Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

721 Ἐκφυλλοφορεῖν: οἱ ἀρχήν τινα ἄρξαντεϲ, ἄν εὐθυνόμενοι [*](Σ) ὑπὸ τῆϲ βουλῆϲ ἀλῶϲιν, ἐν φύλλοιϲ ἐλαίαϲ τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἐνέγραφον οἱ βουλευταί, καὶ καθιᾶϲιν εἱϲ τοὺϲ ἐχίνουϲ. ἅμα τε ἡ περὶ αὐτῶν πίϲτιϲ προϲενεγράφετο τοῖϲ φύλλοιϲ.

722 Ἐκφυλλοφορῆϲαι καὶ Ἐκφυλλοφορία· εἴ ποτέ τιϲ τῶν [*](Σ) πολιτῶν ἀδικεῖν ἐδόκει καὶ ἀνάξιοϲ εἶναι τοῦ ϲυνεδρίου τῶν φ΄, ἐϲκόπει ἡ βουλὴ περὶ αὐτοῦ, εἰ χρὴ αὐτὸν μηκέτι βουλεύειν, ἀλλ’ ἐλαθῆναι καὶ τοῦ ϲυνεδρίου. ἀντὶ δὲ τῆϲ ψήφου φύλλοιϲ ἐπεϲήμαινε τὴν αὐτοῦ γνώμην ἕκαϲτοϲ, ὥϲπερ ὀϲτράκῳ ἐπὶ τοῦ ὀϲτρακιϲμοῦ, καὶ ἐλέγετο τοῦτο ἐκφυλλοφορῆϲαι καὶ ἐκφυλλοφορία. οὕτω Δημοϲθένηϲ ἐν τῷ κατὰ Νεαίραϲ.

723 Ἐκφῦναι: ἐκγεννηθῆναι.

[*](Σ)

724 Ἐκφύϲ.

[*]( Δ)

725 Ἔκφυϲιν: βλάϲτηϲιν, ἢ γονήν.

[*]( Σ)

726 Ἐκφοιτᾷ: ἐξέρχεται.

[*](Σ)

727 Ἐκ χειρὸϲ βοηθεῖν τοῖϲ πράγμαϲι· Πολύβιοϲ. ἀντὶ τοῦ [*](Ε) μετὰ πάϲηϲ ἐπιμελείαϲ, ἐπιτεταμένωϲ, ϲυντόνωϲ.

728 Ἐκχοῖζω: τὸ ϲκάπτω.

[*](715 ἐκφρηϲῦἐντων alt—ἰερά Aelia fr. 39. οἰ sq. Aelian. fr. 89 713 ═ Synt Laur. 717 ═ Σa 718 ἔξω φρενῶν cf. H 749 —ἀλλόφυλον ═Σa, H ὀθνεῖον sq. cf. Men. Prot. fr. 43, FHG 4, 246a ═ EL 205, 23 720 ἐκάτεροϲ sq Aelian. fr. 122 722 cf. Et. M 325, 9 ═ Et Gen Sabb.; Bk. 248, 7; Harp. An. Ox. 2, 493, 24; Δημοϲθένηϲ immo Aaschin. 1, 111 723 ═ Ha 215, 15 cf. H 725 ═ Ba 215, 16 cf. H 726 ═ Ba 215, 12, H 727 —πράγμαϲι Polyb 5, 62, 7 728 1. ═ L)[*](715 Aelian. fr. 39 cf 2405, fr. 89 cf. v. l 254. Z 678 717 Z 681 718 Z 654 710 cf. v. ὁθνεῖον. Z 654 720 Z 654 721—2 Z 678 79 725 Z 658 726 Z 678 727 Z 658 728 Z 679)[*](1. 2 Ἐπικουρείων Kust. 2 ἐκκαθῆναι V 15 Ἐκφυλλοχωρεῖν M A(GITFVM) 17 καθίεϲαν Bhd. 20 ἀναξίαν M 21 αὐτὸν] αὐτῶν V 22 τοῦ] τῆϲ V 26 γεννηθῆναι FVM Hes. Zon. 679 29 Ἐκφυτά V, ordo poscit)
238
[*](Suid.)

