Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Harp.)

741 Ἑλλανοδίκαι: τὸ μὲν πρῶτον ἕνα καθίϲτων Ἑλλαντοδίκην οἱ Ἠλεῖοι, εἶτα δύο, τελευταῖον δὲ θ’ Ἀριϲτόδημοϲ δὲ ὁ Ἠλεῖοϲ τοὺϲ [*](730 — ἐλαύνειν sch. 366 ═ Apion, H 731 scl Ar. Lys. 789 734 cf. Ambr. 610 et 651 735 ἐϲχίϲθη — L cf. Ambr. 713 766 sch. Ar. Av. 1281 737 cf. Zon. 691 740 —ἀγῶναϲ ═ H v. Ἑλληνοδίκαι cf. Et. M. 331, 23 ═ Et. Gen., Bx. 249, 2 οὕτω sq. Eunap. fr. 79, FHG 4, 49 cf. Bys. Zt. 23, 30 741 Harp. cf. Bk. 248, 32, Et. Gen., Et. M. 331, 20, sch. Pid 0. 3, 22a, Aristodem. F HG 3, 308) [*](729 —δένδρον ex 764 cf. 743; τὴν—ἔλεγον ex v. Γ 187 cf. v. Δ 1549; παρ sq ex v. Δ 1541 730 Z 691 732 cf. Prooemium vs. 3, hinc v. λοῦτρον extr. 734 Z 686 735 Z 691 739 cf. 2020 740 cf v. H 154. Z 682) [*](A(GITFVM))[*]( 729 om. F V 2 γιγέριμον Gl M; γιγέρημον A γεργέγριμον v. Γ 187 730—1 om. F 6 ϲτοιχεῖον v, cp. GlM; ϲτοιχείων A ϲτοιχείου F 7 τῶν λοτρῶν Kust. 9 δένδρα ed. pr. 11 λάκηϲε pr.] Ἐλάκιϲε F V Zon μέϲοϲ AGF Zon. Act. 1,18; μέϲονrell. Ἐλάκηϲε alt,—12 ὡρυξεν om. F V post 736 A δὲ καὶ M ἐνεκροτάληϲεν M 12 Ἐλάκιϲε A Ἐλάκιϲε GIM 15 αὐτῶν αὐτὸν A F φανερὸν αὐτὸν AF 728 ad 360 rettnl. Sturg et F GrHist 1 T 2 18 Μιτυληναῖοϲ]Μιλήϲιοϲ F cf.17 21 Ἑκταίῳ F V 22 γεγονὼϲ Jacoby καἴ pr. ἡ Jacoby πρόϲ] πατρόϲ (πρόϲ) V πρόϲθεν Hohde 23 Περπερίνῃ AV 26 ante οὕτω interpunxerunt 1F V Zon. de Boor 29 θ’ om. F V)

239
τελευταίουϲ τιθένταϲ τὸν ἀγῶνα ι΄ εἶναι Ἑλλανοδίκαϲ, ἀφʼ ἑκάϲτηϲ φυλῆϲ α΄.

742 Ἐλαολόγοι· ὥϲπερ ἐλαολόγοι χωρεῖθʼ ἅμα τῷ τὸν μιϲθὸν [*](Ar.) ἔχοντι.

743 Ἐλαολόγοι: οἱ τὰϲ ἐλάαϲ ϲυλλέγοντεϲ. Ἐλαία, τὸ δένδρον, Ἐλάα δὲ ὁ καρπόϲ.

[*](Suid.)

744 Ἐλάϲαι καὶ Είϲελάϲαι.

745 Ἐλαϲίβροντʼ ἀναρρηγνὺϲ ἔπη· Ἀριϲτοφάνηϲ. τῆϲ ἀρχῆϲ [*](Ar.) Πινδάρου· ἐλαϲίβροντε παῖ Ῥέαϲ· ἀντὶ τοῦ ὡϲ ὑπὸ βροντῆϲ ἐλαυνόμενα, τουτέϲτι μεγαληγορῶν καὶ ὑπερόγκοιϲ χρώμενοϲ ῥήμαϲι καὶ γέμουϲι ψόφου. ἤτοι διὰ τὴν φωνὴν ϲκώπτει τὸν Κλέωνα, ὅτι τραχέωϲ ἐφθέγγετο, ἢ ὡϲ ταχέωϲ.

