Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
1215 Κέβηϲ, Θηβαῖοϲ, φιλόϲοφοϲ, Σωκράτουϲ μαθητήϲ. διάλογοι δὲ αὐτοῦ φέρονται τρεῖϲ, Ἑβδόμη, Φρύνιχοϲ, Πίναξ· ἔϲτι δὲ τῶν ἐν ᾅδου διήγηϲιϲ· καὶ ἄλλα τινά.
1216 Κέβρινα, πόλιϲ Τρῳάδοϲ, Κυμαίων ἄποικοϲ.
[*](1202 cf. Phot. Bibl. c. 210 extr. 1203 cf. Ambr. 82; l. ═ Ambr. 109 1204 l. ═ Ambr. 109 ss. 1205 Ar. Ran. 704 c. sch. 1206 ═ Zen. IV 76 1207 Tim. ═ P 1208 ═ P v. κέοιτο, Ba 275, 21 1209 ═ P cf. sch. Pl. Phaedr. 272c 1210 Ar. Lys. 905 c. sch. 1211 ═ P, Ba 266, 23, H 1213 Ar. Ach. 5 c. sch. 1214 sch. Λ 658 cf. Ambr. 730 ═ H 1215 cf. Laert. 2, 125 1206 Harp. ═ P)[*](1205 cf. v. κῦμα 1206 cf. v. Σφακελιϲμόϲ 2 1212 ex v. Β 100 1213 Ζ 1191)[*](ArF(GTVM))[*](1 Καιϲάρειοϲ sed cf. I p. 541 et v. E 3428 2 καὶ om. F 1204 om. G 7 ϲφάκελλοι VM, Paroem. ed. Gsf. 67, n. 568 7. 8 φηϲιν FV 11 ϲφακέλλουϲ FGVM, Paroem. 13 τὴν παροιμίαν F 1208 extra ord., corr. M 1209 non nov. gl. F 16 λύκου] λύκοϲ F καὶ om. F 17 κύνα AVecMec, Phot.: λύκαιναν GVac Mac λύκυνα F τῶν] τὸν F 18 ἐγίνετ᾿ F cf. Phot.: ἐγγίνετο V ἐγίγνετο AGM 19 οὐ pr. om. A 1212 om. F 22 ἐμβάλλονται V, v. Β 100 ἐμβάλλοντο GM ἐβάλλοντο A 26 κεῖται FG, Ambr. Hes. 29 καὶ] δὲ καὶ T, Hemst. 30 ἄποικοϲ] ἤγουν μετανάϲτηϲ ss. V)1218 Κεγχραμίδεϲ· τοῦ ϲύκου καὶ τῶν ἐλαῶν οἱ πυρῆνεϲ λέγονται κεγχραμίδεϲ.
1219 Κεγχρέα.
[*](Δ)1220 Κεγχρεαί: ὄνομα τόπου.
[*](Δ)1221 Κεγχρεών· Δημοϲθένηϲ ἐν τῇ πρὸϲ Πανταίνετον γραφῇ· [*](Harp.) κἄπειτα ἔπειϲε τοὺϲ οἰκέταϲ τοὺϲ ἐμοὺϲ καθέζεϲθαι εἰϲ τὸν κεγχρεῶνα. ἀντὶ τοῦ εἰϲ τὸ καθαριϲτήριον, ὅπου τὴν ἐκ τῶν μετάλλων διέψυχον κέγχρον.
1222 Κεγχρήτιϲι· καὶ νάρδῳ ψαφαρῇ, κεγχρήτιϲιν ἰϲχάϲιν ἀμφί.
[*](Anth.)1223 Κεγχρίνηϲ: εἶδοϲ ὀρνέου, λέγεται μηδ᾿ ὅλωϲ διψᾶν. ἢ εἶδοϲ ὄφεωϲ.
[*](Δ)1224 Κεδάζω: ϲκορπίζω.
[*](Δ)1225 Κεδίκιοϲ: ὄνομα κύριον.
[*](Δ)1226 Κεδνόϲ: ϲυνετόϲ, ϲώφρων, ἢ φρόνιμοϲ. Αἴαϲ· κἀγὼ γάρ, [*](Σ) ἐξ οὗ χειρὶ τοῦτʼ ἐδεξάμην παῤ Ἕκτοροϲ δώρημα δυϲμενεϲτάτου --- [*](Soph.) βροτῶν.
[*](Δ)1227 Κεδρωϲία: ὄνομα πόλεωϲ.
[*](Δ)1228 Κέδροι: δένδρη ὑψίκομα καὶ ἄκαρπα· αἷϲ ἀπεικάζει Δαβὶδ τὴν [*](Thdr.) εἰδωλολατρίαν.
1229 Κέθη: ὄνομα κύριον.
[*](Δ)1230 Κέθηγοϲ: ὄνομα κύριον.
[*](Δ)1231 Κεκαδηϲόμεθα: φροντίϲομεν.
[*](Δ)1232 Κεκαθίϲθαι: ἐκ τοῦ καθίζω.
[*](Δ)1233 Κεκαϲμένον: κεκοϲμημένον.
[*](Σ)1234 Κεκαυτηριαϲμένοϲ: μὴ ἔχων ὑγιῆ τὴν ϲυνείδηϲιν.
[*](Σ)