Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

1051 Κατήλυϲιϲ: ἡ πόρνη.

[*](soph.)

1052 Κατηναριϲμέναϲ: ἐπὶ τῆϲ λείαϲ ἐχρήϲατο Σοφοκλῆϲ. καὶ ἔϲτιν ἄκυρον· τὸ γὰρ ϲκυλεύειν ἐναρίζειν· ὅτι τὰ ἔναρα ϲκῦλα, παρὰ τὸ ἀρηρέναι, καὶ ἐντὸϲ αὐτῶν εἶναι ἡμᾶϲ. καὶ τὸ παῤ Ὁμήρῳ τοιοῦτον· τοι βέλτερόν ἐϲτι κατ᾿ οὔρεα θῆραϲ ἐναίρειν. πῶϲ γὰρ οἷόν τε ἐϲτὶ ϲκυλεύειν τοὺϲ λέονταϲ, εἰ μὴ εἴη καὶ ἐπὶ τῶν ἀλόγων ζῴων τὸ ϲκυλεύειν; Καλλίμαχοϲ ἐπὶ τῆϲ λεοντείου δορᾶϲ· τὸ δὲ ϲκύλοϲ ἀνδρὶ καλύπτρη γινόμενον νιφετοῦ καὶ βελέων ἔρυμα.

[*](Δ)

1053 Κατῃονᾶτο: ἐλούετο.

[*](Ε)

1054 Κατηρράχθη: ἔπεϲε, περιετράπη. ἐπιρρήγνυται βροντὴ βιαιοτάτη, καὶ τὸ πανδοκεῖον κατηρράχθη.

[*](Ε)

1055 Κατηργηκέναι: ἀνενέργητον εἶναι. τὸν δὲ καθήμενον περὶ τὰ Τύανα κατηργηκέναι καὶ καταπροΐεϲθαι τοὺϲ καιρούϲ.

[*](Hom.)

1056 Κατῄρεε: κατελάμβανεν.

[*](Σ)

1057 Κατῇρε: κατέπλευϲεν.

[*](Σ)

1058 Κατηρεφέα: κατεϲτεγαϲμένα. μέλλουϲι γὰρ ἐνταῦθά ϲε [*](Soph.) πέμψειν, ἔνθα μήποθ’ ἡλίου φέγγοϲ προϲόψει, ζῶϲα δ᾿ ἐν κατηρεφεῖ ϲτέγῃ χθονὸϲ τῆϲδ᾿ ὑμνήϲειϲ κακά.

[*](Ar.)

1059 Κατηρέψαϲθε· Ἀριϲτοφάνηϲ· ὡϲ εὖ κατηρέψαϲθε, καὶ νουβυϲτικῶϲ. τουτέϲτι νουνεχῶϲ ἐϲκεπάϲθητε.

[*](Ps.)

1060 Κατηρτίϲω: ἐτελείωϲαϲ.

[*](Suid.)

1061 Κατηρτυκότα· ὅτι γνώμονα ἔλεγον τὸν βαλλόμενον ὀδόντα τῷ ὄνῳ, δι᾿ οὖ τὰϲ ἡλικίαϲ ἐξήταζον. τὸν δὲ αὐτὸν καὶ κατηρτυκότα ἔλεγον.

[*](Δ)

1062 Κάττηϲ, κάττου: ὁ κατοικίδιοϲ αἴλουροϲ.

[*](Δ)

1063 Κατῄϲατο τῶν λόγων: ἐκ τοῦ ᾄδω.

[*](Δ)

1064 Κατηϲφαλίϲθαι.

1065 Κατῃϲχυμμένοϲ.

[*](Ε)

1066 Κατηύχοντο: κατηρῶντο. κατηύχοντό τε τοὺϲ ταῦτα δρῶνταϲ ἀχώρουϲ τε καὶ ἀτάφουϲ κυϲὶ καὶ ὄρνιϲιν ἐκριφῆναι καὶ τὰϲ ψυχὰϲ αὐτῶν μὴ ὑποδέξαϲθαι ϲὺν εὐμενείᾳ.

[*](1950 — κάθοδον cf. Et. M. 497, 9, H χειμερίην sq. Anth. 6, 217, 1 — 2 1051 l. ═ Ambr. 219 1052 sch. Soph. Ai. 26 cf. H, sch. A (Aristonic.) in Φ 485; 485 Call. fr. 142 S. 1053 cf. Ambr. 379 1054 ἐπιρρήγνυται sq. Aelian. fr. 81 1055 τὸν sq. Polyb. fr. 176 1056 sch. Φ 327 ═ Et. M. 497, 15, sch. 1057 Tim. ═ P 1058 — κατεϲτεγαϲμένα ═ P, Ba 273, 30 cf. sch. Σ 589, H μέλλουϲι sq. Soph. El. 379 — 382 1059 Ar. Vsp. 1294 c. sch. 1030 ═ An. Ox. 2, 458, 30 cf. H 1066 κατηύχοντό sq. Aelian. fr. 77)[*](1052 cf. v. Λ 356 1057 cf. 897 1060 cf. 757 1061 ex v. Α 59 1062 cf. v. ϲπατάλη 1065 fort.. ex v. Ε 835 1066 cf. v. Ε 1982)[*](ArF(GVM))[*](3 πόρνη] πορεία Kuehn 5 ὅτι in lac. om. GM 6 Ὀμήρου GVM 7 ἤτοι om. A ἀναίρειν F 9 τῆϲ] τῇ F 10 καλύπρι F 12 Κατηράχθη Bhd. βορτὴ F 21 Ἀριϲτοφάνηϲ — κατηρέψαϲθε om. F 1060—1 om. F 1062—3 inverso ord. AGM 28 Κατηϲφαλίϲθω V 1065 om. F post 1061 V 30 τε] τότε V δρῶντεϲ V)
77

1067 Κατήφεια: ϲκυθρωπότηϲ. καὶ Κατηφήϲ.

[*](Δ)

1068 Κατηφόνεϲ: ϲτυγνοί, ἢ ἀναίϲχυντοι.

[*](Σ)

1069 Κατήχθη: ἐϲ τὴν πατρίδα ἐπανῆκε. κατήχθη τε γὰρ ὁ Ἀντίπατροϲ [*](Ε) καὶ ἔτυχε γάμου περιφανοῦϲ καὶ πλούτου καὶ παῖδαϲ ἔϲχε καὶ ἐϲ γῆραϲ ἀφίκετο εὔποτμόν τε καὶ ἀξιόζηλον.

1070 Κατηχθημένοϲ: βεβαρημένοϲ.

[*](Σ)