Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

1092 Κατορώρυκται: κατακέχωϲται.

[*](Δ)

1093 Κατορυκτὸϲ τόποϲ.

[*](Synt.)

1094 Κατορύττω· αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

1095 Κατʼ ὀρφναίαν: τὴν ϲκοτεινήν.

[*](Synt.)

1096 Κατορχοῦμαι· γενικῇ.

[*](Synt.)

1097 Κατοϲφραίνομαι· γενικῇ.

1098 Καττουδαίουϲ· ζήτει ἐν τῷ ὑπὸ γῆν οἰκοῦντεϲ.

1099 Κατουδέν.

[*](Σ)

1100 Κατ᾿ οὐράν: κατόπιϲθεν, ἐκ τῶν ὀπίϲω.

[*](Ε)

1101 Κατουρῶϲαν: οὐρίῳ ἀνέμῳ χρηϲάμενον. τὸ δὲ λοιπὸν πλῆθοϲ ἐπαράμενον τοὺϲ ἱϲτοὺϲ καὶ κατουρῶϲαν ἀπεχώρει.

[*](Synt.)

1102 Κατοφρυῶ· γενικῇ.

[*](Δ)

1103 Κάτοχοϲ: κεκρατημένοϲ. κάτοχοϲ ἤδη τῷ πόθῳ τούτῳ [*](Ε) γεγενημένη καὶ διαφανὴϲ ἐρωτόληπτοϲ οὖϲα οὐδὲν ἔτι κώλυμα ἔβλεπε.

[*](Δ)

1104 Κάτω: ἐπίρρημα τοπικόν.

[*](Δ)

1105 Κατώγειον: ἐπὶ θηλυκοῦ καὶ ἀρϲενικοῦ διὰ τοῦ ε ψιλοῦ καὶ Suid. ω μεγάλου, ὁ ἀνώγεωϲ καὶ ἡ ἀνώγεωϲ. καὶ τὸ ἀνώγεων.

1106 Κατώγεων, κατώγειον δέ.

1107 Κάτωθε: χωρὶϲ τοῦ ν παρὰ Δωριεῦϲι. καὶ Πίνδαροϲ ὁμοίωϲ. ἀγρόθε γὰρ νέομαι παρὰ Χαρικλοῦϲ καὶ Φιλύραϲ.

[*](Σ)

1108 Κατωθούμενοϲ: ἀνατρεπόμενοϲ.

[*](Ar.)

1109 Κατωκάρα: οἱ Ἀττικοὶ ὑφʼ ἓν ἀναγινώϲκουϲιν. Ἀριϲτοφάνηϲ· εἴπερ ἐκ ποδῶν κατωκάρα κρέμαιτο. ἀντὶ τοῦ κατὰ κεφαλῆϲ. τὸ ἐπὶ [*](1087 γίνεται — εὐκλείαϲ Th. Simoc. 3, 15, 8 ═ EL 481, 5—6 1088 ἀλλὰ sq. Ios. Ant. 18, 320 1089 ═ P, H 1090 ═ Ambr. 556 (in Λ 493) 1091 ═ Synt. Laur. et Gud. 1092 ═ P, Ba 274, 7, H cf. Moer. 202, 4 1093 ═ Ambr. 24 1094 ═ Synt. Laur. et Gud. 1095 cf. P Ba 274, 6; H v. κατορφνᾶται 1096 ═ Synt. Laur. et Gud. 1097 ═ Synt. Gud. 1100 ═ P, Ba 274, 8 cf. H 1101 τὸ sq. Polyb. 1, 61, 7 1103 l. ═ L κάτοχοϲ sq. Proc. h. a. 1, 18 1105—6 cf. Ambr. 354 1107 — Δωριεῦϲι cf. sch. Pind. P 4, 181; Pind. P 4, 181 1108 ═ P, Ba 274, 11, H 1109 — κεφαλῆϲ Ar. Ach. 945 c. sch. τὸ — p. 79, 2 δέδενται sch. Ar. Pac. 153; Pind. fr. 161) [*](1102 cf. 1119 1105 καὶ τὸ ἀνώγεον ex v. Α 2582) [*](ArF(GVM)) [*](1 ἐγίνετο F 5 ποιηϲόμενοϲ F, Port. Ios.: ποιηϲάμενοϲ rell. 6 Κατεργᾶν V 1092—4 om. G 9 Κατωρώρυκται F 10 Κατωρρυκτόϲ F 12 ὀρφναίην F 1096 — 1099 om. F 19 ἀπεχώρηϲε V 21 τούτῳ om. F 24 Κατώγαιον F 25 καὶ τὸ ἀνώγεων om. F ἀνώγεω V 1106 om. F post 1107 V non nov. gl. G 27 Κάτωθεν FV 28 νέμομαι AGM περὶ Χαρικοῦϲ F 30 Ἀριϲτοφάνηϲ — 31 κατωκάρα om., κρέμαιτο post κεφαλῆϲ posuit F 31 κρέματο AGM κεφαλήν V τὸ — p. 79, 5 λέγων om. F)

79
κεφαλὴν πεϲεῖν κατωκάρα λέγεται παρὰ Ἀττικοῖϲ, οὐ διηρημένωϲ, ἀλλ᾿ ὑφʼ ἕν Πίνδαροϲ· οἱ μὲν κατωκάρα δεϲμοῖϲι δέδενται. Ἀγαθίαϲ [*](Ε) οἱ δὲ ἐκ τοῦ πρανοῦϲ ὑποφερόμενοι καὶ ἐϲ τὴν θάλατταν κατωκάρα ἐμπίπτοντεϲ ἀπώλλυντο. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· κατωκάρα ῥίψαϲ [*](Ar.) με βουκολήϲεται. περὶ κανθάρου λέγων.

1110 Κατῳκοδόμηϲεν: Ἰϲαῖοϲ ἀντὶ τοῦ κατέκλειϲεν εἰϲ οἴκημα [*](Harp.) καὶ ἀπέκτεινε.

1111 Κατώλιϲθον: κατέπεϲον.

[*](Σ)

1112 Κατωμαδόν: κατὰ τὸν ὤμων. Ἰώϲηποϲ· ὁ δὲ Σαμψὼν [*](Σ) ἀράμενοϲ τὰϲ πύλαϲ καὶ τὰϲ φλιὰϲ κατωμαδὸν εἰϲ τὸ ὄροϲ φέρων [*](Ε) κατατίθηϲι.