Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1010 Κατεύθυνεν: ἐπέτυχεν. Δαβίδ· λαλῶν ἄδικα οὐ κατεύθυνεν ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μου. καὶ Κατευθύνθη.

[*](Σ)

1011 Κατευμαρίζων: κατευχειρίζων.

[*](Σ)

1012 Κατευμεγεθεῖν· γενικῇ. καταδυναϲτεύειν.

[*](Σ)

1013 Κατευνάζεται: κατακοιμίζεται.

[*](Synt.)

1014 Κατευωχοῦμαι· αἰτιατικῇ.

[*](Σ)

1015 Κατεύχεϲθαι: τὸ καταρᾶϲθαι. οὕτωϲ Πλάτων. καὶ Σοφοκλῆϲ· [*](Soph.) κατεύχομαι δὲ τὸν δεδρακότα τάδε. ἀντὶ τοῦ καταρῶμαι. [*](Ε) καὶ Αἰλιανόϲ· αἱ δὲ κατευξάμεναι τὸν χῶρον πάντα ἐκεῖνον Λακωνικῷ [*](997 ═ P, Ba 273, 3 cf. H 998 ═ P, Ba 273, 4, H 999 ═ P, Ba 273, 5 cf. H 1000 ═ P, Ba 273, 6 cf. H 1001 ϲτρατιώτηϲ sq. Aelian. fr. 209 1002 οἱ — ἔπλεον + προϲέϲχον τῷ Λιλυβαίῳ Polyb. 1, 25, 7—9. vs. 10 ὁ sq. Polyb. fr. 174 1003 ad Polyb. 3, 16, 6 (ν Δ 987) rettulit Toup 1004 καὶ sq. Aelian. fr. 60 1005 καὶ sq. Aelian. fr. 279 1007 ═ P, Ba 273, 7 1003 Polyb. 21, 33, 2 1009 ═ P, Ba 273,8 (in 2 Macc. 14, 43) 1010 λαλῶν — μου Ps. 100, 7 1011 ═ P, Ba 273, 9 cf. H 1012 γενικῇ ═ Synt. Laur. et Gud. καταδυναϲτεύειν ═ P, Σa cf. H, Ba 273,10 1013 ═ P, Ba 273,11 cf. H, sch. 448 1014 cf. Synt. Gud. 1015 — Πλάτων (Lag. 11, 934e) ═ P cf. Poll. 5,129 κατεύχομαι — καταρῶμαι Soph. OT 246 c. sch. ═ H αἱ—p. 73, 1 ἀπέϲφαξαν Aelian. fr. 77) [*](1004 cf. v Ε 955 1006 cf. 831) [*](ArF(GVM)) [*](7 Πολύβιοϲ — 9 ἔπλεον om. F 9 ὁ — 12 κατέϲπευϲεν om. F 14 τὴν ψυχήν A cf. v. Ε 955 19 Κατάτευγμα V 21 ἀπέλυε A ἐϲ] εἰϲ FV 24 καὶ Κατευθύνθη om. F 26 Κατευμεγέθη F γενικῇ om. Phot. Ba 31 καί — p. 73, 2 γενικῇ om. F)

73
αἵματι ἐπικλυϲθῆναι ἑαυτὰϲ ἀπέϲφαξαν. Κατεύχομαι δὲ τὸ ὑπερεύχομαι Synt. γενικῇ.

1016 Κατ᾿ εὐχὴν αὐτῷ γενέϲθαι· ὁ δὲ ϲτρατηγὸϲ νομίζων [*](Ε) αὐτῷ κατ᾿ εὐχὴν γενέϲθαι τὴν τῶν Ἀχαιῶν ὁρμὴν προϲῆγεν ὡϲ ἐπὶ τὸν πόλεμον.

1017 Κατεφοίνιξαϲ: κατέβαψαϲ.

[*](Σ)

1018 Κατεφύγγανον: κατέφευγον. οἱ δὲ εἰϲ τὰϲ Θρᾳκίαϲ πόλειϲ [*](Ε) κατεφύγγανον.

1019 Κατεφύοντο: κατέτρεχον.

[*](Σ)

1020 Κατέχει: κατέχεεν, ἐπέρρει. ὁ δὲ πολλὴν κατέχει τούτου κουφολογία. ἀντὶ τοῦ ἐλοιδόρει. καὶ αὖθιϲ· δήϲαντεϲ ὀπίϲω τὰϲ [*](| Ε) χεῖραϲ κατέχεον πολλοῦ τοῦ γάλακτοϲ. πρὸϲ γενικὴν ἡ ϲύνταξιϲ.