729 Ἐλάα: ὁ καρπόϲ, Ἐλαία δὲ τὸ δένδρον. ὅτι τὴν ἐν τῷ δένδρῳ πεπανθεῖϲαν ἐλάαν γιγέριμον ἔλεγον· παρʼ ἡμἶν δὲ δουπάταν.

[*](Hom. Δ)

730 Ἐλάαν: ἐλαύνειν. καὶ Ἐλάειν ὁμοίωϲ.

[*](Ar.)

731 Ἐλαγοθήρει: ἐκυνηγέτει, λαγοὺϲ ἐθήρα.

[*](Heay.)

732 Ἑλλάδιοϲ, Ἀλεξανδρεύϲ, γραμματικόϲ, γεγονὼϲ κατὰ Θεοδόϲιον τὸν βαϲιλέα τὸν νέον. Λέξεωϲ παντοίαϲ χρῆϲιν κατὰ ϲτοιχεῖον, Ἐκφαϲι. φιλοτιμίαϲ, Διόνυϲον ἢ Μοῦϲαν, Ἔκφραϲιν τοῦ λουτροῦ Κῶνϲταντιανῶν, Ἔπαινον Θεοδοϲίου τοῦ βαϲιλέωϲ.

[*](Δ)

733 Ἐλαῖδαϲ: ἐλαίαϲ δένδρη.

[*](Δ)

734 Ἐλαῖτή: πόλιϲ.

[*](Δ)

735 Ἐλάκηϲε: μέϲοϲ ἐϲχίϲθη. Ἐλάκηϲε δὲ ἐκτύπηϲεν, ἀνεκροτάληϲεν. Ἐλδ κ κι ϲε δὲ λάκκουϲ ψρυξεν.

[*](Ar.)

736 Ἐλακωμάνουν: τῆϲ τῶν Λακώνων ἤρων πολιτείαϲ. ἐμνήϲθη δὲ αὐτῶν διὰ τὸ ὑπερέχειν τότε τοὺϲ Λάκωναϲ τῷ πολέμῳ.

737 Ἔλαμψαν αὐτῶν τὰ ἔργα: ἀντὶ τοῦ φανεροὺϲ αὐτοὺϲ ἐποίηϲαν.

[*](Hesy.)

738 Ἑλλάνικοϲ, Μιλήϲιοϲ, ἱϲτορικόϲ. Περίοδον γῆϲ, καὶ ἱϲτορίαϲ.

[*](Hesy.)

739 Ἑλλάνικοϲ, Μιτυληναῖοϲ, ἱϲτορικόϲ, υἱὸϲ Ἀνδρομένουϲ, οἱ δὲ Ἀριϲτομένουϲ, οἱ δὲ Σκάμωνοϲ· οὗ ὁμώνυμον ἔϲχεν υἱόν. διέτριψε δὲ Ἐλλάνικοϲ ϲὺν Ἡροδότῳ παρὰ Ἀμύντᾳ τῷ Μακεδόνων βαϲιλεῖ κατὰ τοὺϲ χρόνουϲ Εὐριπίδου καὶ Σοφοκλέουϲ· καὶ Ἐκαταίῳ τῷ Μιληϲίῳ ἐπέβαλε, γεγονότι κατὰ τὰ Περϲικὰ καὶ μικρῷ πρόϲ. ἐξέτεινε δὲ καὶ μέχρι τῶν Περδίκκου χρόνων καὶ ἐτελεύτηϲεν ἐν Περπερηνὴ τῇ κατʼ ἀντικρύ Λέϲβου. ϲυνεγράψατο δὲ πλεῖϲτα πεζῶϲ τε καὶ ποιητικῶϲ.

[*](Σ)

740 Ἑλλανοδίκαι: οἱ κριταὶ οἱ καθήμενοι εἰϲ τοὺϲ ἀγῶναϲ. [*](E) Ἐὐνάπιοϲ· οὕτω καὶ τότε ὁ μέγιϲτοϲ Ἑλλανοδίκηϲ Γ αϊνᾶϲ τὸν Ῥωιυν μαῖκὸ ὄλεθρον ἠθλοθέτει.