Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

81 Ἐγκατειλεγμένοϲ: τεταγμένοϲ.

[*](Δ)

82 Ἐγκατειλημμένην: ληφθεῖϲαν.

[*](Δ)

83 Ἐγκαυχῶμαι· δοτικῇ.

[*](Synt.)

84 Ἐγκαίνια: ἑορτὴ καθ’ ἣν ἐκαινουργήθη τι.

85 Ἐγκαινίδεϲ: μέροϲ τι τοῦ πλοίου. ξύλα ἰθυτενῆ καθά που ζυγὰ καὶ ἐγκαινίδαϲ ὕπερθε κατὰ τὸ ἐγκάρϲιον ἐνθέντεϲ οὐ διὰ παντόϲ, [*](Ε) ἀλλὰ μόνον ἀμφὶ τὰ ἄκρα καὶ τὸ μεϲαίτατον δεϲμοῖϲ περιϲφίγξαντεϲ.

86 Ἐγκεκογρδυλημένοϲ: ἐντετυλιγμένοϲ, ἐγκεκαλυμμένοϲ καὶ ϲυνεϲτραμμένοϲ [*](Ar.) ὥϲτε μηδ᾿ ἀνθρώπου ϲχῆμα δηλοῦν, ἀλλ’ ἐξοχὴν φαίνεϲθαι τῶν ϲτρωμάτων. κορδύλη γὰρ ἰδίωϲ λέγεται τὸ ἐν τῇ κεφαλῇ ἐξέχον οἴδημα, ὑπὸ πληγῆϲ εἰϲ ὕψοϲ καὶ ὄγκον ἀρθέν, ὃ καλοῦμεν κόνδυλον. Κρέων δὲ ἐν τῷ α΄ τῶν ῥητορικῶν κορδύλην φηϲὶ καλεῖϲθαι παρὰ Κυπρίοιϲ τὸ πρὸϲ κεφαλῆϲ προϲείλημα, ὃ δὴ παρʼ Ἀθηναίοιϲ καλεῖται κρώβυλον, παρὰ δὲ Πέρϲαιϲ νιδάριον. ὅτι δὲ νῦν παρὰ Ἀριϲτοφάνει ἐγκεκορδυλημένοϲ, ἀντὶ τοῦ ἐνειλημένοϲ καὶ ἐγκρύψαϲ ἑαυτόν, δῆλον [*](78 Ar. Eq. 105 c. sch. cf. Et. M. 310, 1, H 75 ═ Ba 205, 2, H, Et. M. 310, 24, L 76 ἐγκάτοιϲ ═ Ba 205, 3, Et. M 310, 15 ἐντέροιϲ sch. Λ 438 cf. H, Et M 310 7 77 sch. Thuc. 1, 93, 2; ϲ 358 79 Soph. Al. 736 c. sch. 80 ἐπεδγάξαντο ═ Ba 205, 5 cf. B τὰ pr. sq. Aelian. fr. 288 81 ═ Ambr. 109 82 cf. Ambr. 111, H 83 ═ Synt. Laur. 84 l. cf. L; in Iob. 10, 22 85 ξύλα sq. Agath. 5, 21, p 325 86 sch. Ar. Nu. 10 cf. Et. M. 310, 48 ═ El. Gen ; ἐντετυλιγμένοϲ L; ϲυνεϲτγραμμένοϲ ═ Ambr. 116) [*](73 Z 606 74 Z 603 75 cf. v. κ 422. Z 603 77 cf. v. Δ 625. Z 606 78 ex v. Α 1842 80 cf. v. λῆξιϲ 2, Z 606 81— 2 Z 606 84 Z 604 85 Z 601 86 hinc ν. 2482 extr., χιδάριον, φακιόλιον, Z 607) [*](4 Ἀρϲινόῃ ed. pr. 5 αὐτοῦ F 78 om AFV 11 κατεπήρωϲεν GI A(GITFVM) 26. 27 ϲυνεγραμμένοϲ Act 30 δὲ] γὰρ V 32 παρὰ—33 ἐγκεκορδυλημένοϲ om. M 33 ἐγκεκορδυμένοϲ V ἐνειλήμμενοϲ VM cf. sch.)

194
ἐκ τῶν ἐπιφερομένων· ἀλλ᾿ , εἰ δοκεῖ, ῥέγκωμεν ἐγκεκαλυμμένοι. ψῦχοϲγὰρ ἦν, ὡϲ εἰκόϲ, καὶ περιεκαλύπτοντο. ὅθεν καὶ ε΄ περιβόλαια περιβεβλῆϲθαι τὸν υἱὸν εἶπεν.

[*](Ar.)

87 Ἐγκεκοιϲυρωμένην: ἀντὶ τοῦ περιττῶϲ κεκοϲμημένην, τὰ Κοιϲύραϲ φρονοῦϲαν. ἔϲτι δὲ Ἐρετριακὸν τὸ ὄνομα. οὖτοι δὲ εἰϲ τρυφὴν διαβάλλονται. αὕτη δὲ ἐγαμήθη Πειϲιϲτράτῳ ἐπιχειρήϲαντι τυραννεῖν. λέγει δὲ τὴν περιεργίαν τῆϲ κομμωτικῆϲ· πολλοῖϲ γάρ, οἷα εἰκόϲ, ἐκέχρητο καλλωπίϲμαϲιν, τουτέϲτι νίμμαϲι, καὶ τοῖϲ τῆϲ κεφαλῆϲ πλέγμαϲι καὶ τοῖϲ ἄλλοιϲ, οἷϲ κοϲμεῖϲθαι γυναῖκαϲ ἔθοϲ. [*](Σ) Ἐγκεκοιϲυρωμένη οὖν οἷον τρυφῶϲα· ἀπὸ Κοιϲύραϲ γυναικὸϲ πλουϲίαϲ, Ἀλκμαίωνοϲ γαμετῆϲ.