1021 Κατεχειροτόνηϲαν αὐτοῦ: ἀντὶ τοῦ κατεψηφίϲαντο αὐτοῦ. [*](Σ) καταχειροτονία δ καὶ ἀποχειροτονία διαφέρει. καταχειροτονία μὲν γὰρ ἐγένετο οὕτωϲ. ἔλεγεν ὁ κῆρυξ, ὅτῳ Μειδίαϲ δοκεῖ ἀδικεῖν, ἀράτω τὴν χεῖρα. εἶτα οἱ θέλοντεϲ ἐξέτεινον τὰϲ χεῖραϲ· καὶ ἐκαλεῖτο τοῦτο πρῶτον καταχειροτονία. ἀποχειροτονία δὲ οὕτωϲ· ὅτῳ μὴ δοκεῖ ἀδικεῖν Μειδίαϲ, ἀράτω τὴν χεῖρα. καὶ ἐξέτεινόν τινεϲ, καὶ ἐκαλεῖτο ἀποχειροτονία. λοιπὸν πάϲαϲ ἠρίθμουν τὰϲ χεῖραϲ, καὶ ἑώρα ὁ κῆρυξ. ποῖαι πλείουϲ εἰϲί, πότερον τῶν φαϲκόντων αὐτὸν ἀδικεῖν, ἢ μή. καὶ ὅϲαι ἂν ἦϲαν πλείουϲ εὑρεθεῖϲαι, ἐκεῖ καὶ ἡ γνώμη ἐκράτει. ἔτι [*](EL) τοίνυν παρατείνοντοϲ τοῦ λόγου τοῦ πρέϲβεωϲ, Ῥωμαῖοι κατεχειροτόνουν. ὁ δὲ οὔτε ἐψηφίζετο οὔτε κατεχειροτόνει καίπερ ἐπιϲτάτηϲ ὤν.

1022 Κατεχλαίνωϲε: χλαίναιϲ ἐϲτόλιϲεν. ὁ δὲ Μηνᾶϲ ἠμφίαϲέ τε [*](Ε) καὶ κατεχλαίνωϲε τὸ ϲτρατιωτικόν· ἡ γὰρ χρονία τριβὴ καὶ τὸ τραχὺ τῶν χώρων κατεδαπάνηϲεν αὐτοῖϲ τὰ ἱμάτια.

1023 Κατεχλεύαζεν: ὕβριζε διὰ λόγων, κατεγέλα. ἄλλα τε πολλὰ [*](Ε) κατεχλεύαζε καὶ κατεκερτόμει τοὺϲ ἐν τῷ ϲτρατοπέδῳ μάλιϲτα ἅπαϲιν ὀνειδίζων μαλακίαν καὶ δειλίαν.

1024 Κατεχόρδηϲεν: ἀνεῖλεν, ἐξηνάριξεν. εἶτα τῶν φρενῶν ἐξέπλευϲε [*](Ε) καὶ μανεὶϲ ἑαυτὸν μαχαίρᾳ κατεχόρδηϲε.

1025 Κατεχόρευεν: ἐπέχαιρεν. ὁ δὲ κατεχόρευε τῶν Ῥωμαϊκῶν [*](Ε) [*](1015 γενικῇ ═ Synt. Laur. cf. Gud. 1016 Polyb. 11, 11, 1—2 1017 ═ P, Ba 273, 12 cf. H 1019 ═ P, Ba 273, 13 cf. H v. κατεπιφύεται 1021 — ἐκράτει ═ P, Ba 273, 14, sch. Pl. Ax. 368d cf. Et. M. 481, 44; l. Dem. 21, 2 ἔτι—κατεχειροτόνουν Th. Simoc. 1, 15, 11 ═ EL 480, 10—11 1024 εἶτα sq. Aelian. fr. 280) [*](1021 extr. cf. v. Ε 2658) [*](4 γενέϲθαι om. V 11 καὶ — 12 ϲύνταξιϲ om. F 15 ἐγίνετο A ArF(GVM) Μεδιδίαϲ δοκεῖ] δοκεῖ ὁ δεῖνα F 16 ἀρήτω F εἶτα] καὶ F τὰϲ χεῖραϲ om. F 17 πρῶτον om. F, Et. ἀποχειροτονία — 18 Μειδίαϲ] εἶθ᾿ ὁ κῆρυξ πάλιν ὅτῳ μὴ ἀδικεῖν δοκεῖ ὁ δεῖνα F 18 τινεϲ] ἕτεροι F 19 λοιπὸν— ἠρίθμουν] εἶτα ἠρίθμη πάϲαϲ F 19. 20 ἑώρα — ποῖαι] ὁποῖαι F 20 εἰϲί — 21 ἐκεῖ] ἦϲαν ἐκείναιϲ F 21 ἔτι — 24 ὧν om. F ὁ — 27 ἱμάτια om. F 25 ἡμφίεϲέ V 28 διὰ—29 καὶ om. V 31 ἐξηνάριζεν FGVM)

74
ϲυμφορῶν καὶ τοϲοῦτον ἐφυϲτέριζε τῶν διώξεων, ὅϲον πειθῆϲαι καὶ καταμαθεῖν, ὅτι μηδεὶϲ ἐν τῇ πόλει λέλειπται.

[*](Ar.)

1026 Κατέχουϲι δ᾿ ἔρωτεϲ ἐμὰϲ πόλειϲ: λείπει ἀνθρώπουϲ. ἀντὶ τοῦ ἐρῶϲιν οἱ ἄνθρωποι τῆϲ ἐμῆϲ πόλεωϲ.

[*](Synt.)

1027 Κατέχω ϲε· αἰτιατικῇ.

[*](Ε)

1028 Κατέχρῳζεν· ὁ δὲ ἐν μέϲῳ τὰϲ διατριβὰϲ ποιούμενοϲ οὐ μόνον τὸ καλὸν τοῦ πράγματοϲ κατέχρῳζε καὶ τοῖϲ τυχοῦϲι λίαν κατεδήμευεν, ἀλλὰ καὶ πικρῶϲ ἐπέπληττεν.

1029 Κατεχρῶντο: ἀνῄρουν, ἐφόνευον. ἄλλοι ἑαυτοὺϲ κατεχρῶντο. [*](Ε) αὐθένται ἐγίνοντο.

[*](Suid.)

1030 Κατέψα: τῇ χειρὶ ὡμάλιζε.