲιλέαϲ· αὐτονόμουϲ τε εἶναι τοὺϲ Ἐλληναϲ καὶ τοὺϲ ἐν τῇ Ἀϲίᾳ. ἐν Κιτίῳ δὲ τῆϲ Κύπρου τελευτᾷ. 1621 Κίμων, Ἀθηναῖοϲ. οὗτοϲ τῇ ἀδελφῇ Ἐλπινίκῃ ϲυγκοιμηθεὶϲ διεβλήθη πρὸϲ τοὺϲ πολίταϲ καὶ διὰ τοῦτο ὠϲτρακίϲθη πρὸϲ τῶν Ἀθηαίων. οὗτοϲ ἔγραψεν Ἱπποϲκοπικόν, βιβλίον θαυμάϲιον.

[*](Hesy.?)

1622 Κιμώνεια λείψανα. καὶ Κιμώνειον, ἱερὸν τοῦ Κίμωνοϲ.

[*](Δ)