[*](Ar.)

88 Ἐγκεκύκληϲαι: ἀνέϲτρεψαι. Ἀριϲτοφάνηϲ· οὐκ οἶδʼ ὅπη ἐγκεκύκληϲαι.

[*](Synt.)

89 Ἐγκελεύομαι· δοτικῇ.

90 Ἐγκέλευϲτοι: μετὰ προϲτάξεωϲ. Ξενοφῶν· προϲῆγον τῷ [*](Ε) Κυαξάρει δῶρα οἱ μὲν καθ’ ἑαυτοὺϲ, οἱ δὲ ὑπὸ Κὐρου ἐγκέλευϲτοι.

[*](Σ)

91 Ἐγκεντρωθείϲ: ἀϲφαλιϲθείϲ.

92 Ἐγκεράϲαι: ἐγχεῖν

[*](Ar.)

93 Ἐγκέχοδα: ἀπεπάτηϲα διὰ φόβον τινά, ἔχεϲον. Ἀριϲτοφάνηϲ Βατράχοιϲ. κάλει θεὸν εἰϲ βοήθειαν.

[*](Δ)

94 Ἐγκεχρέα.

95 Ἐγκεχείρικα πάντα Τιμολέοντι.

[*](Σ)

96 Ἔγκειται: ἐπίκειται, λίαν ἐπιθυμητικῶϲ ἔχει. Λαχάρηϲ δέ, [*](Ε) ὁπηίκα ἀπέδρα, ἁλώϲεϲθαι μέλλων, τῶν δαρεικῶν κατ’ ὀλίγουϲ τοῖϲ ἐγκειμένοιϲ μεθείϲ, τελεώτατα τῷ δελεάματι ἐξέφυγε τὸ δυϲμενέϲ.

[*](Σ)

97 Ἐγκιλικίζεται: κακοηθεύεται, κακοποιεῖ. διεβέβληντο γὰρ ἐπὶ πονηρίᾳ οἱ Κίλικεϲ. ἐντεῦθεν λέγεται καὶ Κιλίκιοϲ ὄλεθροϲ. ἐγκιλικίζειν γὰρ τὸ κακοηθίζεϲθαι.

[*](Σ)

98 Ἐγκιϲϲήϲωϲι: ϲυλλάβωϲιν, ἐπιθυμήϲουϲιν.

[*](87 ἔθοϲ sch Ar. Nu 48 cf. Et M. 310, 43 ═ Et. Gen (Jb, Suppl. 16, 661) vs. 10 τρυφῶϲα ═ τὸ λεξικὸν ap Et M. 310, 46 ═ Et. Gon. Κοιϲὺραϲ sq, cf. H 88 Ar. Vsp. 699 c. sch 90 προϲῆγον sq Xen. Cyr. 5, 5, 39 91 ═ B 205, 8, Ambr. 119 cf H 93 sch. Ar Ban. 479 94 ═ Ambr. 80 93 — ἐπιθυμητικῶϲ ═ Ba 205, 4, Σa; — ἐπίκειται ═ Ambr. 115, H Λαχάρηϲ sq. falso Dam. fr. 84 cf. Polyaen. ed. Melber 3, 7, 1 97 — ὅλεθγροϲ ═ H cf. Lex. rhat. ap. Et M. 310, 54 et Et. Gen. 98 ═ Ba 205, 10; ϲυλλάβωϲι cf Ambr. 108 ἐπιθυμήϲουϲιν cf. H)[*](87 cf. v. 2568 88 cf. v. Α 801. Z 608 90 Z 598 91 Z 608 93 Z 608 97 hinc v. K 1607 extr., Z 608)[*](A(GITFVM))[*]( 2 εἰκὼϲ A 5 οὖτοι —11 γαμετῆϲ] καὶ τὰ ἐξῆϲ F 6 τροφὴν AI ἐπιχειρίϲαντι A 8 τουτέϲτι—9 ἔθοϲ om VM 11 γαμετῆϲ post vs 19 τινά M, γαμετῆ V 16 Κυαξάρει Fac: Κυαξάρη rell. 92 ex Amg (p post 88) 19 ἔχεϲα T 21 Ἐγκενχρέα A Ἐγκέγχρεα G 95 non nov. gl omnes 22 Ἔγκεχείρικε A Ἐγκεχείρηκα V 25 δελεάϲματι V δυϲμερέϲ A δυϲχερέϲ Gsf. 29 ἐπιθυμήτωϲιν F Ba Hes. sed cf. Zon. 608)
195

99 Ἔγκλητον· ἕγκλητον λέγοντεϲ δικαϲτήριον καὶ δίκην ἔγκλητον, [*](Σ) ἐγκαλέϲαϲθαι οὐ λέγουϲιν.

100 Ἐγκλημάτιϲιν.

[*](Δ)