746 Ἐλαϲμὸϲ μολίβδου· εἰϲ ἐλαϲμοὺϲ μολίβδων γράφοντεϲ.

[*](Ε)

747 Ἐλαϲτρηθείϲ: βιαϲθείϲ, κινηθείϲ. Ζανὸϲ ἐλαϲτρηθεὶϲ γυιοπαγεῖ [*](Anth.) νιφάδι.

748 Ἐλάτεια: πόλιϲ μεγίϲτη τῶν ἐν Φωκεῦϲιν. ἔνιοι δὲ διὰ τοῦ ρ [*](Harp.) προφέρουϲιν Ἐλάτρειαν δοκοῦντεϲ ἄμεινον γράφειν.

749 Ἐλάτειραν: ἀπελαϲτικήν.

[*]( Σ)

750 Ἐλατήρ: πλακουντῶδεϲ πέμμα πλατύ· ἔνθεν καὶ ἡ ἐπωνυμία [*](Ar.) παρὰ τὸ ταῖϲ χερϲὶν ἐλαύνεϲθαι εἰϲ πλάτοϲ. ἢ ἄρτοϲ πλατύϲ, ἐν ᾧ τὸ ἔτνοϲ ἐτίθεϲαν καὶ προϲῆγον τοῖϲ βωμοῖϲ. εἰδήϲειϲ Ἀλκμᾶνα, [*](Anth.) λύρηϲ ἐλατῆρα Λακαίνηϲ ἔξοχον, ὃν μουϲῶν ἐννέʼ ἀριθμὸϲ ἔχει. εἰϲὶ δὲ καὶ λαγαρώδειϲ παρὰ τὸ λαγαρόν. καὶ πέλανοι παῤ Εὑριπίδῃ. [*](Ar.) καὶ Ἐλατῆροϲ, πέμματοϲ εἶδοϲ ἀζύμου. Εὐριπίδηϲ δὲ πεπτά.

751 Ἐλατῆρι: ἡνιόχῳ.

[*](Σ)

752 Ἐλαττοῦμαι· γενικῇ.

[*](Synt.)

753 Ἐλαύνωϲιν· αἰτιατικῇ. ὄγμον ἐλαύνωϲι. τύπτωϲι. τίθηϲιν ἐπὶ [*](Hom.) τῆϲ ἐκ χειρὸϲ πληγῆϲ τὸ ἐλάϲαι Ὅμηροϲ.

[*](742 — ἔχοντι Ar. Vsp. 712 743 ἐλάαϲ ϲυλλέγοντεϲ cf. Ael. D. fr. 162 ap. Eust. O. 1944, 9 745 Ar. Eq. 625 cf. sch. cf. H, Et. M. 325, 45; Pind. fr. 144 746 Cass. D. 46, 36, 4 vel hinc derivatum, Byz. Zt. 23, 97 747 Ζανὸϲ sq. Anth. 6, 219, 6 748 Harp. cf. Steph. Byz. 749 ═ gl. Dionys. PG 4, 25 cf. Ba 215, 21, Σa, Ambr. 632 750 — βωμοῖϲ + vs. 23 εἰϲὶ—Εὐριπίδῃ (Tr. 1063) sch. Ar. Ach. 246. vs. 24 Ἐλατῆροϲ sq. sch. Ar. Eq. 1181 cf. H; Eur. fr. 467, 4 vs. 21 εἰδήϲειϲ—22 ἔχει Auth. 7, 18, 3—4 751 ═ Ba 215, 22, sch. Δ 145 cf. Et. M. 329, 24 752 ═ Synt. Gud. cf. Laur. 753 αἰτιατικῇ cf. Synt. Gud. ὅγμον sq. Λ 68 c. sch. A (Aristonic.) cf. H, Ap. s. 65, 33)[*](743 Z 684, ἐλαία sq. ex 764 cf. 729 745 Z 688 746 hinc v. μόλυβδοϲ 747 hinc v. Z 10, Z 690 748—9 Z 686 750 Anth. cf. v. ΕΙ 33 750—1 Z 681)[*](1 ἀφ’] ἐφʼ M 3 ὥϲπερ] ὡϲ A 743 om. V mg. A post vs. 3 Ἐλαολόγοι F A(GITFVM) post 744 GIM 5 Ἐλαολόγοι om. F Ελαία—6 καρπόϲ om. M 744 om. FV non nov. gl. A 8 ante τῆϲ lac. in V; παρὰ τὰ τῆϲ sch. ἐκ τῆϲ Bhd. 9. 10 ἐλαυνόμενε GIVM 11 ψήφου V 13 μολύβδου cett. V, s. v. 14 γυοπαγεῖ FVM 17 προϲφέρουϲι A 751 inc. rursus T 27 ἐλαύνωϲι alt.] ἐλαύνουϲι A cf. Hom. τύπτωϲι sch., Gsf ; τύπτουϲι omnes τίθηϲιν Fac sch., Gsf.; τιθεῖϲιν rell.)
240
[*](Δ)

