Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

901 Ἔλλουροι: ἐθνικόν.

[*](Ε)

902 Ἔλουϲεν: ἀντὶ τοῦ ἐβάπτιϲεν. τὸν δὲ Εύνομιανὸν ἔλουϲε Bελιϲάριοϲ τὸ θεῖον λουτρόν, χερϲὶ δὲ οἰκείαιϲ ἀνελόμενοϲ εἰϲποίητον ἐποιήϲατο παῖδα, ᾖπερ εἰϲποιεῖϲθαι Χριϲτιανοῖϲ νόμοϲ.

[*](Σ)

903 Ἐλοχεύθη: ἐγεννήθη, ἢ ἐγαμήθη.

[*](Hdt.)

904 Ἐλόχηϲεν: παρὰ Ἡροδότῳ ἀντὶ τοῦ εἰϲ λόχουϲ κατέταξεν.

[*](Σ + E)

905 Ἐλόχων: ἐνήδρευον. ὁ δὲ ἔχων κοινωνοὺϲ τῶν ἀϲεβημάτων, ἐλόχων τὰ κατὰ τὰϲ ὁδούϲ.

[*](Δ)

906 Ἕλωρ: τὸ λῆμμα.

[*](Σ)

907 Ἑλώρια: ἑλκύϲματα, ϲπαράγματα.

[*](Σ)

908 Ἐλῶϲα: ἐλαύνουϲα.

[*](Σ)

909 Ἕλωϲι: καταλάβωϲιν.

[*](Soph.)

910 Ἐλώφηϲεν: ἐπαύϲατο. ἀπὸ τῶν ὑποζυγίων. ὅθεν καὶ τὸ εὐλόγωϲ φέρειν.

[*](Δ)

911 Ἐλπιδηφόροϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Thuc.)

912 Ἐλπίϲαϲ: οὐ μόνον ἐπ’ ἀγαθῷ, ἀλλ᾿ ἁπλῶϲ ἐπὶ τῇ τοῦ μέλλοντοϲ ἐκβάϲει λέγεται παρὰ Ἀττικοῖϲ.

913 Ἐλπίϲ: προϲδοκία ἀγαθῶν. καὶ ὁ φοβούμενοϲ προϲδοκᾶ, ἀλλ’ οὐκ ἀγαθά· κακῶν γὰρ προϲδοκία ἐϲτὶν ὁ φόβοϲ, ἀγαθῶν δὲ ἡ ἐλπίϲ. ἐπεὶ οὖν οὐχ ὑφεϲτώτων πραγμάτων οἱ ἀϲεβεῖϲ προϲδοκῶϲιν, ἀπόλλυται αὐτῶν ἡ ἐλπίϲ· ὡϲ μένουϲι τοῖϲ ἡδέϲι χρῶνται.

[*](Δ)

914 Ἐλπωρή: ἐλπίϲ.

[*](Δ)

915 Ἑλϲεμών.

[*](898 —ἐλάϲαϲ gl Hdt 7, 33 cf. sch. Ω 696, H Ἐλῶντεϲ sq. Ambr 715 899 ═ Ambr. 547 cf. Et. M. 331, 49 ═ sch. Lyoophr. 796 900 ═ Σa Ba 216, 26 sch. Greg. Nax. PG 36, 1249c 901 ═ Ambr. 611 cf. Steph. Byx., Ps. Herodian. 30 —31 908 τὸν sq. Proc. h. a. 1, 16 906 ═ Ba 216, 25, H 904 gl. Hdt. 1, 103 cf. H 905 ἐνήδρευον cf. Ba 292, 23 ὁ sq. Aelian. 906 ═ Ambr. 694 907 ═ Ba 217, 5, sch. Α 4 cf. H, Ap. S. 67, 7, H, Ps. He rodian. 31: Et. M. 332, 56 ═ Et. Gen. 908 ═ Σa, Ba 217, 6 909 Ba 217, 8 cf. H, sch. Δ 416 910 sch. Soph. Ai.61; — ἐπαύϲατο ═ Ba 217, 9 cf Ambr. 709 911 ═ Ambr. 557 912 sch. Thuc. 1, 1, 1 cf. Thom. 156, 16 918 ═ Didym. Alex. in Iob 8,11, P G 39, 1140c 914 ═ Ambr. 633, sch. β 280, H 915 Ambr. 562)[*](899 Z 685 901 Z 685 902 hinc 3596 cf. v. Η 423. Z 694 904 Z 595 905 cf. v. λοχεύει. Z 695 907 Z 690 911 Z 685 913 hinc v. προϲδοκία 914 Z 688)[*](G(ITFYM))[*]( 901 om. G T post 906 [ 6 εθνικοί V 11 Ἐλόχιϲε gl. Hdt. λόγουϲ V M κατέταξεν—12 ἔχων om. F 15 ἐλκύϲματα F V Ba, sch., H cett.; ἐλήμματα GlTM cf. vs. 14; post gl. ἑλκύϲματα add. G 18. 19 εὺλόγων T εὐλόφωϲ sch. 20 Ἐλπιδιφόροϲ GIT ν. l. Zon cf. Ps. Herodian. 188, Theognost. 95, 31 ὅνομα om. GI T F 21 ἀγαθῷ M sch.; ἀγαθαῖϲ V ἀγαθοῦ rell. 915 om. T post 916 GI)
251

916 Ἐλοιδόρηϲε: διέβαλεν, ἐϲυκοφάντηϲεν. Αἰλιανόϲ· ὁ δὲ Κλέανδροϲ [*](E) ἐλοιδόρηϲε τὸν ὕπατον τῆϲ ἐν Αἰγύπτῳ ἀρχῆϲ Κομόδῳ καὶ παραλύει αὐτὸν τῆϲ ἀρχῆϲ οὐδὲν ἀδικοῦντα.

917 Ἐλοιδορούμεθα: ἐϲταϲιάζομεν, ὡϲ ὑπὸ τῆϲ φιλονεικίαϲ ἐϲ [*](Ar.) λοιδορίαϲ τραπῆναι. Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· περὶ τοὐνόματοϲ ἐλοιδορούμεθα. Ἀγαθίαϲ· καὶ δὴ τῷ Ναρϲῇ πάντεϲ ἐλοιδοροῦντο ἀλαζόνα [*](R) τε ἀποκαλοῦντεϲ καὶ ἀτάϲθαλον, καὶ ἔργῳ μὲν αὐτὸν εἶναι λέγοντεϲ βίαιόν τε καὶ μιαιφόνον, τὴν δὲ τοῦ εὐϲεβεῖν ἀεὶ καὶ τὸ θεῖον θεραπεύειν δόξαν ἄλλωϲ αὐτῷ κεκομψεῦϲθαι.

918 Ἕλοιτο: θέλοιτο.

[*]( Σ)

919 Ἐλύγωϲεν: ἔκαμψεν. καὶ Δανάηϲ ἐλύγωϲεν ὅδε φρένα, τουτἐϲτιν [*](Anth.) ὁ χρυϲόϲ.

920 Ἔλυμα, Ἐλυμαῖοϲ.

[*](Δ)