754 Ἐλάφειον: τὸ τῆϲ ἐλάφου κέραϲ καὶ κρέαϲ. καὶ Ἐλάφειοϲ [*](Prov.) ἀνήρ, ἐπὶ τοῦ δειλοῦ. ἐκ μεταφορᾶϲ τοῦ ζῴου· δειλὸν γὰρ ἡ ἔλαφοϲ.

[*](Σ)

755 Ἐλαφηβόλοϲ: ὁ κυνηγόϲ. καταχρηϲτικῶϲ.

[*](Δ)

756 Ἐλαφρία: ἡ ὀλιγότηϲ.

[*](Δ)

757 Ἐλαφρίζω: ἀναϲηκῶ.

[*](Harp.)

758 Ἐλαφροτάτουϲ: ἐν ἐπαίνῳ λέγουϲι τὸ ὄνομα οἱ παλαιοί· ἀντὶ τοῦ πραοτάτουϲ, κατὰ τὸ ἐναντίον τοῦ βαρυτάτου καὶ φορτικωτάτου.

[*](Δ)

759 Ἐλάχεια.

760 Ἐλάχιϲτοϲ: οὕτωϲ ἐκάλεϲεν ὁ Χριϲτὸϲ τὸν ἐπίγειον πλοῦτον. φηϲὶ γάρ· ὁ πιϲτὸϲ ἐν ἐλαχίϲτῳ. τουτέϲτιν ὁ καλῶϲ εἰδὼϲ βιοῦν καὶ τὸ πλοῦτον τὸν ἐπίγειον, ὃν καὶ Μαμωνᾶν ἐκάλεϲεν, εἰϲ τοὺϲ ἐνδεεῖϲ δαπανῶν, ὁ τοιοῦτοϲ ὁ ἐν τῷ ἐλαχίϲτῳ πιϲτὸϲ εὑριϲκόμενοϲ καὶ ἐν πολλῷ πιϲτὸϲ ἔϲται, τουτέϲτιν ἐν τοῖϲ θείοιϲ χαρίϲμαϲιν. ὁ δὲ ἐν τῷ πλούτῳ τούτῳ ἄδικοϲ γενόμενοϲ καὶ εἰϲ ἑαυτὸν μόνον ϲυντηρῶν αὐτόν, δηλονότι καὶ ἐν τοῖϲ θείοιϲ χαρίϲμαϲιν ἄδικοϲ εὑρεθήϲεται. ἀλλότριον δὲ τὴν τῶν χρημάτων περιουϲίαν ὠνόμαϲεν· ἐπειδὴ οὐ γεγεννήμεθα μετὰ πλούτου, γυμνοὶ δὲ μᾶλλον· καὶ ὡϲ ἀληθῶϲ οὐδὲν εἰϲηνέγκαμεν καὶ οὐδὲν ἐξενεγκεῖν δυνάμεθα.